Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

  
Τελείωσα το διθέσιο εξατάξιο δημοτικό σχολείο του χωριού.
Διάβαζα πάνω στα δέντρα, κάτω στο χώμα και το χειμώνα στο τραπέζι της κουζίνας.
Δεν είχα δραστηριότητες παρά μόνο παιχνίδι.
Δεν είχα κατοικίδιο αλλά ένα σωρό γατάκια που μπαινόβγαιναν στην αποθήκη, έτρωγαν ποντίκια, κλωτσιές και γάλα από τις αγελάδες κάθε μέρα.
Είχα το αγαπημένο μου μοσχαράκι το οποίο το άλλαζα κάθε χρόνο γιατί εκείνο της προηγούμενης χρονιάς το έτρωγε το μαχαίρι.
Είχα σκύλο χωρίς λουρί και δασκάλους και δασκάλες που μοίραζαν σφαλιάρες.
Η βίτσα φτιαγμένη από ξύλο κρανιάς την οποία την πρωτοδοκίμαζε ο ερασιτέχνης κατασκευαστής(μαθητής).


ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ
  
Χιόνιζε πάρα πολύ στο χωριό όταν ήμουν μικρός. Όταν ερχόταν πολύ χιόνι, ο ουρανός γινόταν ένα αραγές συμπυκνωμένο γκρίζο, που κατέβαινε χαμηλά λες κι ήταν ταβάνι. Τα σύννεφα ήταν βαριά, πρησμένα. Και κάποια στιγμή ξεκινούσε να χιονίζει. Βαρύ, αργό, ατελείωτο χιόνι. Η ομορφιά από τις νιφάδες που έπεφταν, ο τρόμος από τον αποκλεισμό που ερχόταν, κι όλο αυτό το απροσμέτρητο άηχο κάλλος, στοιβάζονταν παντού. Όσο περνούσε η ώρα το χιόνι κυμάτιζε στους απέναντι λόφους, και παγωμένοι θύσανοι κατακάθονταν παντού. Τα βαριά μεγάλα σύννεφα συνέχιζαν να κατεβάζουν χιόνι, μέχρι που κάλυπταν τα πάντα. Έμοιαζαν τότε όλα άχρονα. Καμιά εχθρότητα, δεν μπορούσε να νικήσει μια τέτοια ομορφιά κι ο τρόμος του αποκλεισμού που ερχόταν δεν είχε να κάνει με την δυνατότητα μετακίνησης αλλά με κάτι πολύ πιο βαθύ. Το χιόνι θα έμενε εκεί για μέρες μέχρι να λιώσει μόνο του. Οι λίγοι εκχιονιστήρες της ΜΟΜΑ, καθάριζαν τον κεντρικό δρόμο, κανένας δεν ξόδευε ούτε πετρέλαιο ούτε εργατοώρες για να ξεχιονίσει τα γύρω χωριά. Για κάποιο παράξενο λόγο επίσης κανένας δεν είχε μια τέτοια απαίτηση. Ο αποκλεισμός από το χιόνι ήταν καταχωρημένος στα αυτονόητα της ζωής τους. Όταν δεν έμενε τίποτα που να μαυρίζει, ούτε δέντρο ούτε στέγη, ήταν πολύ εύκολο να παγιδέψεις κάθε είδος πουλιού. Αλλά με τέτοιο χιόνι τα μόνα πουλιά που ερχόταν ήταν οι τσίχλες. Σκορπίζαμε τότε λίγο σιτάρι σε μια άκρη της αυλής. Το χιόνι, ήταν λευκό βαθύ και απάτητο. Σε λίγο ακουγόταν τα απαλό μεταξένιο φτερούγισμα των μικρών φτερών από τις τσίχλες που ερχόταν. Τα μάτια τους ήταν μαύρα διάφανα και λαμπερά. Τα νύχια τους ήταν σκληρά, σκούρα και σφιγμένα. Το βάδισμά τους ήταν ασταθές, και τίναζαν το κεφάλι τους δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να διακρίνουν τον εχθρό παραξενεμένα από την τόσο εύκολη λεία. Δεν ήξεραν ότι ο εχθρός ήταν η ξύλινη σκάφη που τα παγίδευε όταν πια είχαν σιγουρευτεί ότι όλα πήγαιναν καλά και είχαν αρχίσει να τσιμπολογάνε το σιτάρι. Σε λίγο ο παππούς έστριβε το λαρύγγι στα παγιδευμένα πουλιά. Στιγμιαία το κορμί τους συσπώνταν, κι ύστερα σχεδόν αμέσως τα σφιγμένα νύχια των ποδιών τους χαλάρωναν, και τα πουλάκια έμοιαζαν να μικραίνουν απότομα μέσα στην σκοτεινή δίνη των φτερών τους. Το κεφάλι τους μαζεύονταν προς τα μέσα λες κι ήταν χελώνες που προσπαθούσαν να μπουν στο καβούκι τους, αλλά τα μάτια τους συνέχιζαν να κοιτάζουν ανοιχτά, θολώνοντας σταδιακά καθώς εδραιωνόταν το αμετάκλητο του θανάτου. Στη συνέχεια τα ξεπουπούλιαζε με ζεματιστό νερό και τα έψηνε. Είναι σκληρό, το ξέρω. Ωστόσο διατηρώ ακόμα, όχι τη γευστική ανάμνηση, αλλά μια αίσθηση ηδονικής θαλπωρής, μέσα σε ένα δωμάτιο μικρό και ζεστό, όπου ακουγόταν το βουητό του βοριά, και κυριαρχούσε η εκρηκτική γλυκύτητα του ψημένου κρέατος. Αυτή του είδους η τροφή, ήταν ταυτόχρονα κι ένα μάθημα που αφορούσε τη σκληρότητα της ζωής που όσοι μεγαλώσαμε σε αγροτικές περιοχές το παίρναμε από πολύ νωρίς.
TAXIDIOTHS

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΚΡΟΥΣΙΑ ΟΡΗ


Κρούσσια όρη


Αποτέλεσμα εικόνας για Φθινοπωρινό τοπίο στα Κρούσσια  
Φθινοπωρινό τοπίο στα Κρούσσια.
Τα Κρούσσια όρη είναι μια χαμηλή οροσειρά της Κεντρικής Μακεδονίας.
Αποτελείται από δύο κύριους ορεινούς όγκους, το Δύσωρο όρος και το Μαυροβούνι. Είναι το γνωστό μας βουνό που φιλοξενεί τα χωριά: Παλαιός Ροδώνας, Καλλιρρόη και Μυριόφυτο στα σύνορα με το νομό Κιλκίς και Καστανούσα Καλοχώρι Ανατολή Θεοδώρειο και Παραπόταμο στο νομό Σερρών.


  Î Î‘ΡΑΠΟΤΑΜΟΣ



Η οροσειρά έχει κατεύθυνση από Βορειοδυτικά προς Νοτιοανατολικά και αποτελεί φυσικό όριο μεταξύ των νομών Κιλκίς και Σερρών. Βορειοανατολικά, το Δύσωρο απολήγει στη λίμνη Δοϊράνη και νοτιοανατολικά το Μαυροβούνι χωρίζεται από το όρος Βερτίσκος από το πέρασμα Λαχανά. Βόρεια, η οροσειρά χωρίζεται από την Κερκίνη από τα Στενά της Δοβήρου (Ντοβ τεπέ)(Ντοβά-Τεπέ). Η ψηλότερη κορυφή των ορέων είναι στο Μαυροβούνι, στα 1.179 μέτρα.
Οι δυτικές πλαγιές των Κρουσσίων οριοθετούν τη λεκάνη απορροής του Γαλλικού, ενώ οι ανατολικές πλαγιές απορρέουν στον Στρυμόνα. Η οροσειρά είναι δασώδης σε μεγάλο τμήμα της και θαμνώδης. Η δασώδης βλάστηση αποτελείται κυρίως από βελανιδιές. Στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η περιοχή ήταν γνωστή για τα μεταλλεία της και για τα λιοντάρια της, που προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στον στρατό του Ξέρξη κατά τη διάβαση και στρατοπέδευσή του από το πέρασμα Λαχανά.

ΠΗΓΗ https://el.wikipedia.org

ΔΟΙΡΑΝΗ ΚΑΙ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ
Η Λίμνη Δοϊράνη είναι διασυνοριακή, ιχθυοτρόφος λίμνη και σπουδαίος υγροβιότοπος στα σύνορα της Ελλάδας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το όνομά της προέρχεται πιθανώς, από τους αρχαίους Δόβηρες, που ήταν Παιονικό φύλο, εγκατεστημένο στην περιοχή. Αποτελεί κατάλοιπο της αρχαίας λίμνης Παιονίας που καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση.

