Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Η Κοκκινοκατσιουλού-Η Κοκκινοσκουφίτσα

Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ,
(Η διασκευή στα Θρακιώτικα έγινε από κάτοικο της Ξυλαγανής)



Κι απου λέτει ήταν μια φουρά κι κάναν κιρό, ένα έμουρφου κουρτσούδ' απ' έμνισκνι μι τ' μανα τ κι του μπαμπά τ σια πέρα κατ' αρπαλίκια. Άντα γιόρταζει τα πέρσι, η μάνα τς τν εκανη δώρου μια κατσιούλα κόκκινη(τιφτίκια). Κι αυτήν δεν τν έβγαζη που ψλα τς κι τα αλλά τα πιδιά τν έβγαλαν Κοκκινοκατσιουλού.

Μια μέρα τλέει η μάνατς:

-Έλα δω μαρή μαλάμου, έφκιασει κάκου μ' σασόπτις, παρτι τς μι τουν ταβά κι σύρει να τσ πας στ'μπάμπους, στουν άλλου τουν μαχαλά, να τδγεις τι φκιαν κιόλας.

-Αι σάνι φκιάσει λίβρα, άμα είνη να προυφτάσου για θα νυχτώσ', έκρινει η μουκρή.

Κι ετς ήνκει,πήρει τουν ταβά κι κίνσει για τ'μπάμπου τς.

Στου δρόμου που παρπατούση, είδγε ένα σουρό ζούζουλα κι ουρνίθια κι ούλα τ χιριτούσαν. Τι λαγοί, τι αγκουστέρις, τι αχιλώνις, τι ζιαμπέοι, τόία ,τσιόνια, όλα τ χαίρουνταν κι δε νι σκιάζουνταν χιουτς.!

Εδ ικεί που παρπατούσι, έστριψαν τ' άντερα τς κι τν ιέκουψη τσίρλα, μπιριντέμπιρι έκατσι παπ κατ που μια γκουρνιτσιά να χέσ΄ κι χάλεβε που ψλα. Τότι άκσει φουρλατό τρουγύρου κι τα πλια κι τα ζούζουλα πήραν να φεύγαν και σήκωσαν τρανό γκιουρουντί.

-Τι έίνη τώρα , νούνσει η κοκκινοκατσιουλού.

Ύστρα γυρνάει που τν άλλη κι να τους λύκους. Λαχτάρσι του κουρίτσι,χέσκι κόμα μια βολά ψλά τς!!.

-Ω λε λε κα!!! εσκουξι.. Σια δω λύκους, σια κει λύκους, μον αυτός στεκ' μπρουστάτς κι νι τράει.Τηντώνει τα αυτιά τ κι τ λέει:

-Σια που καρλάντσης κορτσάρα μ' μον' μαναχιάς στ' αρμάνια?

-Παένου στ' μπάμπου μ σασόπτις για να ντιρλικόσ',ισένα τι σι κοφτ?

-Αααα, σάνι να παένς στου καλό κι να τν πείς τα δέοντα. Άιντι φέγου τωρα. Πρόγκα κι συ.

Το κουψει κα τουν ανήφουρου λύκους, κι του κουρίτσι έβγαλι του μπαρντούκι του κι ζαμάκουσι δυο γκλατανσιές νιαρό απου τ λαχτάρα τς. Απ'εκ ,κίνσει πάλι που την πατέκα κι δεν σταμάτσει ντιπ. Ναι μα λύκους κόμα σάρπκους, προφτασει πήγει στο σπίτ τς μπάμπους. Νι γέλασι τ'μπάμπου, τάχα ήταν η Κοκκινοκατσιουλου κι εικίν η λαφριά τουν άνξει. Νι τραβάει που λέτη μια μαμαλίκα,πάει μπάμπου ίσια στην κλοιάτ! Ταβράντση παλιόλυκους....Ύστρα γκούρλουσαν ματάρις τ απ'του φαί κι τζιαλντούμιξει στου κριβάτ να παρ ένα νουμπέτ' ύπνου.

