Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Παιδικά Θρακιώτικα παιχνίδια


Με ποιες δραστηριότητες ασχολούνταν τα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια, στον ελεύθερό τους χρόνο στα μέσα του περασμένου αιώνα; Ποια παιχνίδια έπαιζαν τις μέρες του χειμώνα που δεν είχαν αγροτικές δουλειές, τα βράδια όταν επέστρεφαν από τη βοσκή των ζώων, τις Κυριακές μα και τις γιορτές; «Τις Κυριακές και τις γιορτές μαζευόμασταν συνήθως κατά γειτονιές και τραγουδώντας με το στόμα ή ακούγοντας το γραμμόφωνο, αν υπήρχε κάποιο, χορεύαμε.

Εμείς τα κορίτσια ασχολούμασταν κυρίως με το πλέξιμο και το γνέσιμο τις βραδιές καθιστά δίπλα στη γιαγιά και τη μάνα μας. Δεν είχαμε πονηριά, δεν είχαμε κακία, δεν είχαμε ζήλεια», λέει η γιαγιά Σίσκογλου Δήμητρα από τα Δίκαια του Δήμου Τριγώνου. «Τις Κυριακές παίζαμε «το τζαμί» και «το τσαλίκ» καθώς «το μπιζ» όπως και «το σκλαβάκι» σε δρόμους, σε σοκάκια, στην πλατεία του χωριού, μα και όταν πηγαίναμε τα ζώα στα χωράφια για να βοσκήσουν» αναφέρει ο κάτοικος της Βρύσης Διδυμοτείχου Παπαδόπουλος Πολυχρόνης, ο οποίος συμπληρώνει: «Τα παιχνίδια που αναφέρω παίζονταν ομαδικά. Σπάνια συμμετείχαν σ? αυτά τα κορίτσια». Υπήρχαν κι άλλα παιδικά παιχνίδια με τις ακόλουθες ονομασίες: «κατ-κουτ», «πέρνιτσα», «σκοβακάτα», «σεκτιρμέ», «μακρινή γαϊδούρα», «το δαχτυλίδι», «το μαντηλάκι», «η ζύμη» κλπ? Στο παρόν δημοσίευμα παρουσιάζονται σχεδόν όλα που αναφέρονται παραπάνω, για να μην λησμονηθούν στο διάβα του χρόνου. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό είναι η εξής διαπίστωση: στη γεωγραφική περιοχή του Νομού Έβρου υπάρχουν ή πιο συγκεκριμένα υπήρχαν παλιότερα παιχνίδια τα οποία, εκτός από ορισμένα, διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή ή από χωριό σε χωριό, άσχετα αν οι χιλιομετρικές αποστάσεις είναι ή ήταν μικρές. Το παιχνίδι λόγου χάρη «τσιλίκ» ή «τσαλίκ» εμφανίζεται από τη μια άκρη μέχρι την άλλη του Νομού Έβρου.

«Τσιλίκ ή Τσαλίκ»

«Γύρω στο 1956 φοιτούσαμε στο δημοτικό σχολείο της Βρύσης Διδυμοτείχου, το οποίο ήταν μονοθέσιο, περίπου 70 παιδιά και είχαμε έναν δάσκαλο. Τις Κυριακές συνήθως παίζαμε το «τσιλίκ» και το «τζαμί». Για να παίξουμε το παιχνίδι που λέγεται «τσιλίκ» φτιάχναμε δύο ομάδες οι οποίες κυρίως αποτελούνταν από αγόρια. Πολύ σπάνια συμμετείχαν στις ομάδες αυτές και κορίτσια. Σε έναν ευρύ χώρο και σε μεγάλη σχετικά απόσταση παρατάσσονταν οι δύο ομάδες η μία απέναντι από την άλλη. Ο καθένας μας κρατούσε μια μακριά, του ενός και πλέον μέτρου, βέργα. Είχαμε και ένα κοντό ξύλο το οποίο ήταν πελεκημένο και στις δύο του πλευρές το οποίο το τοποθετούσαμε κάτω στη γη. Χτυπώντας το ελαφρώς με τη βέργα την οποία κρατούσαμε αυτό αναπηδούσε. Ξαναχτυπώντας το συγχρόνως προσπαθούσαμε να το πετάξουμε όσο πιο μακριά γινόταν. Το ίδιο φυσικά έκανε και η άλλη από τις δύο ομάδες. Νικητής ήταν η ομάδα εκείνη που έριχνε το «τσιλίκ», όταν ολοκληρώνονταν στο σύνολο τους οι προσπάθειες όλων των παικτών».

«Τζαμί»

«Για να παίξουμε το παιχνίδι αυτό δημιουργούσαμε δύο ομάδες αποτελούμενες από αγόρια και κορίτσια. Βρίσκαμε αρχικά δέκα κομμάτια κεραμίδια τα οποία τα τοποθετούσαμε το ένα πάνω στο άλλο. Έπειτα πέρναμε μια λαστιχένια μπάλα και προσπαθούσαμε από μια απόσταση εφτά περίπου μέτρων να χτυπήσουμε το «τζαμί». Αν το καταφέρναμε αυτό, άρχιζε αμέσως το κυνηγητό με τη μπάλα. Η ομάδα που έχανε κυνηγούσε με τη μπάλα την ομάδα η οποία κέρδιζε και η οποία, έχοντας και η ίδια στην κατοχή της μια μπάλα λαστιχένια προσπαθούσε να ξαναχτυπήσει το «τζαμί»».

Τα δύο ακόλουθα παιχνίδια το «σκλαβάκι» καθώς και το «μπιζ» παίζονταν από κορίτσια και αγόρια του χωριού Βρύση καθημερινά.

«Σκλαβάκι»

«Το παιχνίδι αυτό παίζονταν με δύο ομάδες. Σε απόσταση τοποθετούσαμε ένα συγκεκριμένο σημάδι. Έτρεχαν δύο παίκτες, ένας από κάθε ομάδα, προς το σημείο του σημαδιού και όποιος πρώτος το ακουμπούσε, δεν καίγονταν».