Ο Ηρόδοτος την αναφέρει με την ονομασία Πρασιάς και ως κατοίκους στα πέριξ αυτής τους «Δόβηρες, Αγριάνες, και Οδόμαντες». (Ηροδότου Ιστορίαι, Τερψιχόρη, 16)

Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της ομώνυμης κοιλάδας, που σχηματίζεται στους νότιους πρόποδες του όρους Κερκίνη και σε υψόμετρο 150 μ. Εκτείνεται κατά διεύθυνση Β - Ν, σε σχήμα ωοειδές, διατηρώντας το μεγαλύτερο πλάτος στο βόρειο τμήμα της. Η συνολική της επιφάνεια υπολογίζεται σε 43,1 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Με δεδομένο το συνοριακό όριο που ορίστηκε σε ευθεία διόπτευση από νότιο μυχό της λίμνης σε κορυφή του Μπέλες, τούτο χωρίζει νοητά τη λίμνη σε δυτική και ανατολική. Έτσι η μεν δυτική έκτασης 27,3 τετ. χλμ. ανήκουν στην ΠΓΔΜ και τα 15,8 τετ. χλμ της ανατολικής στην Ελλάδα. Το μήκος της λίμνης από Βορρά προς Νότο είναι 8,9 χλμ ενώ το πλάτος της φτάνει τα 7,1 χλμ. Έχει μέγιστο βάθος 4 μέτρα. Βρίσκεται μεταξύ δύο τεκτονικών πλακών, αυτής που περιλαμβάνει τον ορεινό όγκο της Κερκίνης και αυτής που περιλαμβάνει τη λεκάνη του Αξιού. Η περιοχή είναι ιδιαίτερα σεισμογενής, αποτελώντας μέρος του σεισμογενούς τόξου Δοϊράνης - Βόλβης - Άθωνος.
Η Δοϊράνη φέρεται να σχηματίστηκε κατά την Προπαγετώδη Γεωλογική Περίοδο και αρχικά η έκτασή της ήταν 130τ.χ. και το βάθος της 10 μέτρα. Στα δυτικά βρίσκεται η πόλη Δοϊράνη, στα ανατολικά το χωριό Μουριές και στα βόρεια το όρος Μπέλες.
Χλωρίδα και πανίδα

Στη χλωρίδα της λίμνης περιλαμβάνονται μυριόφυλλα, ποταμογείτονες, αγριοκάλαμα και ψαθιά. Στις όχθες της συναντάμε πυκνή βλάστηση από βούρλα και θίνες. Περιβάλλεται από παρόχθια δάση, αποτελούμενα από λευκές ιτιές και πλατάνια. Χαρακτηριστικά είναι τα αναρριχητικά φυτά που αναπτύσσονται στα δέντρα. Στα βορειοανατολικά της λίμνης, στο Δήμο Μουριών, βρίσκεται το δάσος των Μουριών (ή Χίλια Δέντρα), κατάλοιπο ενός αρχαίου αλλουβιακού δάσους, που σήμερα καταλαμβάνει 590 στρέμματα και αποτελεί σημαντικό σταθμό για τα μεταναστευτικά πουλιά. Το δάσος έχει χαρακτηριστεί Μνημείο της Φύσης και αποτελείται από βελανιδιές, σκλήθρα, φράξους και υπέργηρα πλατάνια.


  Lake Doiran.jpg


Στη Δοϊράνη αναπτύσσεται ένας πολύ σημαντικός υγροβιότοπος που έχει περιληφθεί στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας, καθώς δίνει προσωρινό καταφύγιο σε 36 σπάνια είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων η λαγγόνα και ο αργυροπελεκάνος. Επίσης, στα πουλιά που απαντώνται στη λίμνη, είναι λευκοτσικνιάς, ο κρυπτοτσικνιάς, ο αργυροτσικνιάς, ο σταχτοτσικνιάς, η χαλκόκοτα, το μπεκατσίνι και η αβοκέτα. Το οικοσύστημα ολοκληρώνεται με σφυριχτάρια, καπακλήδες, πρασινοκέφαλες πάπιες, ψαλίδες, σαρσέλες, γκισάρια, βουτηχτάρια, κορμοράνους και βουβόκυκνους. Αρπακτικά πουλιά που συχνά επισκέπτονται την περιοχή της λίμνης είναι ο καλαμόκιρκος, ο βαλτόκιρκος, το διπλοσάινο, το τσιχλογέρακο, το δεντρογέρακο και η γερακίνα.

Τα ψάρια που ζουν στα νερά της Δοϊράνης είναι το γριβάδι, ο γουλιανός, η πλατίτσα, το περκί, η τούρνα, η κοκκινοφτέρα, το γλήνι και το σίρκο. Έχουν αναφερθεί και σπανιότερα είδη, όπως το χέλι, το τυλινάρι, ο γουρουνομύτης, η μουρμουρίτσα, η βιργιάνα, η πεταλούδα, το κουνουπόψαρο, η χρυσοβελονίτσα, η φεροβελονίτσα, το γυφτόψαρο κ.ά. Σήμερα ο πληθυσμός των ψαριών έχει ελαττωθεί, λόγω της έντονης αλιείας και της συνεχούς πτώσης της στάθμης. Στον υγροβιότοπο της Δοϊράνης διαβιούν και πολλά υδρόβια έντομα, όπως η λιβελούλα, και το μαλάκιο Dreissenia polymorpha.

Η αφθονία των ψαριών της λίμνης κατά τους ιστορικούς χρόνους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, πρέπει να υπήρξε εκπληκτική, αν κρίνουμε από τα όσα αναφέρει για τους κατοίκους της λίμνης:

"Κατοικούσι δε ως εξής• έκαστος έχει επί των σανίδων τούτων μίαν καλύβην εντός της οποίας ζη και εν τη καλύβη ταύτη αι σανίδες είναι ανοικταί διά θύρας φερούσης κάτω εις την λίμνην, δένουσι δε τα μικρά παιδία εκ του ποδός με σχοινίον φοβούμενοι μήπως πέσωσιν εις την λίμνην. Τους ίππους και τα υποζύγια τρέφουσι με ιχθύς εκ των οποίων τοσαύτη αφθονία υπάρχει ώστε ανοίγοντες την καταπακτήν θύραν και καταβιβάζοντες εις την λίμνην σπυρίδα κενήν, δεν βραδύνουσι να την ανασύρωσι πλήρη ιχθύων. Υπάρχουσι δε δύο είδη ιχθύων, πάπρακες και τίλωνες." Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίο Ε', Τερψιχόρη, 16. (Μετάφραση Α. Γ. Σκαλίδη)

Οι πάπρακες του Ηροδότου είναι οι πέρκες, εκ του "περκνός" (μελανόστικτος) οι δε τίλωνες είναι γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία τίλονες. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει ελάχιστα είδη ψαριών, με μακρουλό σώμα, που σκεπάζεται από μικρά λέπια. Από τα κυριότερα είδη είναι ο τίλων.

ΠΗΓΗ https://el.wikipedia.org

Ο σημαντικότερος και ο πιο γνωστός υδροβιότοπος με διεθνή σημασία στο νομού Σερρών είναι η Λίμνη Κερκίνη. Δημιουργήθηκε με την τεχνητή ανθρώπινη παρέμβαση στον Στρυμόνα ποταμό το 1932,οταν έγινε το φράγμα στην περιοχή του χωριού Λιθότοπου. Το 1982 λόγω τις μείωσης της χωρητικότητας της Λίμνης εξαιτίας τον φερτών υλών, από το Στρυμόνα, κατασκευάστηκε νέο φράγμα. Θαυμασμό προκαλούν τα παραποτάμια δάση, τα νούφαρα και η ποικιλία των ψαριών που αποτελούν και πηγή εισοδήματος για πολλούς κατοίκους της περιοχής. Η λίμνη τροφοδοτείται με νερό κυρίως από το Στρυμόνα και λιγότερο από τους Κερκινίτη και Κρούσια.

  


Στην περιοχή της Κερκίνης συναντούμε και πολλά είδη θηλαστικών όπως το Τσακάλι ,το Λύκο, την Αγριόγατα, τη Βίδρα, τη Νυφίτσα, την Αλεπού, το Σκαντζόχοιρο, το Ζαρκάδι, το Λαγό, το Αγριογούρουνο κ.λ.π.Η ιχθυοπανίδα είναι πλούσια αφού υπάρχουν 30 είδη ψαριών με κυριότερα τα Χέλια. Στο ευρύτερο σύστημα Κερκίνης-Στρυμόνα τα κυριότερα ειδη ψαριών με εμπορικό ενδιαφέρουν που εχουν καταγραφεί είναι ο Κυπρίνος (Γριβάδι) και η Πεταλούδα. Στην περιοχή γύρω από τη Λίμνη Κερκίνης έχουν καταγραφεί περίπου 300 είδη πουλιών. Ο Αργυροπελεκάνος και η Λαγγόνα που ζουν εκεί είναι μοναδικά στον κόσμο είδη απειλούμενα με εξαφάνιση. Παρατηρούνται ακόμη οι πιο σημαντικές αποικίες της Ν. Βαλκανικής χερσονήσου από Κορμοράνους, Χουλιαρομύτες, Χαλκόκοτες και διάφορα είδη ερωδιών.Υπάρχουν και πολλά σπάνια αρπακτικά όπως ο Χρυσαετός, ο Βασιλαετός, Πετρίτης ενω η περιοχή αποτελεί μοναδικό πεδίο έρευνας σχετικά με τούς υδρότοπους και της διαχείριση τούς. Τα τελευταία χρόνια η Κερκίνη γνωρίζει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη και με την ελεγχόμενη αξιοποίηση της βοηθά και στην ενίσχυση της περιοχής. Στη Λίμνη Κερκίνη ζει και ο μεγαλύτερος πληθυσμός Βουβαλιών στην Ελλάδα: υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 1500. Η Λίμνη Κερκίνη και η περιοχή γύρω από αυτή προσφέρεται για περιβαλλοντική εκπαίδευση και αποτελεί ιδανικό μέρος για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού ώστε να συγκεντρώνει πλήθος ανθρώπων που αγαπούν τις ειδικές μορφές τουρισμού και την οικολογία.