Κάναν κιρό,φάνκι κι κοκκινοκατσιουλού κι βρουντάει την πόρτα.

-Ε,μπάμπου! που είσει μα??

Σκώνιτει η λύκους,κι αυλαντάει απ'του παραθύρ κι νουνίζι...

-Τι να φκιάσου να τν φαου κι αυτό του γκουλισιάν'? Στέκα να βάλου τσ'μπάμπους την τσούκνα , τ'σαλταμάρκα και τ' μαντίλα να νι γιλάσου.

Βαζ τ'φούστατς,του πκάμσου την καβαδουράτη,τ'σαλταμάρκα τς, τν μαντήλα κι τα ματογυάλια κι κρένι μι ψλή φουνή όσου μπουρούσει:

-Έλα μέσα καλό μ', ανοιχτά είνι…

Μπήκει η Κοκκινοκατσιούλου ,τράει καταϊ στου κριβάτι,μπάμπου στεκει κλουριασμένι απάν στουν τσαβελά.

-Τι είνη μα,τι κλουριάσκις καταϊ? Αι σήκου σε έφιρα σασόπτες.

-Δεν μπουρού μπρε γκζάνιμ, αντραλίσκα κι κλουήρσα!

-Καλά μα,τι γκάγκα είνη αυτή πωχς?? Σα μαντζάνα είνκη!

-Για να μπουρώ να συ μουσκίζου κόμα καλά!

-Αμ τα γκαβάς,τι τα γκούρλουσης ετσ'α δα, γκαβάθκις κι άλλου?

-Για να γλέπου του πατσιάς τουν έμορφου λο καλά μπρε κουρίτσι μ!

-Αμ δουντάρης,θαρείς κι είνη σκλύσιης! Να μην έβαλης τρανήτηρ μασέλα μα? Τι νη θέλς?

-Για να σι ντριρλικώσου μα!..Κι νη τραβάει μια γκλατανσιά κι πάει του γκζάνι ίσια στ μπρούσκα τ! μια χαψιά κι αυτήν τν έκανι.

-Γάμσα τ'μάνα,έκανι λύκους. -Θέλ' να ουζαντίσου καμοσούτσκου,δα λα πάρω κάνα δυό νουμπέτια ύπνου! Δα λα σκάσου πτου φαί! ζουρλαντήσκει σκιμπιά μ.

Κι γερλέχτση στου κριβάτι κι πήρι να ρικαλίζει.

Ύστρα που καμιά ώρα,φάνκει στου σπίτ τσ'μπάμπους ένας κυνηγός λουπράνς, που γύρζι στου χουριό νησκός κι μπιτ κυνήγι δεν κβαλούση, ναι τόϊα βρίκη, ναι λαγοί,ναι τίπτα.

-Τέκα λέει να σταθού λίγου στην τέτου μ να πιού έναν καφέ κι ύστρα παένου στου χουριό, γιατί μπιζέρσα ουλ'μέρα να ντρέχου, λιάσκει κουρφήμ.

-Τέτου!!Που είση μα?, ……Δα κμάτει, σκέφκει. Κτάει απ του παραθύρι, τι να δγεί: παλιόλύκους μη τη σκιμπιά νταούλι ψλά στου κριβάτ κι κμάτη! Πθινά δ ένη μπάμπου!. Α συ γαμίσου για παλιόλυκου,νουνίζει!

Μπαίνει μέσα κυνηγός , τουν τφικάει μια στην πουρίδατ, άνοιξι αυτή τς΄ έχεσει κι τσι δυό, γιαγιά κι αγγουνή φάνκαν που τ'λύκου τουν κώλου!

-Κιαρατά του κουπούκ σ',μας ντιρλίκουσει κι χαμπάρ' δεν πήραμει!Να φάει τουν πατσιάτ να φάει! Είπη μπάμπου....μεσ στν αντράλα τς.

Χάρκαν όλοι μαζί έκατσαν έφαγαν τ' σασόπτις κι πέταξαν του λύκου στην κουπρά.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι μεις κόμα καλα !! .... μπίτσει!