«Μπιζ»

«Μόνο αγόρια παίζαμε το παιχνίδι αυτό. Με το ένα μας χέρι κλείναμε τα μάτια μας να μην βλέπουμε και το άλλο χέρι μας το τοποθετούσαμε κάτω από την ωμοπλάτη του χεριού με το οποίο κλείναμε τα μάτια μας. Όλη η ομάδα μαζεύονταν τότε γύρω σου και κάποιος σε χτυπούσε. Αν έβρισκες αυτόν που σε χτυπούσε, τότε αυτός έπαιρνε την θέση σου».

Τα παραπάνω παιχνίδια όπως εισαγωγικά αναφέρω μου τα αφηγήθηκε ο κύριος Παπαδόπουλος Πολυχρόνης ή Χρόνης ο οποίος κατάγεται από το δημοτικό διαμέρισμα Βρύση του Διδυμοτείχου, μα ζει πάνω από τριάντα χρόνια στην Αλεξανδρούπολη.

Παιχνίδια, όπως το «κατ-κουτ», η «πέρνιτσα», το «σεκτιρμέ», η «ζύμη», η «σκοβακάτα» κ.α. ήταν κατ? εξοχήν παιχνίδια των αγοριών τα οποία παίζονταν στο χωριό Δίκαια του Δήμου Τριγώνου πριν από αρκετά χρόνια. Αυτά τα αφηγήθηκαν οι κάτοικοι των Δικαίων Κουκουγιαννίδης Παντελής και Παπαθεοδώρου Αθανάσιος.

«Κατ-κουτ»

«Όταν πηγαίναμε στα ζώα για να τα βοσκήσουμε παίζαμε ένα παιχνίδι που λέγονταν «κατ-κουτ». Για να ξεκινήσει το παιχνίδι αυτό γίνονταν κλήρωση. Ο επιλεγόμενος έπαιρνε στη συνέχεια μια βέργα και την τοποθετούσε ξάπλα στο έδαφος σε απόσταση δέκα μέτρων από τους υπόλοιπους. Αυτοί κάθονταν στη σειρά, κυρίως σε πλαγιά βουνού, για να κατρακυλούν οι βέργες του και προσπαθούσαν με τις δικές τους βέργες να χτυπήσουν τη βέργα εκείνη. Στη συνέχεια αυτός που επιλέγονταν πριν με κλήρωση υποχρεούνταν να μαζεύει τις βέργες και να τις ξαναμοιράζει».

«Σεκτιρμέ»

«Αυτό το παιχνίδι παίζονταν από 3 ή 4 άτομα. Ρίχναμε ψηλά στον αέρα μια βέργα την οποία, όταν αυτή έπεφτε προς τα κάτω στο έδαφος, κρατώντας στα χέρια μας μια τραγιάσκα, ένα τρουβά ή το σακάκι μας, προσπαθούσαμε να την πιάσουμε».

Τα ακόλουθα δύο παιχνίδια μου τα αφηγήθηκε και τα περιέγραψε η γιαγιά Σίσκογλου Δήμητρα που σήμερα ζει στον ακριτικό οικισμό Δίκαια. Τα παιχνίδια αυτά παίζονταν αποκλειστικά από κορίτσια στις αυλές, στις γειτονιές και στα σοκάκια, όταν υπήρχε ο σχετικός ελεύθερος χρόνος, αφού και οι εργασιακές υποχρεώσεις των κοριτσιών παλιότερα ήταν πολλές.

«Δαχτυλίδι»

¨Αρχικά φτιάχναμε έναν κύκλο αρκετές κοπέλες. Έπειτα έπαιρνε μία κοπέλα ένα δαχτυλίδι και γυρνώντας γύρω από τον κύκλο προσποιούνταν πως άφηνε το δαχτυλίδι στων κοριτσιών τη χούφτα. Μία άλλη κοπέλα την παρακολουθούσε προσπαθώντας να βρει που αφέθηκε το δαχτυλίδι. Όλο αυτό το διάστημα λέγαμε τραγουδώντας τα ακόλουθα λόγια: «Πουν? το, πουν? το το δαχτυλίδι» και κάποιες κοπέλες από τον κύκλο αποκρίνονταν: «Να το , να το το δαχτυλίδι. Κι όποιος το βρει θα ?ναι δικό του το δαχτυλίδι που φορεί». Τέλος η κοπέλα την οποία όριζαν για να βρει το δαχτυλίδι αν το έβρισκε το έπαιρνε».

«Μαντηλάκι»


«Κάναμε έναν κύκλο αρκετά μεγάλο. Μία κοπέλα κρατώντας ένα μαντηλάκι στο ένα της χέρι περπατώντας από πίσω μας, κάποια στιγμή, άφηνε το μαντηλάκι στα πόδια κάποιας κοπέλας. Αν η συγκεκριμένη κοπέλα καταλάβαινε ότι το μαντηλάκι βρίσκεται πίσω της το έπαιρνε και γυρνούσε η ίδια γύρω από τον κύκλο αφήνοντάς το πίσω από όποια κοπέλα αυτή ήθελε, η οποία αν δεν το αντιλαμβάνονταν τότε η κοπέλα που το άφησε πίσω της την πλησίαζε και τη χτυπούσε με το χέρι της στην πλάτη».

Αυτά είναι λίγα από τα παιδικά παιχνίδια τα οποία παίζονταν παλιότερα σε πολλά χωριά του Νομού Έβρου.




Το έθιμο της βασιλόπιτας


Μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του.Κάποια μέρα όμως, ένας στρατηγός-τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.

Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.

Οι χριστιανοί της Καισάρειας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα προσέφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του και διέταξε το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης. Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα!

Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας.

Τότε όμως, ο Δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ότι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Κάλεσε λοιπόν τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά.
Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί.

Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η βασιλόπιτα, αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη αυτού του Αγίου ανθρώπου.
Το έθιμο της Μπάμπως


‘Ενα από τα χαρακτηριστικότερα θρακικά έθιμα που τελείται και σήμερα σε πολλά μέρη του ‘Εβρου, είναι η «Ημέρα της Μπάμπως» (μέρα της Γρηάς). Κυρίως τελούνταν στη Βόρεια και την Ανατολική Θράκη, απ’ όπου οι πρόσφυγες το μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες.
Οι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, το έλεγαν «Μπάμπω Ντεν», από την Τουρκία «Μπάμπου Γκιουνού», ενώ όσοι ήρθαν από τα παράλια του Πύργου (Μεσημβίας Σουζόπολη), το έλεγαν «Μπαμπώτερα». Το έθιμο αυτό, τελείται στις 8 Ιανουαρίου, εορτή της Αγίας Δομνίκης, ή Δόμνης και σκοπό έχει την απόδοση τιμής στο πρόσωπο της γιαγιάς, η οποία συνέβαλε στη γέννα των παιδιών.
Η γιαγιά στην αρχαιότητα, λέγονταν μάμμη και ως έμπειρη στη ζωή, ήταν αυτή που με τη σοφία και την πείρα της βοηθούσε τις έγκυες στη γέννα. ‘Ετσι με τα χρόνια η μάμμη με την μετάθεση του τόνου έγινε μαμή και από γιαγιά απόχτησε τη σημασία της μαίας.
Στην Νέα Βύσσα και στα άλλα χωριά του Βόρειου ‘Εβρου όπου δεν υπάρχουν πια μαίες στα χωριά, η εκδήλωση γίνεται με την εξής λειτουργικότητα.
Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου, η κάθε γυναίκα του χωριού που γέννησε τη χρονιά που πέρασε, επισκέπτεται στο σπίτι της την «Μπάμπω», φέρνοντας της δώρα, πετσέτα και παπούτσια, για να μπορεί να σκουπίζεται και να τρέχει στα σπίτια, όσων την έχουν ανάγκη. Εκείνη που έχει καλοντυθεί και στολιστεί, ανταποδίδει με κεράσματα κι ευχές. ‘Οταν συγκεντρωθούν όλες οι γυναίκες, φέρνουν τη «Μπάμπω» με πομπή επάνω σε αμάξι ως τη βρύση του χωριού, όπου η κάθε γυναίκα της πλένει τελετουργικά τα χέρια. Ακολουθεί διασκέδαση μόνο των γυναικών με τη «Μπάμπω», σε ένα καφενείο του χωριού.
Κατά τους λαογράφους, το έθιμο έχει αρχαιοελληνική προέλευση και θυμίζει τα «Θεσμοφόρια», αγροτική γιορτή κατά την οποία οι γυναίκες επικαλούνταν γονιμότητα και ιδιαίτερα τα Αλώα, που γίνονταν την ίδια εποχή (αρχές Ιανουαρίου), στα οποία μετείχαν μόνο γυναίκες, οι οποίες πορεύονταν τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια, ενώ στα τραπέζια τους είχαν πολύ κρασί και ομοιώματα «μορίων».
‘Ολα αυτά, ήταν χαρακτηριστικά για όλες τις γιορτές, οι οποίες αποσκοπούσαν στη γονιμότητα των ανθρώπων και των καρπών.



Τσιτσί -Έθιμο στο Τυχερό Έβρου


Τα τσιτσί, που αναβιώνουν στο Τυχερό του Έβρου, συνδέονται επίσης με τον ερχομό των καλικάντζαρων στον επάνω κόσμο και παρομοιάζονται με πολύ μεγάλες γάτες, οι οποίες εμφανίζονται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και προκαλούν ζημιές σε όσα σπίτια δεν προσφέρουν λεφτά, όταν χτυπούν στους τοίχους τους. Ανήμερα τα Χριστούγεννα χτυπούν οι καμπάνες, σημαίνοντας το τέλος της κυριαρχίας αυτών των πλασμάτων, ενώ τα παιδιά του χωριού περιφέρονται με το τσατάλ (βέργα με διχάλα στο ένα άκρο της) και ένα ταψί στο οποίο συγκεντρώνουν τα κεράσματα και τραγουδούν «Τσιτσί κολουντρί χάπε ντέρε σε ιγκούδιν» (δηλαδή: Τσιτσί κολουντρί ανοίξτε την πόρτα, γιατί ξημέρωσε). Στο παρελθόν, εκείνοι που δεν άνοιγαν την πόρτα τους τιμωρούνταν παραδειγματικά με τη μεταφορά κάποιου αντικειμένου από την αυλή τους στο δρόμο ή στην πλατεία του χωριού. Σήμερα η σκανταλιά έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτό καθαυτό το κέρασμα.

Το Έθιμο της καμήλας



‘Ενα άλλο έθιμο που αναβιώνει ως τις μέρες μας είναι αυτό της Καμήλας ή Τζιαμάλας. Πρόκειται για έθιμο της Ανατολικής Ρωμυλίας που γινόταν παραμονή Πρωτοχρονιάς ή Χριστουγέννων.
Οι νέοι φτιάχνουν ένα σκελετό με ξύλα και τον ντύνουν με κουρέλια και δέρματα, ώστε να πάρει τη μορφή της καμήλας. Ύστερα δύο παλικάρια μπαίνουν από κάτω και αποτελούν τα πόδια της καμήλας.
Την καμήλα οδηγεί ο καμηλιέρης σε όλα τα σπίτια τον χωριού, με συνοδεία φλογέρας και νταουλιού. Η μουσική είναι στο ρυθμό της μπαϊντούσκας. Οι νοικοκυραίοι δίνουν στην καμήλα λουκάνικα και χρήματα. Τότε η καμήλα γονατίζει και τους φιλάει το χέρι. Στη διάρκεια της περιφοράς έτρεχε η καμήλα και πολλές φορές ξέφευγε από τον καμηλιέρη. Τότε έτρεχαν όλοι για να την πιάσουν και τη χτυπούσαν. Ο συμβολισμός με την κακοπάθεια του ζώου δείχνει τις περιπέτειες τον ανθρώπού μέσα στη ζωή και το χρόνο.
Κάποιες εικασίες ότι η καμήλα συμβολίζει το Δούρειο ‘Ιππο της Τροίας, δεν μπόρεσαν να επαληθευτούν λόγω έλλειψης βιβλιογραφίας.