Τουριστική ανάπτυξη

Ψαρόβαρκες στη λίμνη Κερκίνη

Τα τελευταία χρόνια η Κερκίνη γνωρίζει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη και με την ελεγχόμενη αξιοποίησή της βοηθά και στην ενίσχυση των εισοδημάτων των κατοίκων της περιοχής. Οι σημαντικότερες απειλές για τη λίμνη, εκτός από τις φερτές ύλες του Στρυμόνα, είναι η ρύπανση του Στρυμόνα, η παράνομη υλοτόμηση, η παράνομη αλιεία, το παράνομο κυνήγι, οι επισκέψεις στις αποικίες των πουλιών που έχουν αρνητικές συνέπειες στην αναπαραγωγή τους και η ανύψωση αναχωμάτων που συντελεί στην ελάττωση των ειδών των ψαριών. Στη λίμνη ζει και ο μεγαλύτερος πληθυσμός βουβαλιών στην Ελλάδα: υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 500. Η λίμνη και η περιοχή γύρω από αυτή προσφέρεται για περιβαλλοντική εκπαίδευση και αποτελεί ιδανικό μέρος για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού ώστε να συγκεντρώνει πλήθος ανθρώπων που αγαπούν τις ειδικές μορφές τουρισμού και την οικολογία.
Εθνικό Πάρκο Κερκίνης

Ο πυρήνας του Πάρκου περιλαμβάνει τη λίμνη Κερκίνη και τον ποταμό Στρυμόνα, από τη λίμνη ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εντός του πυρήνα υπάρχουν ζώνες υψηλής προστασίας. Μία ευρεία περιφερειακή ζώνη περικλείει τα βουνά Μπέλλες, τα Κρούσσια όρη και Μαυροβούνι και περιοχές νότια και ανατολικά από τη λίμνη.

Το κλίμα της περιοχής είναι γενικά ηπειρωτικό, με όχι πολύ ζεστό καλοκαίρι και με ψυχρό χειμώνα. Η ύπαρξη της λίμνης μετριάζει κάπως τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Δροσερή είναι η άνοιξη, όπως και το φθινόπωρο, εποχές με ηλιοφάνεια αλλά και με αρκετές βροχές.

Υπάρχουν δύο δρόμοι προσέγγισης στο Πάρκο. Ο ένας είναι από τις Σέρρες προς το χωριό Λιθότοπος ή προς Σιδηρόκαστρο-Νέο Πετρίτσι-Βυρώνεια-Κερκίνη. Ο άλλος έρχεται από το Κιλκίς, μέσω Δοϊράνηςκαι Καστανούσας. Από τη Θεσσαλονίκη, η προσέγγιση του Πάρκου γίνεται από το δρόμο προς Στρυμωνικό και Λιθότοπο.

Ιδανική εποχή για επίσκεψη στο Πάρκο είναι οι μήνες Μάιος-Ιούνιος, οπότε τα περισσότερα πουλιά της λίμνης έχουν γεννήσει και μεγαλώνουν τα μικρά τους. Μπορεί να δει κανείς τότε διάφορα είδη ερωδιών, λαγγόνες, καλαμοκανάδες και πολλά άλλα, καθώς και πολλές φωλιές πελαργών. Είναι επίσης ιδανική εποχή για επίσκεψη στο όρος Κερκίνη, με τα πολλά δάση και τα σπάνια αγριολούλουδα. Το φθινόπωρο, τους μήνες Οκτώβριο-Νοέμβριο, κατεβαίνουν στο Πάρκο υδρόβια πουλιά από τη βορειοανατολική Ευρώπη, κοπάδια από διάφορα είδη πάπιας, κύκνοι, βουτηχτάρια, κ.α. Μερικές φορές το χειμώνα, αν το κρύο είναι δυνατό στις βορειότερες χώρες, μπορεί να δει κανείς χιλιάδες πουλιά που έρχονται να ξεχειμωνιάσουν στο Πάρκο.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. Πράγματα παλιά ξεχασμένα...

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.
Πράγματα παλιά ξεχασμένα...


Πράγματα και σκεύη παλιά που θα μας ταξιδέψουν σε περασμένες δεκαετίες, σε θολές αλλά όχι ξεχασμένες αναμνήσεις και σε μαγικά παιδικά όνειρα, γιατί "δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που 'ναι μικρή!"
Να πούμε κάτι γι’ αυτά τα πράγματα που παν να ξεχαστούν, και να γεμίσω παράλληλα καμιά άδεια ώρα, από εκείνες τις ατέλειωτες του άπραγου συνταξιούχου. Και να κάνουμε κι έτσι ας πούμε κι ένα αλλιώτικο μνημόσυνο για τη χαμένη εκείνη εποχή της νιότης μας, και για εκείνους όλους τους μακαρίτες που χρησιμοποίησαν αυτά τα άγνωστα σήμερα εργαλεία και σύνεργα και προσπάθησαν να διευκολύνουν τις δουλειές και γενικά τη ζωή τους.
Έτσι μου’ρχονται στο μυαλό και λέω εκείνα τα ταπεινά αλλά τόσο απαραίτητα πράγματα, εκείνα τα σκεύη και εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν σε παλιότερες εποχές και εξυπηρέτησαν τα νοικοκυριά και γενικά τις αγροτικές εργασίες, και που σιγά-σιγά έφυγαν απ’ τη ζωή μας, ξεχασμένα σε κάποια απόμερη γωνιά κάποιας αποθήκης, η τά φαγε το χώμα σε μια χωματερή.
Και είναι αρκετά αυτά τα εργαλεία και τα σκεύη τα πολύτιμα, που μού’ ρχονται ένα- ένα στο μυαλό και που θα καταπιαστώ μ’ αυτά, όπως τα θυμάμαι και να τα ξαναθυμηθούν οι παλιότεροι, και να τα μάθουν και οι νέοι, που δεν τα γνώρισαν ποτέ.
Θα τα περιγράψω όσο γίνεται καλύτερα και με όσες λεπτομέρειες θυμάμαι.
Και θα ξεκινήσω κάνοντας την αρχή με το πρώτο και καλύτερο που αντικρίζαμε ξυπνώντας κάθε πρωί κι έρχεται πάντα στο μυαλό μου, εκείνο το τενεκεδένιο ωραίο δοχείο, που το έφτιαχναν οι ντόπιοι ντενεκετζίδες...τον νιπτήρα.


      
ΒΡΥΣΑΚΙ

Ο νιπτήρας

Μαστορεμένο κατασκεύασμα, με καπάκι από πάνω, κολλημένο με καλάϊ έτσι που να ανοιγοκλείνει με ασφάλεια, για να μην μπορεί να μπει η σκόνη και τα διάφορα «μαμούνια». Σε σχήμα κορμού δέντρου σχισμένου στη μέση σε όρθια στάση, με το πίσω μέρος ίσιο για να κρεμιέται στον τοίχο και το μπροστινό μέρος του καμπυλωτό. Σ’ αυτό το καμπυλωτό τμήμα του είχε κολλημένη την μπρούντζινη βρυσούλα. Αυτός ήταν ένας συνηθισμένος νιπτήρας.
Αυτός λοιπόν ο τσίγκινος νιπτήρας, ήταν μονίμως κρεμασμένος στην κουζίνα πάνω από τον νεροχύτη, που απ’ ότι θυμάμαι, ήταν συνήθως τσιμεντένιος. Δίπλα συνήθως στο νιπτήρα, κρεμασμένος από ένα μικρό καρφί, ήτανε πάντα ένας μικρός καθρέφτης, για το ξύρισμα των μεγάλων, και για να γυαλιζόμαστε εμείς οι μικρότεροι, και να φτιάχνουμε τον καρέ.
Ο απαραίτητος αυτός νιπτήρας, που εξυπηρετούσε όλο το σπίτι, όσο ήτανε καινούργιος όλα ήταν μια χαρά. Έλα όμως, που απ’ τη πολυκαιρία και τη σκουριά, η από κάποιες τούμπες κατά το γέμισμα τρύπαγε, και έπρεπε να κάνει μια βόλτα για κόλλημα, γιατί οι αλχημείες που κάνανε οι νοικοκυρές με ζυμάρια, ξυλαράκια και άλλα τέτοια τερτίπια σπάνια πιάναν.
Ο νιπτήρας φιλοξενήθηκε στα περισσότερα σπίτια, για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που μπήκαν οι βρύσες στα σπίτια στο χωριό, αρχές δεκαετίας του 70, οπότε βγήκε κι αυτός σε αχρηστία. Κρεμάστηκε όμως για τα καλά απ’ το καρφί της μνήμης μου, και μένει εκεί για πάντα.




Το φανάρι
Οι άνθρωποι όχι πριν και πολλά χρόνια στη παιδική μας εποχή, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Έτσι για να διατηρηθούν και να παραμείνουν περισσότερο χρόνο, έπρεπε να είναι σε μέρος σίγουρο και προστατευμένο απ’τα έντομα και τα διάφορα «ζουζούνια» και σε μέρος όσο το δυνατόν πιο δροσερό.
Και δύο τέτοια μέρη, πολύτιμα και απαραίτητα σε κάθε σπίτι εκείνη την εποχή ήταν:
Η σήτα η το λεγόμενο αλλιώς φανάρι, και αργότερα το απαραίτητο σε κάθε σπίτι ψυγείο πάγου.
Ήταν ένα τετράγωνο κατασκεύασμα, σαν ένα μεγάλο λαδοφάναρο εκείνης της εποχής, φτιαγμένο με μεταλλικό ελαφρό σκελετό (τσίγκινο) που γύρω - γύρω καλυπτόταν από σήτα.
Μπροστά είχε πόρτα και μέσα δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα.
Το κρεμούσαν σε κάποιο δροσερό μέρος του σπιτιού, στο πιο δροσερό που υπήρχε και συνήθως καλά αεριζόμενο, φροντίζοντας πάντα να μην έχουν πρόσβαση οι γάτες, οι οποίες συχνά προσπαθούσαν να το φτάσουν.


     

Το ψυγείο
Αργότερα, εκεί στα τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έκαναν την εμφάνισή τους στα νοικοκυριά, τα πρώτα ψυγεία πάγου, που γνώρισαν μεγάλες δόξες και τιμές σε κάθε σπίτι.
Αυτό ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κουτί, επενδυμένο εσωτερικά με τσίγκο.
Είχε δύο πόρτες, μια πάνω και μια μπροστά, και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια.
Το πάνω μέρος άνοιγε και είχε μια σιδερένια μικρή δεξαμενή με καπάκι από πάνω, που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Εκεί σ’ αυτή τη δεξαμενή, ρίχναν το νερό με τη ποτίστρα για να παγώνει και έτσι είχαν πάντα κρύο. Λίγο πιο μπροστά απ’ τη δεξαμενή έμπαινε ο πάγος, τυλιγμένος με μια λινάτσα για να λιώνει όσο το δυνατόν αργότερα.
Στο κάτω μέρος, ανοίγοντας τη μπροστινή πόρτα, υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Τα νερά που έτρεχαν προς τα κάτω, πάγωναν τις επιφάνειες (από τσίγκο) του ψυγείου κι έτσι διατηρούνταν κρύα τα φαγητά.
Κάτω - κάτω υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, ένα συρτάρι ας πούμε, όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε, για να μη πλημμυρίσει όλο το σπίτι.
Κάθε μέρα το πρωί, έρχονταν ο πάγος.
Στη σειρά όλοι εκείνη την ώρα, έδιναν τη παραγγελία.
Ένα τέταρτο ή μισή κολόνα, που έκοβε με ένα πριόνι, κι ένα σιδερένιο μυτερό εργαλείο.
Κι εμείς τα παιδιά τρέχαμε να βουτήξουν κάποιο κομμάτι που έφευγε από το κόψιμο, και και φώναζαν οι μανάδες.




Η λάμπα
Για όσους απορούν κι αναρωτιούνται τι είναι αυτά τα δυό παράξενα αντικείμενα της φωτογραφίας, και για τους μη γνωρίζοντες: Λοιπόν αυτά τα αντικείμενα είναι δυό παροπλισμένες πλέον λάμπες πετρελαίου, από εκείνες που κάποτε ήταν γνωστές και απαραίτητες σε κάθε σπίτι. Κι έζησαν μεγαλεία σε εποχές παλιότερες πριν να τις παραμερίσει η πρόοδος και ο ηλεκτρισμός, τότε που ήταν απαραίτητες σε γλέντια και ξενύχτια και σε νυχτέρια ατέλειωτα. Αυτή η λάμπα ήταν η μόνη πηγή φωτός τη νύχτα πριν έρθει το ρεύμα στα χωριά, και μ’ αυτήν φέγγαμε στα σκοτάδια, μ’ αυτήν διαβάζαμε και συντροφιά μ’ αυτήν με κατεβασμένο το φυτίλι και τη φλόγα χαμηλωμένη για να μην καίει πολύ πετρέλαιο, έπλεκε η γιαγιά καθισμένη κοντά στη σόμπα η στο τζάκι πουλόβερ.
Άμα τη μελετήσεις καλά μια τέτοια λάμπα, δεν είναι απλό κατασκεύασμα, είναι ένα τέλειο φωτιστικό σώμα και αρκετά πολύπλοκο. Διαθέτει το κάτω μέρος, το δοχείο μέσα στο οποίο μπαίνει το καθαρό (φωτιστικό) πετρέλαιο, και τη Μηχανή που βιδώνει πάνω σ’ αυτό το δοχείο, και που περνάει ενδιάμεσα μέσα από μια σχισμή το βαμβακερό φιτίλι το οποίο μ’ ένα ρεγουλατόρο ροδέλα, το ανεβάζεις και το κατεβάζεις, ανάλογα με το πόσο φωτεινή θέλεις να είναι η φλόγα. Βέβαια υπήρχε πάντα μια αρχή. Δεν μπορούσες να σηκώσεις αυτό το φυτίλι πολύ, γιατί ζεσταίνονταν με τη φλόγα το λαμπογιάλι που ήταν και το λεπτό σημείο της λάμπας, και μπορούσε εύκολα να σπάσει και να τρέχεις στον μπακάλη να πάρεις άλλο. Και άμα τύχαινε - που πάντα σχεδόν τύχαινε να’ ναι νύχτα - άντε να βρεις.
Η μικρή η λάμπα διέθετε και καθρέπτη, ένα στρόγγυλο και γυαλιστερό κομμάτι από τσίγκο, στηριγμένο σε ένα χοντρό σύρμα περίτεχνα στραβωμένο, το οποίο έπιανε και συγκρατούσε μια λεπτή μεταλλική ταινία που αγκάλιαζε τη λάμπα, για να κρεμιέται στο τοίχο. Η μεγάλη η λάμπα η μπρούτζινη, δεν διέθετε καθρέπτη, ούτε κρεμιόνταν στο τοίχο. Αυτή ήταν ας πούμε κάπως πιο επίσημη, του σαλονιού.
Στην λάμπα συνέβαιναν με το πέρα-δώθε και αρκετά «ατυχήματα» από το σπάσιμο και την υποχρεωτική αντικατάσταση, μέχρι το ξεκόλλημα της μηχανής, που είχαν βρει όμως τρόπο να την ξανακολλάνε. Η βλάβη όμως που θεωρούνταν σοβαρή, ήταν αυτή που παρουσίαζε ο μηχανισμός της να σηκώσει ή να κατεβάσει το φυτίλι και εκεί ήταν που έπρεπε να πάρεις άλλον, γιατί γιατριά δεν υπήρχε.
Για να λειτουργήσει η λάμπα καλά και να έχει καλή απόδοση σε φώς, έπρεπε το λαμπογυάλι να είναι καθαρό, και κάθε μέρα η νοικοκυρά το έπλενε με σαπουνάδα, και όταν δεν ήταν πολύ μουτζουρωμένο, το καθάριζε μ’ ένα πανί που έβαζε μέσα, και το γύριζε γύρω – γύρω μ’ ένα ξύλο. Πάντως από ότι θυμάμαι, τα λαμπογυάλια ράγιζαν πολλές φορές ξαφνικά και η λάμπα κάπνιζε και μαύριζε ολόκληρο το γυαλί, οπότε, ούτε έφεγγε και το πετρέλαιο καίγονταν τζάμπα.


  

Το καρβουνοσίδερο
Τούτα δω το λοιπόν τα καρβουνοσίδερα σιδερώματος υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα σπίτια στα χωριά. Τώρα αν ήταν εισαγόμενα και σε τι καταστήματα δηλαδή πουλιόταν μη με ρωτήσετε δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα ότι αυτά τα παλιά σίδερα για σιδέρωμα των ρούχων, έμοιαζαν με μυτερά κουτιά, όπου μέσα τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα. Ήταν κατασκευασμένα από χοντρό μέταλλο και η χειρολαβή τους ήταν από ξύλο για να μην καίει τα χέρια αυτού που το χρησιμοποιούσε.
Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη: το κάτω και το πάνω.
Το κάτω ήταν βαθουλό και μέσα έμπαιναν τα κάρβουνα.
Το πάνω ήταν λεπτό και χρησίμευε σαν καπάκι για να κλείνει το σίδερο.
Επίσης υπήρχε ένας πύρος στο κάτω μέρος που ασφάλιζε με το σύρτη στο πάνω μέρος.
Τα κάρβουνα για το σίδερο τα έπαιρναν από το τζάκι ή την σόμπα το Χειμώνα, το καλοκαίρι δε φρόντιζαν να ανάβουν τη γωνιά ή το μαγκάλι, από όπου γέμιζαν το σίδερο με αναμμένα κάρβουνα.
Η κάθε νοικοκυρά, που ήθελε να σιδερώσει, πρώτα ετοίμαζε τα κάρβουνα, κι έπειτα όλα τα’ άλλα. Έπρεπε όμως κατά το σιδέρωμα, να προσέχει τις στάχτες, που έβγαιναν από τις τρύπες και να μην κάνει απότομες κινήσεις, ιδίως όταν σιδέρωνε λευκά. Πολλές φορές, μετά από πολύωρο σιδέρωμα, τα κάρβουνα έσβηναν μέσα στο σίδερο. Κι όταν η θερμοκρασία του σίδερου άρχιζε να πέφτει, η νοικοκυρά έβγαινε στο πεζούλι της εισόδου και κουνούσε το σίδερο σαν κούνια δεξιά αριστερά για να αναζωπυρωθούν τα κάρβουνα. Το οξυγόνο εισχωρούσε από τις τρύπες που υπήρχαν στο σίδερο, τα ασπρισμένα κάρβουνα κοκκίνιζαν και άρχιζε πάλι το σιδέρωμα.
Με τον ερχομό του ηλεκτρικού μπήκαν σιγά σιγά στα νοικοκυριά και τα ηλεκτρικά σίδερα.
Την εποχή αυτή το καλύτερο δώρο για τους νεόνυμφους ήταν ένα ηλεκτρικό σίδερο και ήταν η μεγάλη χαρά της νεόνυμφης νοικοκυράς, αυτή η πρώτη συσκευή στην υπηρεσία της, που εγκαινίαζε μια νέα εποχή, την εποχή του ηλεκτρικού ρεύματος, που έφερε τόσες ανέσεις και ευκολίες στα νοικοκυριά συν το χρόνο. Βέβαια οι σιδερώστρες, αυτές οι φορητές που ξέρουμε, ήταν είδη πολυτελείας και μπήκαν πολύ αργότερα στα νοικοκυριά. Οι περισσότερες γυναίκες στο χωριό στρώναν μια παλιά κουβέρτα και ένα σεντόνι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, κι έκαναν τη δουλειά τους.
Παρ’ όλο όμως που το ηλεκτρικό σίδερο, με την πάροδο του χρόνου, έγινε προσιτό σε όλους, παρέμεινε όμως σε χρήση από μερικούς επαγγελματίες εμποροράφτες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70 το σίδερο με τα κάρβουνα.