Το έθιμο των Μπαμουσιαραίων


Το έθιμο των Μπαμουσιαραίων στο Ρήγιο της επαρχίας Διδυμοτείχου αναβιώνει τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Δύο παλικάρια μεταμφιέζονται το ένα σε μπαμπουσιάρο και το άλλο σε γυναίκα του μπαμπούσιαρου. Το πρώτο φορά μια νεροκολοκύθα στο πρόσωπο με τρύπες στα μάτια και στο στόμα, προβιές προβάτων και κρεμά στη μέση κουδούνια και στη ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι. Ζουρνατζήτδες ή γκαϊντατζήδες συνοδεύουν το ζευγάρι καθώς και ένα νταουλτζή. Η άγρια και χαρακτηριστική μουσική των οργανοπαιχτών ξεσηκώνει όλο το χωριό.



Το έθιμο του Μπέη



Το έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοπέκ Μπέη», τελείται στις περιοχές Διδυμότειχου, Ορεστιάδας και Τριγώνου, την περιόδο της Αποκριάς με διάφορες παραλλαγές.
Στην βασική του μορφή, ένας άρχοντας ο «Μπέης» με τους ακολούθους του, περιέρχεται τα σπίτια του χωριού, όπου δέχεται κεράσματα και δίνει ευχές. Ακολουθεί στην πλατεία, αναπαράσταση οργώματος, σποράς και γεννετήσιας πράξης, ο συμβολικός θάνατος και η ανάστασή του.
Ο αρχαιολόγος και λαογράφος Κωνσταντίνος Ρωμαίος (1874-1966), κατέληξε ότι «τα έθιμα αυτά, έχουν καταπληκτική μακροβιότητα, απαντούν σαν ιστορική αρχαιότητα και φτάνουν παραλλαγμένα κάπως και κρυμμένα από την κοινή αντίληψη έως τη δική μας εποχή». Το έθιμο αυτό γίνεται (κατά το Ρωμαίο), επειδή ο αγροτικός λαός παρακολουθεί μέσα στο χειμώνα τον λήθαργο της φύσης και την μάχη για την επαναφορά στη ζωή και με μαγικές πράξεις έρχεται να την βοηθήσει.
Το συμπέρασμά του είναι:
«Το έθιμο της Τυρικής Δευτέρας είναι το αρτιώτερο παράδειγμα μιας ευετηριακής τελετής ενιαίας, που διατηρείται σε όλους τους ελληνικούς τόπους, με ποικίλες μορφές και ονόματα». (Κ. Ρωμαίου, Λαϊκές λατρείες στη Θράκη-Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού τ. ΙΑ’ σ.1-131).

Το Έθιμο της πιρπιρούνας

‘Ενα άλλο έθιμο πού έχει σχέση με την ανομβρία ονομάζεται «Πιρπιρούνα ή Ντόντουλος». Σε περιόδους ανομβρίας, μια ομάδα παιδιών γύριζε στα σπίτια έχοντας ανάμεσά τους ένα κορίτσι αλλού αγόρι, συνήθως ορφανό και φτωχό, σκεπασμένο με κλαδιά και φύλλα. Καθώς γυρίζουν τα παιδιά τραγουδούν: «Πιρπιρούνα περπατεί, το Θεό ,παρακαλεί, βρέξε ,πάππου μια βροχίτσα, για να γίνουν τα σταράκια και της γης τα χορταράκια’: Κάθε νοικοκυρά έβγαινε τότε με μια κανάτα νερό και κατάβρεχε την «πιρπιρούνα».
Το σκεπασμένο με φύλλα παιδί συμβόλιζε τη διψασμένη βλάστηση πού ζητούσε το νερό για να ζήσει και να καρπίσει. Διάλεγαν, όπως είπαμε, ορφανό παιδί για να το λυπηθεί ο Θεός και να βρέξει. Αυτό γινόταν επειδή από την ξηρασία πλήττονταν περισσότερο οι φτωχοί, οι χήρες και τα ορφανά. Η όλη διαδικασία είναι ομοιοπαθητική μέθοδος, για την πρόκληση της βροχής πού θα βοηθούσε τα σπαρτά και τη σοδειά. Η τελετουργία της πιρπιρούνας τελειώνει στον αυλόγυρο της εκκλησίας, εκεί πού ξεκίνησε. Σήμερα το έθιμο τελείται στους Πετράδες

Πηγή http://www.politis-thrakis.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2645&Itemid=28





ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΞΥΛΙΝΑ


 Αλμεχιέρ': Ξύλινος κουβάς για το άρμεγμα των ζώων.
Βαρέλα: Βαρέλια από ξύλο. Χρησίμευαν για τη φύλαξη του βουτύρου (βουτυροβάρελον), για μυζήθρα (μιντζοβάρελον) καθώς και για τη φύλαξη άλ­λων ρευστών υλικών.
Γαβάνα: Δοχεία με κυκλικά τοιχώματα, πλατύτερα στην κορυφή με σκέπασμα εφαρμοστό. Έβαζαν σ' αυτά συνήθως το βούτυρο.
Εγδίν: Ξύλινο γουδί με γουδοχέρι. Μ' αυτό κοπάνιζαν συνήθως σκόρ­δο.
Ζούμωτρον ή ζύμωτρον: Ξύλινη σκάφη για το ζύμωμα.
Καρσάνα: Στρογγυλές λεκάνες, σε πολλά μεγέθη, που τις χρησιμοποι­ούσαν για διάφορες δουλειές, όπως ζύμωμα, πλύσιμο χόρτων και λαχα­νικών κτλ.
Κενέσ' ή κενέτσ' ή κουτάλ': Μεγάλη ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το σερβίρισμα του φαγητού.
Κοβλάκα: Δοχεία στρογγυλού σχήματος με χερούλι ή δίχως (τα χωρίς χε­ρούλι τα έλεγαν καλιστέρα), συνήθως με πυθμένα πρόσθετο και στεφάνη στα χείλη. Σ' αυτά τοποθετούσαν Βούτυρο, γάλα, γιαούρτι κτλ.
Κοσκίνα: Τα κόσκινα, που διαχωρίζονταν σε είδη, ανάλογα με την κατα­σκευή και τον προορισμό τους (φασούλι κοσκίν', αλεύρι κοσκίν', κορκοτί κοσκίν' κτλ.).
Κούφας: Οι ξύλινοι κουβάδες.
Κρεατοκούρ': Χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο τεμάχιζαν το κρέας.
Ξυλλάγγ': Μεγάλο ξύλινο επίμηκες δοχείο, μέσα στο οποίο χτυπούσαν το ξύγαλαν (γιαούρτι) για να βγάλουν το βούτυρο. Το έλεγαν και δουρβάνιν ή δουρβάν. Ξύλινο τανακούταλον: Για τη μετάγγιση του τάν' από ένα δοχείο σ' άλλο.
Πινάκ': Ξύλινος δίσκος όπου έβαζαν το ψωμί, κομμένο σε φέτες. Τον το­ποθετούσαν στο τραπέζι κατά τη διάρκεια του γεύματος.
Πινακωτή: Ξύλινο σκεύος επίμηκες με χωρίσματα όπου τοποθετούσαν τα ψωμιά αμέσως ΓΥ το ζύμωμα και τα μετέ φιάλη για ξίδι και διάφορα ποτά.
Στακάν: Γυάλινο ποτήρι ποτού (από το ρωσικό stacτο να γυρίζονται απ' την άλλη μεριά φαγητά όπως οι ομελέτες (κλωστοτήγανον: από το κλώσιμον).
Κουκούμια: Χάλκινες στάμνες που μετέφεραν μ' αυτές νερό, μέσα και σης οποίες το ζέσταιναν. Λακάνα: Λεκάνη χάλκινη σε διάφορα μεγέθη και για διάφορες χρήσεις.
Λαχανοκούταλον: Τρυπητή κουτάλα. Μαστραπά: Μεγάλο χάλκινο ποτήρι νερού. Μαχαίρα: Τα μαχαίρια του φαγητού.
Ξύστρα: Ξύστρα με λαβή, συνήθως φτιαγμένη από σίδερο. Μ' αυτήν έξυ­ναν το πλαϊνό μέρος απ' το ζύμωτρο για να ξεκολλήσουν τη ζύμη (ζουμάρ'). Μ' αυτήν ακόμη γύριζαν τα λαβάσα για να ψηθούν κι από την άλ­λη πλευρά.
Παλτάς: Ο μπαλντ κουτάλια.
Ψαροσάνιδον: Χονδρό σανίδι, πάνω στο οποίο καθάριζαν και τεμάχιζαν τα μεγάλα ψάρια
 ΓΥΑΛΙΝΑ Σισσιά: Γυάλινη φιάλη για ξίδι και διάφορα ποτά.
Στακάν: Γυάλινο ποτήρι ποτού (από το ρωσικό stacan = ποτήρι).
Καυκίν: Φλιτζάνι του καφέ ή ποτήρι ποτού.
 ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ Βέτρα: Κουβάς μετάλλινος για την άντληση και για τη μεταφορά νερού. Δίλαβον: Ρηχή χύτρα με δύο λαβές και σκέπασμα.
Δίλαβον χαλκόν: Καζάνι μεγάλο με δύο λαβές.
Εμπροσπά: Σιδερένιος τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν σκεύη του μαγειρέματος (π.χ. σάτζ'). Εσγάρα η σγάρα: Σχάρα από λαμαρίνα (απ' το αρχαίο ουσ. εσχάρα = εστία).
Ιμπρίκ': Χάλκινη μικρή κανάτα που τη χρησιμοποιούσαν για το νίψιμο.
Ισκιρά: Βαθύ χάλκινο τάσι στο οποίο έβαζαν γάλα, γιαούρτι ή ζουμερά φαγητά όταν ήθελαν να τα μεταφέρουν.
Κεφκίρ ή σιρκέτσ': Το τρυπητό, σουρωτήρι.
Κλωστοτήγανον: Τηγάνι με τοιχώματα ψηλά, λαδή και καπάκι (στραφτάρ'). Γύρω γύρω απ' τη στεφάνη είχε χείλια ώστε να ταιριάζει ακριβώς σ' αυτά το σκέπασμα. Το καπάκι του χρησίμευε στο να γυρίζονται απ' την άλλη μεριά φαγητά όπως οι ομελέτες (κλωστοτήγανον: από το κλώσιμον). Κουκούμια: Χάλκινες στάμνες που μετέφεραν μ' αυτές νερό, μέσα και σης οποίες το ζέσταιναν. Λακάνα: Λεκάνη χάλκινη σε διάφορα μεγέθη και για διάφορες χρήσεις.
Λαχανοκούταλον: Τρυπητή κουτάλα. Μαστραπά: Μεγάλο χάλκινο ποτήρι νερού.
Μαχαίρα: Τα μαχαίρια του φαγητού. Ξύστρα: Ξύστρα με λαβή, συνήθως φτιαγμένη από σίδερο. Μ' αυτήν έξυ­ναν το πλαϊνό μέρος απ' το ζύμωτρο για να ξεκολλήσουν τη ζύμη (ζουμάρ'). Μ' αυτήν ακόμη γύριζαν τα λαβάσα για να ψηθούν κι από την άλ­λη πλευρά.
Παλτάς: Ο μπαλντάς.
Παρχάτσ': Μεταλλικό δοχείο με χερούλι για τη μεταφορά φαγητού, νε­ρού κτλ. σε απόσταση.