Σκάφη. Το “πλυντήριο” της γιαγιάς. Ξύλινη ή από λαμαρίνα. Μέσα, διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Μπουγάδα με το χέρι και πράσινο ή άσπρο σαπούνι (δεν υπήρχαν άλλα απορρυπαντικά). Από τις σκληρότερες δουλειές της νοικοκυράς που δεν είχε “δούλες” (έτσι έλεγαν τις οικιακές βοηθούς) ούτε “παραδουλεύτρες”. Συχνά η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μιά και τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν ήταν και καθημερινή συνήθεια. Κάθε Σάββατο και αν… 




Αιγινήτικο κανάτι. 
Εναλλακτικός τρόπος ψύξης του νερού. Πριν ακόμη την εμφάνιση του ψυγείου πάγου (αλλά και μετά) ήταν σε χρήση το Αιγινήτικο κανάτι, για να δίνει δροσερό νερό. Η μέθοδος βασίζεται στην αρχή της φυσικής, ότι όταν ένα υγρό εξατμίζεται, απορροφά θερμότητα. Τα κανάτια ήταν από πορώδες υλικό (πηλό) που επέτρεπε μιά μικρή ποσότητα νερού να βγαίνει στην εξωτερική επιφάνεια του κανατιού. Ετσι, το κανάτι “ίδρωνε” και το τοποθετούσαν σε σημεία με ρεύμα αέρα (συνήθως στα πρεβάζια των παραθύρων). Ο αέρας προκαλούσε εξάτμιση και η εξάτμιση έριχνε τη θερμοκρασία στο εσωτερικό του και το νερό απλώς δρόσιζε κάπως, ώστε να πίνεται.




Γκαζιέρες και καμινέτα. 

Το μαγείρεμα γινόταν με γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο ή βενζίνη (σπανιότερα). Ηταν πολύπλοκα εργαλεία που οι νοικοκυρές ήταν απόλυτα εξοικειωμένες μαζί τους. Τρομπάριζαν αέρα μέσα στο δοχείο του καυσίμου, ώστε αυτό να ανεβαίνει στον καυστήρα. Συχνά βούλωναν και υπήρχαν ειδικά βελονάκια για το ξεβούλωμά τους. Υπήρχαν και οι φουφούδες, μιά κατασκευή παρόμοια με το μαγκάλι, αλλά με σχάρα, για να τοποθετείται η κατσαρόλα. Ο καφές ή τα αφεψήματα ψήνονταν στα καμινέτα που έκαιγαν μπλε οινόπνευμα. Το γκαζάκι δεν υπήρχε τότε και μόνο τα σχετικά πλούσια νοικοκυριά είχαν σύνδεση με το φωταέριο. Πολυτέλεια ήταν και οι στόφες, οι κουζίνες με ξύλα που διέθεταν και φούρνο. Τα φουρνιστά τα έστελναν στο γειτονικό φούρνο που δούλευε σε φοβερούς ρυθμούς τις Κυριακές, που ο κόσμος έτρωγε κρέας ψητό, με μακαρόνια, κριθαράκι ή πατάτες.

Μαγκάλι. 
Η θέρμανση του φτωχού…Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο έχει γίνει χρυσάφι! Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ και επάνω από το μαγκάλι έψηναν κανά κοψίδι ή φέτες ψωμί. Συχνά τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) που σκότωνε ολόκληρες οικογένειες! Βέβαια υπήρχαν και οι ξυλόσομπες, οι σόμπες με κάρβουνα, καθώς και οι σόμπες πετρελαίου, αργότερα αυτές. Κεντρική θέρμανση διέθεταν τα πλουσιόσπιτα, αλλά καύσιμη ύλη ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο και κάποιος (συνήθως το υπηρετικό προσωπικό) έπρεπε να κατεβαίνει κάθε τόσο στο υπόγειο, να τροφοδοτεί τη φωτιά. Υπήρχαν κι άλλες διαφορές στις ευκολίες, αλλά δεν έχει νόημα να μιλάμε π.χ. για ηλεκτρονικά και μέσα διασκέδασης, γιατί αυτά ήταν πολυτέλειες!

Χειρόμυλος


Ο χειρόμυλος, τα παλιά χρόνια, ήταν δείγμα νοικοκυροσύνης! Τα σπίτια που είχαν και χειρόμυλο, μαζί με άλλες απαραίτητες συσκευές, όπως ο αργαλειός, είχαν «το καθετί» τους, ό,τι χρειάζονταν για την ένδυση και την καθημερινή διατροφή της οικογένειας.
Ο χειρόμυλος αποτελείται από δύο στρογγυλές επίπεδες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη. Η κάτω πέτρα έχει ένα σίδερο στη μέση. Το σίδερο αυτό ενώνει τις δύο πέτρες, καθώς περνάει από την κάτω πέτρα στην πάνω, ενώ στην άκρη της πάνω πέτρας υπάρχει μια χειρολαβή, την οποία κρατάει η νοικοκυρά για να γυρίζει το μύλο.
Από την τρύπα στην πάνω πέτρα, οι νοικοκυρές έριχναν λίγο – λίγο τον καρπό, ο οποίος με τις στροφές της πέτρας κομματιαζόταν και έπεφτε έξω από τις πέτρες, έτοιμος πια για χρήση. Ο χειροκίνητος μύλος προοριζόταν για οικιακή χρήση. Φανταστείτε τον κόπο και τον χρόνο που θα χρειαζόταν να καταβάλλει μια νοικοκυρά για να αλέσει μεγάλες ποσότητες καρπών;

Η ΑΝΕΜΗ ΚΑΙ Η ΣΒΙΓΑ

Δύο απαραίτητα όργανα της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης ήταν η ανέμη και η σβίγα. Η ανέμη ήταν ένα ξύλινο εργαλείο, στο οποίο τέντωναν τις κούκλες του νήματος για να τις τυλίξουν σε κουβάρι ή σε μασούρι. Η ανέμη περιστρεφόταν ξετυλίγοντας το νήμα. Η σβίγα είναι κι αυτή ξύλινο εργαλείο που αποτελείται από μια ρόδα που περιστρέφεται με χερούλι. Το νήμα ξετυλίγεται από την ανέμη και τυλίγεται στο καρούλι της σβίγας.


Ρόκα, Αδράχτι, Σφοντύλι


Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια.
Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν.
Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια.
Οι ροκάδες, δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν ρόκες, αλλά και μαγκούρες για τους γέρους και ζέβλες και κρικέλια για τα αλέτρια, τα ξύλα τα ζέσταιναν στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από τα σκαριά τους και τα σουλούπια τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα – κεντίδια. Χάραζαν το όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά..
Είναι επίσης γνωστό και το δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη ρόκα.
«Πάρε Μαριώ μ` τη ρόκα σου, Ωχ, κι έλα τη φράχτη-φράχτη Βάσανα πω` χει η αγάπη! Πάρε, Μαριώ μ` τη ρόκα σου Ωχ, κι εγώ τον ταμπουρά μου Βάσανα πω `χει η καρδιά μου.»
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.
Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουδερό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους,που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.

Το γουδί.

Υπήρχε ξύλινο αλλά και μπρούτζινο. Το μπρούτζινο στα πιτσιρίκια άρεσε να το χρησιμοποιούν σαν καμπάνα, μιας και το μεταλλικό κράμα της κατασκευής του, παρόμοιο με της καμπάνας είχε αρκετά μελωδικό ήχο. Άλλωστε τα ακούσματα εκείνης της εποχής ήταν τα φυσικά και μόνο ακούσματα, χωρίς άλλες πηγές μουσικών ήχων. Όταν η νοικοκυρά ήθελε να τρίψει μαστίχα, κανέλα ή καρύδια, τα παιδιά ήταν πάντα πρόθυμα να τη βοηθήσουν, κατακτυπώντας το γουδί.


Σοφράς


Πολλές φορές ο σοφράς, ένα κυκλικό τραπέζι 30 εκατοστά ύψους, χρησίμευε για τραπέζι φαγητού στα μικρά παιδιά της οικογένειας. Η πιο συνηθισμένη όμως χρήση του ήταν η παρασκευή του ψωμιού κατά το ζύμωμα, και στην συνέχεια το κρέμασμα του από ένα καρφί στον τοίχο ώστε να διατηρείται σχετικά καθαρός για το πλάσιμο του ψωμιού.

Παρασύρα(Σκούπα)


Χαράς το πράμα, θα μου πεις… Έλα όμως που εκείνα τα χρόνια, ούτε ηλεκτρικές σκούπες υπήρχανε αλλά ούτε και ρεύμα. Δυο ειδών ήταν οι παρασύρες, δηλαδή οι σκούπες. Οι «καλές» για το σπίτι και οι «κακές» για το στάβλο ή το κοτέτσι. Άλλη ήταν και η παρασύρα για την αυλή. Πιο παλιά δεν έβαζαν και ξύλο και οι γυναίκες έσκυβαν για να σκουπίσουν, μετά «εκσυγχρονίστηκαν» και αυτές για να μην … κοψομεσιάζεται η γυναίκα!
Τις παρασύρες τις έφτιαχναν από χόρτα που έβρισκαν στα ποτάμια και τα ρυάκια τις βρούλιες ή ρούλιες ή βούρλες. Το χόρτο ήτανε κίτρινου χρώματος παρά το γεγονός ότι ανά περιοχή έχει διαφορετικό όνομα. Η γιαγιά μου πάντως μας τ'έλεγε βρούλιες ή ρούλιες.
Έπαιρναν λοιπόν τις βρούλιες τις έκαναν δεματάκια, τις κοπανίζανε με την κοπανίδα, τις γύριζαν και τις έπλεκαν.
Κόσκινο


Ένα από τα απαραίτητα εργαλεία περασμένων δεκαετιών για να καθαρίζει η νοικοκυρά το σιτάρι και το κριθάρι. Μετά βέβαια ακολουθούσε το καθάρισμα με το χέρι…
Άλλο παρόμοιο εργαλείο ήταν η κνισάρα με ψιλή ή χοντρή σίτα. Η χρήση της ήτανε για να κοσκινίζουμε το αλεύρι και να το διαχωρίσουμε από το πίτουρο.


Κόφα (Κοφίνι)


Το κοφίνι ήτανε ένα εργαλείο απαραίτητο τόσο στις φάμπρικες όσο και στο τρύγο. Το παραδοσιακό κόφινι πλεκότανε πολύ σπάνια από βίτσες από λυγιά (=λυγαριά), είτε, το συνηθισμένο, από σφάκες (σφάκα είναι η πικροδάφνη εξαιτίας της πικρής της γεύσης). Κάθε κλαδί σφάκας, 1 μέχρι 1,5 μέτρα μακρύ, σχιζότανε σε δυο μισά, και πλεκότανε το κοφίνι.


Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΛΙΑ ΟΙΚΙΑΚΑ ΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ.

ΠΑΛΙΑ ΟΙΚΙΑΚΑ ΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ.Παλιά οικιακά σκεύη του χωριού.





Η Γκαζόλαμπα

Τώρα, θα απορήσουν πολλοί, και με το δίκιο τους και μπορεί να αναρωτηθούν τι είναι αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία, αλλά όσοι μένουν με την απορία θα είναι σίγουρα κάτω από 50
Το επίκαιρο αντικείμενο του θέματος, αυτή η «Γκαζόλαμπα» μάλλον τούς είναι άγνωστη, εκτός κι’ αν την είδαν κρεμασμένη σε κάποιο καρφί στο πατρικό τους σπίτι και στην ερώτησή «τι το θέλουμε αυτό;» πήραν την απάντηση: «άστην εκεί,μπορεί να χρειαστεί άμα κοπεί του ρεύμα» και εκεί έμεινε η απορία τους.

Για τους μη γνωρίζοντες λοιπόν αυτό το παράξενο γυάλινο αντικείμενο είναι μια συνταξιούχος πλέον Γκαζόλαμπα, από εκείνες τις πάλαι ποτέ γνωστές και απαραίτητης συσκευές σε κάθε σπίτι.

Έτσι από το ράφι του σπιτιού μας κοιτάζει με απορία, αναπολώντας σίγουρα τα μεγαλεία και τις στιγμές που έζησε πριν να την παραμερίσει η πρόοδος. Τότε που ήταν απαραίτητη σε γλέντια και ξενύχτια σε αρραβώνες και γάμους σε προξενιά και νυχτέρια, και σε στιγμές μεγαλείου που έζησε ως μάρτυρας με υψωμένη τη φλόγα στα νυχτερινά γεννητούρια και στο «αφαλόκομμα» και με χαμηλωμένη τη φλόγα και ακόμα και σβηστή, στην πρώτη και σε πολλές επόμενες νύχτες στα νιόπαντρα ζευγάρια.

Η Γκαζόλαμπα ήταν η μόνη πηγή φωτός κατά τη νύχτα στο χωριό, και μ’ αυτήν φεγγόμασταν τη νύχτα, μ’ αυτήν διαβάζαμε και συντροφιά μ’ αυτήν με κατεβασμένο το φιτίλι και τη φλόγα χαμηλωμένη-να μη κάψει πολύ πετρέλαιο-μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Τότε κοιμόμασταν από τις 10 και όχι μόλις τελειώσει το Survivor ή το The Voice!

Η Γκαζόλαμπα μας συντρόφεψε χρόνια και χρόνια, αφού ήταν η μοναδική πηγή φωτισμού. Μ' αυτήν διαβάζαμε τις νύχτες, γράφαμε τα μαθήματά μας, κι’ αυτή την Γκαζόλαμπα βρίσκαμε να μας περιμένει χαμηλωμένη στο τραπέζι δίπλα στο σκεπασμένο πιάτο με το φαγητό, όταν αργούσαμε να γυρίσουμε σπίτι.

Δεν μπορούσες βέβαια να σηκώσεις το φιτίλι πολύ και να υπερθερμάνεις με τη φλόγα το λαμπογυάλι γιατί αυτό το λαμπογυάλι ήταν το ευαίσθητο σημείο της Γκαζόλαμπας. Ήταν το μόνο που μπορούσε εύκολα να σπάσει και τρέχα στον μπακάλη να πάρεις άλλο, και όσες φορές έσπαγε πως τύχαινε πάντα νάναι νύχτα και άντε να βρεις. Έτσι σε παρόμοιες δύσκολες περιπτώσεις, καταφεύγαμε στα γκαζοκάντηλα και κεριά και αν δεν υπήρχε λόγος σοβαρός να κυκλοφορήσουμε εντός και ιδίως «εκτός» σε στάβλους ή προς «ανάγκην» περιοριζόμασταν στο σκοτάδι μέχρι να ξημερώσει. Σημειωτέον η τουαλέτα βρισκόταν έξω από το σπίτι. Την επισκεπτόσουν ακόμα και με -10 βαθμούς. "Ανεπανάληπτα" χρόνια.

Βέβαια η εναλλακτική λύση ήταν η δεύτερη Γκαζόλαμπα που πάντα υπήρχε στα περισσότερα σπίτια, αλλά το λαμπογυάλι, πάντα ήταν το κατεξοχήν αντικείμενο που το χειρίζονταν και το καθάριζαν με πολλή προσοχή. Στην Γκαζόλαμπα συνέβαιναν και «ατυχήματα» από το σπάσιμο και την ολική απώλεια, μέχρι το ξεκόλλημα της «μηχανής».

Βέβαια για να λειτουργήσει η Γκαζόλαμπα και να αποδώσει τη μέγιστη δυνατότητά της έπρεπε το λαμπογυάλι να είναι καθαρό, και κάθε μέρα το έπλεναν με σαπουνάδα, και όταν ήταν πολύ μουντζουρωμένο, το καθάριζαν με ένα πανί που έβαζαν μέσα, και το στριφογύριζαν μέχρι να γίνει λαμπίκος.

Υπήρχε όμως και ένα μοναδικό «μέτρο ασφαλείας» θα το έλεγα για το λαμπογυάλι, και δεν ήταν τίποτα άλλο, από ένα πιαστράκι που το έβαζαν στην πάνω μεριά του λαμπόγυαλου, ένα πιαστράκι απ’ αυτά που συγκρατούν οι γυναίκες τα μαλλιά τους, και τόβαζαν για να εμποδίσει την ξαφνική υπερθέρμανση και να αποφύγει το μοιραίο σπάσιμο.

Δεν είναι γνωστή η Γκαζόλαμπα στους νεότερους, αλλά αυτή η ταπεινή λάμπα, σημάδεψε μια εποχή, αφού δεν υπήρχε τα χρόνια εκείνα τίποτα άλλο για να μπορείς να βλέπεις, να διαβάζεις, να κεντάς, να πλέκεις, να κάνεις τις δουλειές στο σπίτι τη νύχτα, να σε συντροφεύει στα ξενύχτια και στα νυχτέρια.

Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να γράψεις και να διαβάσεις, ακόμα και να δεις.

Και από όσο θυμάμαι, στο Δημοτικό, με την Γκαζόλαμπα διάβαζα, και μ’ αυτήν έγραφα. Μέχρι που πριν από 50 περίπου χρόνια, ήρθε το ρεύμα στο χωριό και οι λάμπες κρεμάστηκαν στο καρφί γιά πάντα.

Το λες, αναμνήσεις; Το λες, καλές εποχές; Το λες, δύσκολες εποχές; Όπως κι αν το πεις, οι θύμησες άλλοτε σε πληγώνουν και άλλοτε σου θυμίζουν αμείλικτα, το πως και από που ξεκίνησες!