Περόνα: Τα πιρούνια.
Πηγέλον: Κουβάς από λαμαρίνα με χερούλι για τη μεταφορά νερού.
Ρεντέ: Τρίφτης από λαμαρίνα.
Σατούρ' ή σατίρ': Μεγάλο, βαρύ και πλατύ μαχαίρι με το οποίο τεμάχιζαν το κρέας.
Σάτζ' ή σάτσ': Δίσκος κυρτός, τις περισσότερες φορές φτιαγμένος από λαμαρίνα. Πάνω του έψηναν λαβάσα, φύλλα ζύμης κτλ. ενώ άναβε από κάτω φωτιά. Για να μειώσουν τη δύναμη της φωτιάς και να μην καίγονται τα φαγητά, εσαχτάρωναν το σάτστα ολ. το άλεαν φαγητκάτω φούρνο.
Κεραμίδα: Κεραμίδες, πάνω στις οποίες έψηναν τα ψάρια στο φούρνο.
Λαγήνα: Πήλινες στάμνες που χρησίμευαν για τη μεταφορά του νερού. Όταν είχαν δύο λαβές λέγονταν "διλαβήτσας", ενώ όσες είχαν λεπτό λαι­μό λέγονταν και "χαλχανίστρας", σε μεγάλα σινία απίθωναν τα φαγητά. Έβαζαν τα σινιά πά­νω σε χαμηλούς τρίποδες και έτρωγαν, καθισμένοι κατάχαμα γύρω γύρω.
Σιρπόσια: Χάλκινα Βαθιά πιάτα με σκέπασμα και χείλη για να κουμπώνει ακριβώς το καπάκι που χρησίμευε στο να διατηρούνται ζεστά τα φαγητά μέχρι να καταναλωθούν.
Ταβά: Χάλκινη κασσιτερωμένη κατσαρόλα, ρηχή, με μεγάλη επιφάνεια Βάσης. Είχε στα πλάγια χερούλια και υπήρχε σε διάφορα μεγέθη.
Τσάινικα: Τα τσαγερά.
Τανοκούταλον: Κουτάλα ειδική για τη μεταφορά του τάν' από ένα δοχείοσ' άλλο.
Ταψίν ή τεψίν: Δίσκος χάλκινος που πότε είχε και πότε δεν είχε χείλη. Κατασκευαζόταν σε διάφορα μεγέθη και χρησίμευε για το ψήσιμο των γλυκών και των φαγητών στο φούρνο. Ταψίν έλεγαν και το δίσκο με τον οποίο κερνούσαν τους επισκέπτες.
Τένζερη ή τεντζερέ: Χάλκινη χύτρα σε διάφορα μεγέθη. Μαγείρευαν διάφορα φαγητά σην τεντζερέ. Τζοβζέ ή τζοζβέ: Σκεύος για την παρασκευή του καφέ (μπρίκι).
Τέτσια: Χάλκινα δοχεία κασσιτερωμένα όπου φυλάσσονταν οι καβουρμάδες.
Χαρατσοτήγανον ή τηγάν': Ήταν χάλκινο τηγάνι και παρασκεύαζαν σ' αυτό το χαράτσωμα, δηλ. το καρύκευμα (π.χ. έκαιγαν λάδι ή βούτυρο μαζί με κρεμμύδι) για ορισμένα φαγητά, όπως τανωμένον σιρβά.
Χαλκέρ ή χαβάν: Χάλκινο γουδί με το γουδοχέρι.
 Χαλκόν: Το καζάνι. Αν είχε χερούλια στα πλάγια, το έλεγαν δίλαβον. Σ' αυτό έβραζαν νερό για την πλύση και έκαναν φαγητά σε μεγάλες πσότητες για γάμους, μνημόσυνα κτλ. Σ' αυτό, επίσης, έβραζαν τα ρετσέλια, τις μαρμελάδες κτλ.
Χελβανή: Σκεύος χάλκινο με καπάκι και χείλη πεπλατυσμένα. Ο κορμός της ήταν λίγο διαφορετικός από του τεντζερέ.
Χεροχάλκ': Το έφτιαχναν οι χαλκωματάδες σε διάφορα μεγέθη και ήταν το κύριο μαγειρικό σκεύος. Σ' αυτό μαγείρευαν τα σουρβάδας, τα λάχανατα όσπρια και άλλα φαγητά. Το ονόμαζαν έτσι, γιατί έμοιαζε με καζάνι (χαλκόν) και είχε λαβή για να πιάνεται. Αντί σκεπάσματος, χρησιμοποιούσανμια ειδική σανίδα. Το χαλκοπούλ' ήταν επίσης σκεύος ιδίου σχήματος μόνο που ήταν αρκετά μικρότερο, γι' αυτό και το χρησιμοποιούσαν οι ολίγομελείς οικογένειες.
Χουλάρα: Τα κουτάλια.
 ΠΗΛΙΝΑ Γκουδέτσα ή κιουβέτσια: Αγγεία από πηλό, πλατιά και σε διάφορα μεγέθη, στα οποία έψηναν φαγητά στο φούρνο. Κεραμίδα: Κεραμίδες, πάνω στις οποίες έψηναν τα ψάρια στο φούρνο. Λαγήνα: Πήλινες στάμνες που χρησίμευαν για τη μεταφορά του νερού. Όταν είχαν δύο λαβές λέγονταν "διλαβήτσας", ενώ όσες είχαν λεπτό λαι­μό λέγονταν και "χαλχανίστρας", προφανώς απ' το θόρυβο που δημι­ουργείται απ' την εκροή του νερού απ' το στόμιο. Λαγηνόπα, αποκαλού­σαν τα μικρά πήλινα σταμνάκια.
Λακάνας: Πήλινες λεκάνες.
Μελιτολάηνον: Πήλινο βαθύ δοχείο, βερνικωμένο, κυρίως για μέλι (μελιτοδοχείο).
 Πουλούλι: Μεγάλο πήλινο δοχείο αλειμμένο εσωτερικά κι εξωτερικά με καθαρή πίσσα. Διατηρούσαν σ' αυτό γαλακτοκομικά, στύπα κτλ.
Προζυμερόν: Μικρό δοχείο όπου φυλασσόταν το προζύμι για το επόμε­νο ζύμωμα. Μάλιστα, για να μην κολλάει στα τοιχώματα το ζυεύη του μαγειρέματος (π.χ. σάτζ').
Εσγάρα η σγάρα: Σχάρα από λαμαρίνα (απ' το αρχαίο ουσ. εσχάρα = εστία).
Ιμπρίκ': Χάλκινη μικρή κανάτα που τη χρησιμοποιούσαν για το νίψιμο.
Ισκιρά: Βαθύ χάλκινο τάσι στο οποίο έβαζαν γάλα, γιαούρτι ή ζουμερά φαγητά όταν ήθελαν να τα μεταφέρουν.
Κεφκίρ ή σιρκέτσ': κάνη μέσα στην οποία έλιωναν με χλιαρό νε­ρό τα τσορτάνα για να κάνουν το τανοσίρβ' (τα τσορτάνια ήταν σβόλοι από πασκιτάν' ή υλιστόν, στεγνωμένοι στον ήλιο).
Φλιντζάνα: Τα φλιτζάνια του καφέ που τα 'λεγαν επίσης και "ποτήρα τη καβάς".