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ-ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ



Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ πριν το 1970Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ πριν το 1970


Παιδική Ζωή

Τα παιδικά και νεανικά χρόνια των αρχών του 20ου αιώνα στο χωριό μας ήταν χρόνια στέρησης, ανέχειας και δουλειάς αλλά και χρόνια ξένοιαστα ευτυχισμένα και χαρούμενα.
Ο σκληρός αγώνας για επιβίωση μπορεί να δυσκόλευε τη ζωή αλλά έδινε νόημα στην ύπαρξη. Το μικρό έδινε χαρά και το λίγο ικανοποίηση.
Έσφυζαν οι δρόμοι και οι αλάνες από τις χαρούμενες φωνές των παιδιών.
Πρωί – πρωί με το ταγάρι στην πλάτη και τη σφεντόνα στην τσέπη έτρεχαν για το σχολείο.
Τα ρούχα τους δημιούργημα της νοικοκυράς – μάνας φτωχικά, αλλά πάντοτε καθαρά.
Πολλές φορές ήταν μπαλωμένα τα «ντρίλινα» κοντά παντελονάκια με τα ριγέ πουκαμισάκια ή τις πουκαμίσες, οι ζακέτες και τα γιλέκα ήταν πλεγμένα με τις βελόνες.
Τα παπούτσια τους – αν είχαν – ήταν φτιαγμένα από τον τσαγκάρη με σκληρό δέρμα για να αντέχουν τις κακουχίες.

Τα αγόρια που δεν πήγαιναν σχολείο βοηθούσαν τον πατέρα τους στις γεωργικές δουλειές και τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι με τη μάνα και τη γιαγιά μαθαίνοντας το νοικοκυριό.

Τις Κυριακές, τις σχόλες και το καλοκαιράκι (όταν τέλειωναν τον θερισμό) σαν μελίσσι ξεχύνονταν στους δρόμους, στις αλάνες, στα χωράφια και έπαιζαν με την ψυχή τους.

Τα παιδιά μάθαιναν το φυσικό κόσμο εξερευνώντας το χώμα, το νερό, τη λάσπη, τις πέτρες, τα δέντρα, τα λουλούδια, την άμμο. Μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους – ήχους, χρώματα, γεύσεις. Τα γόνατα και το κεφάλι ήταν πάντα πληγιασμένα αλλά με λίγο χώμα – ως αντισηπτικό – συνέχιζαν πάλι το παιχνίδι

Παιδικά παιχνίδια

Από έρευνες που έχουν δημοσιευθεί υπολογίζεται ότι τα παιχνίδια της προπολεμικής εποχής έφταναν περίπου τα 200! Σχεδόν άγνωστα στα σημερινά παιδιά κινδυνεύουν να χαθούν από την πυκνή ομίχλη του χρόνου.
Οι ψυχολόγοι χαρακτηρίζουν το παιδικό παιχνίδι τροφή και ανάσα ψυχής, γιατί παρέχει στο παιδί την αίσθηση της αυτάρκειας και της ασφάλειας. Και όχι μόνο. Τονώνει την αυτοπεποίθησή του, εκφράζει τα συναισθήματά του, μετράει τις αντοχές του, καταπολεμά τις φοβίες του, αναπτύσσει τη νοημοσύνη και τη φαντασία του, καλείται να προσαρμοστεί σε όρια και σε κανόνες, καλλιεργεί την υπομονή και το σεβασμό.Μαθαίνει να αυτοπειθαρχεί. Το παιδί παίζοντας συγκρούεται και υποχωρεί νικάει και χάνει, χαίρεται και λυπάται, κλαίει και γελάει.
Το παιδί παίζοντας…ΖΕΙ.
Κάνω μια προσπάθεια να καταγράψω τα παιδικά παιχνίδια αφενός για να τα θυμηθούν οι παλιότεροι, αφετέρου γιατί έχουμε μια κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγμή τα παιδιά θ’ αρχίσουν πάλι να τα παίζουν. Δεν υπάρχουν βέβαια αλάνες και ήσυχοι δρόμοι αλλά υπάρχουν προαύλια σχολείων και οργανωμένα γήπεδα που μπορούν οι δάσκαλοι να τα διδάξουν στα παιδιά.
Σε πολλά σχολεία της Ελλάδας έχει γίνει αυτό και έχει πετύχει απόλυτα.
Γιατί όχι και στα δικά μας σχολεία;
Τα παιχνίδια της νηπιακής ηλικίας αποσκοπούσαν στο να μάθουν τα μικρά παιδάκια τα μέρη του σώματός τους αλλά και για να τους αποσπάσουν ένα χαρούμενο γελάκι.

Ενδεικτικά καταγράφω:
•Κου πε πε
•Τσίμπι – τσίμπι το λεπτό, το παπά το σιγανό
•Πάει ο λαγός να πιει νερό στου παιδιού μου το λαιμό
•Γύρω – γύρω εκκλησούλα…
•Έχω μια σαρδελίτσα
•Γύρω – γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης, χέρια – πόδια στην αυλή, όλοι κάθονται στη γη
•Το τηλέφωνο
Φυσικά θα υπάρχουν και άλλα πολλά που ο χρόνος δυστυχώς τα έχει σβήσει από τη μνήμη μας.
Τα παιχνίδια με αυτοσχέδιες κατασκευές ήταν τα πιο όμορφα και διασκεδαστικά γιατί ήταν γεννημένα και δημιουργημένα μέσα από την παιδική φαντασία. 
Ήταν φτιαγμένα από «άχρηστα» υλικά ή οτιδήποτε έβρισκαν γύρω τους.
Πολλά απ’ αυτά έχουν τις ρίζες τους στην Αρχαία Ελλάδα.


Μερικές απ’ αυτές τις κατασκευές ήταν:
•Το ξύλινο πατίνι
•Τα αυτοκινητάκια που κατασκεύαζαν με σύρμα και καρούλια από κλωστές αντί για τροχούς
•Ο αποκριάτικος χαρταετός από εφημερίδες, καλάμια και ζυμάρι
•Η σφεντόνα για τα πουλιά και τους … τενεκέδες
•Ξύλινες κατασκευές όπως ξυλοπόδαρα, σπαθιά, όπλα και άλλα
•Η ρόδα με το στεφάνι του βαρελιού ή παλιό λάστιχο αυτοκινήτου
•Η ξύλινη σανίδα με ρουλεμάν (σημερινό skateboard)
•Η τραμπάλα, ξύλινη τάβλα με δύο μεγάλες πέτρες στο κέντρο
•Καραμούτζες – σφυρίχτρες από κουκούτσια βερίκοκου και φλογέρες από καλάμι
•Τόπι από πανιά
•Κούκλες από πανιά και νήματα
•Κούνια ξύλινη δεμένη στο πεύκο με σχοινί (αρχ. αιώρα)
•Χαρτοκατασκευές με εφημερίδες (καραβάκι, σαΐτα, τετράγωνα και άλλα)
•Η ρόδα (σ’ ένα χοντρό σύρμα έδεναν ξύλινη κουβαρίστρα ή κουτάκι κονσέρβας και το έτρεχαν).
Η ευρηματικότητα, ο αυτοσχεδιασμός και η φαντασία των παιδιών τα έκανε να επινοούν και άλλα «παιχνίδια» όπως:
•Καλαμοδρομίες με καλάμια στη θέση αλόγου
•Τσουβαλοδρομίες – αγώνες μέσα σε τσουβάλια
•Αναρριχήσεις στα δέντρα
•Ο πετροπόλεμος που φυσικά δεν ήταν παιχνίδι αλλά μια μάχη με πολλούς τραυματίες
•Το σχοινί (αρχ. διελκυστίνδα)
•Σκοποβολή με πέτρες

Χρησιμοποιούσαν ό,τι έβρισκαν στο σπίτι, στο δρόμο στα χωράφια όπως κουμπιά, πέτρες, πέταλα αλόγων, καπάκια μπουκαλιών, δεκάρες.
Αγαπούσαν πολύ τα ζώα του σπιτιού και έπαιζαν μαζί τους. Τα γαϊδουράκια ήταν τα αγαπημένα τους.
Υπήρχαν παιχνίδια που παίζονταν μόνο από κορίτσια και άλλα που παίζονταν μόνο από αγόρια.
Τα περισσότερα όμως ήταν ομαδικά«Πάμε για παιχνίδι;» 

Παιδικά παιχνίδια για κορίτσια ήταν:

•Το κουτσό
•Πετάει – πετάει
•Το δακτυλίδι
•Περνά – περνά η μέλισσα
•Βιολέτα – τσιγκολελέτα
•Δεν περνάς κυρά – Μαρία…
•Ένα λεπτό κρεμμύδι
•Το σχοινάκι
•Κούκλες – τις έραβαν, τις έντυναν, τις έλουζαν, τις χτένιζαν, τις  βάπτιζαν και τις πάντρευαν.
•Η μικρή Ελένη
Στα κοριτσάκια άρεσε να παίζουν τις νύφες, τις κουμπάρες να φτιάχνουν σπιτάκια και νοικοκυριό με διάφορα «λιλιά» (αντικείμενα σπασμένα).

Παιδικά παιχνίδια για αγόρια ήταν:

•Τα κότσια
•Η σβούρα
•Οι βόλοι (πριν τον πόλεμο χωμάτινοι – αργότερα γυάλινοι και έπαιζαν γκαζιές)
•Κλέφτες και αστυνόμοι
•«στάκαμαν» με ξύλινο όπλο
•καραγκιόζης
•μακριά γαϊδούρα 
Σχετική εικόνα

Τα ομαδικά παιχνίδια ήταν τα πιο όμορφα και διασκεδαστικά:
Σχετική εικόνα
•Το κρυφτό
•Το κυνηγητό
•Η κολοκυθιά
•Λύκε – λύκε είσαι εδώ;
•Μπίζ
•Τρίλιζα
•Πεντόβολα 
•Τα μήλα
•Η τυφλόμυγα 
•Βαρελάκια ή σκαμνάκια
•Το ξυλίκι
•Το πετάει – πετάει ο γάϊδαρος
•Τα αγάλματα 
•Το κορόιδο
•Η πινακωτή – πινακωτή
•Το αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό

Αυτά τα παιχνίδια έπαιζαν τα παιδιά της προπολεμικής και μεταπολεμικής γενιάς στο χωριό μας.
Δεν είναι πιθανώς όλα, αλλά αυτά θυμηθήκα.
Τα κατεγράψα με πολλή αγάπη και νοσταλγία για τα χρόνια και τη νιότη που έφυγε.
                                             
Προσπαθήσα να συγκεντρώσω και να διατηρήσουμε στη μνήμη μας-σας μερικά χαρακτηριστικά «στιχάκια» ή «στιχομυθίες» 
των παιδικών μας παιχνιδιών και σας τα ξαναθυμίζω με την ελπίδα και την ευχή να «γίνουμε πάλι παιδιά»

Τα στιχάκια κρυφτού – κυνηγητού
Α – μπε – μπα – μπλομ
Του  κι – θ ε – μπλομ
Α  μπε – μπα – μπλομ
Του – κι – θε – μπλομ
Μμλιμ – μπλομ

Ανέβηκα στη πιπεριά
Να κόψω ένα πιπέρι
Κι η πιπεριά εθύμωσε
Και μου ‘κάψε το χέρι

Σαν θα πας εκεί
Στη Βόρεια Αμερική
Θα δεις τον Ερμή
Να παίζει μουσική
Με το κόκκινο σκουφί (ή βρακί)
«βγαίνεις και τα φυλάς»

Ντο-ρε-μί  φασόλα – μου φυγε η σόλα
Πήγε στο Παρίσι – να παραθερίσει
Κι όταν θα γυρίσει – θα ξανακολλήσει
Στο παλιό παπούτσι – που’ χε ξεκολλήσει

Αλάτι ψιλό – αλάτι χοντρό
Έχασα τη μάνα μου – και πάω να τη βρω
Παπούτσια δεν μου πήρε – να πάω στο χορό

Πινακωτή – πινακωτή
Από το άλλο μου τ’ αυτί
Γιατί ‘ναι η μάνα μου κουφή
Απ’ το άλλο της τ’ αυτί
Μου ‘πε ο Βασιλιάς
Να μου δώσεις ένα αρνί
Διάλεξε και πάρε

Ένα λεπτό κρεμμύδι γκέο Βαγκέο
Ένα λεπτό κρεμμύδι, φράξε Βαγκέο
Και τι θε να το κάνετε, γκέο Βαγκέο (δις)
Θέλω να το παντρέψω γκέο Βαγκέο
Να το νοικοκυρέψω φράξε Βαγκέο
Και ποιόνε της δίνετε γκέο Βαγκέο (δις)
Τις δίνουμε έναν ναύτη που όλο μύγες χάφτει (δις)
Αυτόνε χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας (δις)
Της δίνουμε μπακάλη που τρώει ελιές και λάδι
Κι αυτόνε χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας (δις)
Της δίνουμε έναν γέρο που χρόνια τονε ξέρω
Κι αυτόνε χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας
Της δίνουμε πριγκιπόπουλο με το σπαθί στο χέρι
Της δίνουμε το βασιλιά με δώδεκα κορόνες
Αυτόνε τονε θέλουμε και τον παρακαλώμε (δις)

Έτσι κλείνει το προξενιό και η ομάδα Β΄ στέλνει τη 
νύφη στην Α΄ ομάδα
Η ομάδα Α΄ αρχίζει να προκαλεί

Α΄ Σας πήραμε, σας πήραμε μια όμορφη κοπέλα
Β΄ Μας πήρατε, μας πήρατε μια παλιοκατσιβέλα
Α΄ Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί Κωνσταντινάτο
Β΄ Μας πήρατε μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο
Α΄ Σας πήραμε, σας πήραμε ένα τσουβάλι λίρες
Β΄ Μας πήρατε μας πήρατε ένα τσουβάλι ψείρες.

Στο τέλος οι συγγενείς «συμφιλιώνονται» και κάνουν έναν κύκλο γύρω από  «τη νύφη» και το «γαμπρό».
Γενιές ολόκληρες παιδιών μεγάλωσαν με τα τραγουδάκια αυτά που διασώθηκαν από στόμα σε στόμα μέσα στο χρόνο.
Τα τραγούδησαν, τα έπαιξαν τα χόρεψαν.
Η μεγάλη αγάπη των παιδιών γι’ αυτά τα κάνει κλασικά και διαχρονικά.


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟΣ-ΜΑΘΑΙΝΩ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟ ΣΕΡΡΩΝ


TAXIDIOTHS


ΜΑΓΚΑΛΙ-ΤΖΑΚΙ-ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ

ΜΑΓΚΑΛΙ-ΤΖΑΚΙ-ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ

  Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα





Η θέρμανση του φτωχού.

Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση όπως σήμερα. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο με την αύξηση της τιμής του έχει γίνει χρυσάφι!
Μαγκάλι, είναι ένα δοχείο για κάρβουνα, συνήθως με τη μορφή όρθιου ή κρεμαστού μπολ, τραπεζιού ή κουτιού, που χρησιμοποιείται για την καύση στερεών καυσίμων, συνήθως κάρβουνου. Κατασκευάζονταν από χαλκό, σίδηρο, μαντέμι, ακόμα και από πηλό. Το μαγκάλι παρείχε κυρίως θερμότητα, μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί και για το μαγείρεμα ή και για πολιτιστικές τελετές και εκδηλώσεις.
Το άναβε συνήθως η γιαγιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Το άναμμα γινόταν έξω από το σπίτι και όταν τα κάρβουνα ήταν έτοιμα το μετέφεραν μέσα κρατώντας το με προσοχή (για να μη καούν) από τα χερούλια. Μαζευόταν γύρω του τα παιδιά για να ζεσταθούν αλλά και για να ακούσουν κάποια ιστορία ή κανένα παραμύθι από τη γιαγιά. Η γιαγιά τα χρόνια εκείνα ήταν η σημερινή Wikipedia. Τα ήξερε όλα! 
Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, χωρίς μεγάλη εμβέλεια αλλά και πολύ επικίνδυνη. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ στο χάλκινο μπρίκι και επάνω από το μαγκάλι έψηναν που και που κανένα κοψίδι, καμιά ρέγκα ή φέτες ψωμί. Δυστυχώς όμως, αρκετές φορές τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) σκοτώνοντας ολόκληρες οικογένειες! Όσοι το γνώριζαν, το έβγαζαν έξω από το σπίτι πριν πάνε για ύπνο.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται πολύ σπάνια. Το συναντάμε σε παραδοσιακά σπίτια ως διακοσμητικό στοιχείο σε κάποια γωνιά του σαλονιού.


...και έπεται συνέχεια για τις παλιές οικιακές συσκευές!

ΤΖΑΚΙ
Άναψε το τζάκι στο πατρικό σπίτι…η μάνα θα έχει ήδη ετοιμάσει τα πρώτα ξύλα..να μην χρειάζεται να βγαίνει μέσα στο κρύο…η πυροστιά θα είναι έτοιμη να ζεστάνει νερό αν χρειαστεί…ενώ τα κάρβουνα θα ψήσουν την πίτα που θα φτιάξει την Κυριακή με όλη εκείνη την μαεστρία που δεν την φτάνουν οι καλύτεροι μάγειροι του κόσμου…γλυκόπικρες αναμνήσεις…

Αφιερωμένο στη γυναίκα Αγρότισσα

 

Γυναίκα αγρότισσα: 
Δύο λέξεις με πολλαπλούς ρόλους. Η μεγάλη της προσφορά μοναδική, η αξία της διαχρονική, ο ρόλος της πολύπλευρος. Μητέρα, σύζυγος, νοικοκυρά, μαχητής της ζωής, πρωταγωνιστής της αγροτικής οικονομίας. Όλοι τιμούμε τη μάνα αγρότισσα. Όλες οι μάνες είναι ίδιες, αλλά η αγρότισσα μάνα έχει κάτι το διαφορετικό. Και όσοι έχουμε γεννηθεί από αγρότισσες μητέρες, σε δύσκολους καιρούς και σε καιρούς φτώχειας, το νιώθουμε καλύτερα. Η γυναίκα αγρότισσα ασκούσε ρόλο πολύπλευρο, σημαντικό και καίριο στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Εργαζόταν στο χωράφι αλλά και στο σπίτι. Στο βουνό και τον κάμπο. Στην παγωνιά και στον καύσωνα. Ανέτρεφε με πολλές δυσκολίες τα παιδιά της. Πάλευε για να προσφέρει σε όλους γύρω της. Σε καιρούς καλούς και σε καιρούς δύσκολους. Σε περιόδους ειρηνικές και σε περιόδους που η πατρίδα μας αγωνιζόταν για την ελευθερία μας….. Τιμούμε κι εμείς με τη σειρά μας τη γυναίκα αγρότισσα που εργάζεται σκληρά εδώ και αιώνες, στην αγροτοποιμενική κοινωνία,η σκλάβα της υπαίθρου,η γυναίκα που όργωσε με τα νύχια, έσπειρε και πότισε τη γη με δάκρυα,και θέρισε καρπούς,τον ιδρώτα της, στη φλεγόμενη καρδιά της αγροτικής γης…..