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ Αλεπόν τρώει κι η ζεπίρα πρέσκεται. -Η αλεπού τρώει και το κουνάβι πρήζεται. Η αρκούδα, η αλεπού και το κουνάβι κάνανε συνεταιριλίκι για την ανεύρεση τροφής. Η αλεπού έτρωγε κρυφά και με την πονηριά της έπειθε την αρκούδα ότι τα έτρωγε το κουνάβι. Έτσι το κουνάβι πρηζόταν από το ξύλο που έτρωγε από την Αρκούδα. Λέγεται: Για όποιον υπόκειται τις συνέπειες των πράξεων άλλων. - Εμέν΄ τερεί κι εσέν΄ ελέπ΄. - ΄Κι θέλ΄ ατό, ΄κι θέλ΄ ατό, κυλίστε το κι ας έρται! - Άβουλα τη Θεού φύλλον 'κι λαϊσκεται - Άλλον τ΄ ομμάτ΄ του κουκουδά και άλλον τη κορώνας - Απ΄ έξ΄ ο χορός γαϊτάν΄ έν΄ - Άρκου μαλλίν μετάξ΄ κι γίνεται - Τον τεμπέλ έστειλ΄ ατον σ΄ ορμάν και τ΄ ορμάν όλον μίαν 'α εκατείβαζεν - Άρκον σα ξύλα έστειλαν, και γρίζεψεν το δάσος - Ας λείπει το καλόερον, ας λείπει κι η ευχή ατ΄ - Εσέν κορτσόπον λέγατο και εσύ νυφίτσα άκσον - Πίσω ΄μεν κι αν κι εμέζωσε πατ΄ και φούρξωμαι - Τον τσίγγενον εποίκαν ατόν βασιλέαν, κι ατός είδεν τα τσουπούγα κι είπεν: ντ΄ έμορφα καλάθε είντανε - Εμ τ΄ οβού τ΄ απές εμ τ΄ ελέας τ΄ εξ΄ - -Άλλα ζα σπάουνταν και άλλα μαρουκούνταν Άλλα ζώα σφάζονται και άλλα μηρυκάζουν Λέγεται: Γι αυτούς που ευθυμούν ενώ άλλοι δυστυχούν -Άλλ’ τερούν και σπάν’νε κι άλλ’ τρώγ’νε και σπάν’νε Άλλοι κοιτούν και σκάνε και άλλοι τρώνε και σκάνε. Άλλοι υποφέρουν από την στέρηση και άλλοι από την κατάχρηση της αφθονίας. - Αλλομίαν αν αντρίζω θ’ εγροικώ και κοιματίζω. Αν ξαναπαντρευτώ θα ξέρω να προσποιούμαι. Η πείρα είναι ο καλύτερος οδηγός -Ας σον Ορωμαίον π’ ’ίνεται Τούρκος κι άλλο αφορισμένος ’ίνεται. Αυτός που από Ρωμιός γίνεται Τούρκος γίνεται σκληρότερος. Ο χειρότερος εχθρός είναι εκείνος που υπήρξε φίλος μας γιατί γνωρίζει τα ελαττώματά μας - Απ' υστερνέας πι τουρκιζ κι αλλο πιστεμενος εινεται.

ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ A Αβούτο/Αούτο =Αυτό Αγγόνα =Φίδι Αγδήν Κονίαμα = Γουδοχέρι Αγελάδ/Xτήνον/Βούδ=Αγελάδα Αγλιανεύκουμαι Περνάω =ευχάριστα Αγνόν =Περίεργο Aγραεύω/'γραεύω =Παθαίνω Αγράμπελον Άγριο =Αμπέλι Αγράνεμον Άγριος =Ανεμος Αγρασεύω =προσπαθώ Aδακά Εδώ =πέρα Αερόπον =Άνεμος Αέτς =Έτσι Αζπάρια =Αυλόπορτες ή εξώπορτες παράθυρου Αητέντς =Αετός Άθια =Άνθη Αίκος =Τέτοιος Α'ι'τέστε =Προχώρα Ακεκά =Εκεί πέρα Άκλερο =Που δεν εχει οικογενεια, ο μονος Άλας =Αλάτι Αλικόν =Με αλάτι Άμον =Σαν Άναβα =Εκτός Άναλον =Ανάλατο Aναχάπαρα =Ξαφνικά Αναμένω =Περιμένω Aνέντροπος =Αυτός που δεν ντρέπεται Αντρίζ' Γυναίκα =Παντρεύεται Αξινάρ =Τσικούρι Απάν =Επάνω Απαρδάλια =Μονοχρωμία Απές =Μέσα Απονεγκάσκουμαι ή αναπάουμαι =Ξεκουράζομαι Αποχασμούμαι =Χασμουριέμαι Aπουρπουνού =Πρωΐ Αραεύω =Γυρεύω Άρκος =Αρκούδα Aρλανεύκουμαι= Στεναχωριέμαι (ή παραπονιέμαι) Αρλίν =Στεναχωρεμένο αλλα και Παραπονιάρικο Αρωθυμία =Αποθυμία Ασηράχαντος =Σκαντζόχοιρος Ασλαεύω =Εμβολιάζω (φυτά) Aτεβήρευτον =Αυτό που στέκει όρθιο Aτλαεύω =Kανω μεγάλω βήμα,υπερπηδώ Ατό =Αυτό Ατσάπαν(Άτσαπα) ='Αραγε Ατώρα =Τώρα Αφκά =Κάτω Άφτει (Ν'άφτει)= Να ανάψει Αφώτιστο =Αβάπτιστο Αχάντ =Αγκάθι Αχούλ' =Το μυαλό Aχπαραγμένο =Τρομαγμένο Άψιμον =Πήρε φωτιά Β Βάλον/Βάλεν =Βάλε Βαρεσιγμένο =Οκνηρό Βούραν =Xούφτα βουρκιάντ =ξύλο που χτυπούσανε τα βόδια Βρούλα =Φωτιά Γ Γαιδούρ/Γαιδίρ =Γάιδαρος Γαίς =Λωρίδα Γαρή =Σύζυγος Γενεάν= Γενεά Γεράν =Πληγή Γιεργάν= Πάπλωμα Γιοσμάς =Λεβέντης, όμορφος Γλουπίζω =Ξεφλουδίζω Γομάτο =Γεμάτο Γομώνω =Γεμίζω Γούλα =Λαιμός Γονουσεύω =Μιλάω Γουρπάν(ι) =Θυσία Γουρτάρεμαν= Σωτηρία Γουρταρέθα =Σώζω Γουζεμέντζα/Κοϱέρ =Μάλλον μπορεί Ζαντός= Τρελλός Ζαντή/Ζαντέσα =Τρελλή Ζαρωτά =Στραβά Ζενγκιλούκ =Πλούτος Ζονάρ= Ζώνη Ζουβάλ= Ενα είδος καλαμποκιού Η Hβρίζω =Καθάρισμα σιταριού ή σουσάμι Ήμσον =Μισό Θ Θελκούρας =Άταχτα Κορίτσια Θiγατέρα =Κόρι Θρημούλια ή θρυμουλόπα =Ψίχουλα Ι Ιθάκ= Στήθος της Αγελάδας Ιλιαεύω= Χαιδεύω Ιμς =Μισό Ινιάτ ή ινάτ =Πείσμα Κ Καλατσεύω =Μιλάω Καλομάνα =Γιαγιά Κανείται =Φτάνει καράκωσε =κλείδωσε Κάτα =Γάτα Kέλεου μεγάλος =ποντικός Κεπίν =Κήπος Καρά =Μαύρο Καρδόπον =Καρδιά Καρτόφα =Πατάτα Καταμάγια= Το ξύλο με το βρεγμένο πανί Κεβιαζιάς =Πολυλογάς Κεβεζού =Κάποια που μιλάει πολύ αντζουνίστηκα Εφέκα =Άφησα Εφτάγω =Κάνω Eφτουλάξα= Παθαίνω ασφυξία ή Σταναχωρέθηκα Εχαρέθα =Πήρα χάρη Ζ Ζαέρ =Μάλλον μπορεί Ζαντός= Τρελλός Ζαντή/Ζαντέσα =Τρελλή Ζαρωτά =Στραβά Ζενγκιλούκ =Πλούτος Ζονάρ= Ζώνη Ζουβάλ= Ενα είδος καλαμποκιού Η Hβρίζω =Καθάρισμα σιταριού ή σουσάμι Ήμσον =Μισό Θ Θελκούρας =Άταχτα Κορίτσια Θiγατέρα =Κόρι Θρημούλια ή θρυμουλόπα =Ψίχουλα Ι Ιθάκ= Στήθος της Αγελάδας Ιλιαεύω= Χαιδεύω Ιμς =Μισό Ινιάτ ή ινάτ =Πείσμα Κ Καλατσεύω =Μιλάω Καλομάνα =Γιαγιά Κανείται =Φτάνει καράκωσε =κλείδωσε Κάτα =Γάτα Kέλεου μεγάλος =ποντικός Κεπίν =Κήπος Καρά =Μαύρο Καρδόπον =Καρδιά Καρτόφα =Πατάτα Καταμάγια= Το ξύλο με το βρεγμένο πανί Κεβιαζιάς =Πολυλογάς Κεβεζού =Κάποια που μιλάει πολύ Κιφάλ =Κεφάλι Κλώσκουμαι =Γυρνάω Κονεύω =Μπαίνω Κορτσόπον =Κορίτσι Κοσσάρα= Κότα κοτός =καλαμπόκι κουνίεται =κουνιέται Κούπα =Mπρούμυτα κουτούνα =κοτσάνι Κουτσή =Κορίτσι Κρομίδ =Κρεμμύδι κχύνω =Ρίχνω Λ Λαϊσκουμαι =Κουνιέμαι Λαΐστέρα =Κούνια/Κουνίστρα Λάσκουμαι= Τριγυρνάω Λαχόρ =Λωρίδα Λελέυω =Λατρεύω Λειβαδοτόπα =Λειβάδια Λεφτοκάρ =Φουντούκι Λίβ(ι)α =Σύννεφα Λιθάρ =Πέτρα Λινέα =Σύρμα που κρεμούσαν τα ρούχα Λυκοκαλομοπούρόγιαγιn Ξάι = =Ροόλου Ξαν =Ξανά Ξύνω =Ρίχνω Ο Ογραεύω =Παθαίνω Oκνέας =Τεμπέλης Ομάττια =Μάτια Oμούτ =Eλπίδα Oμνίσκουμε/Ορκίσκουμε= Ορκίζομαι Ονίδισμαν =Kοροϊδία Οξαεύω =Χαιδεύω Οξοπίς =Πίσω Οπις =Πίσω Οράζω/Οριάζω =Προσέχω/Παρακολουθώ Όραμαν =Όνειρο Oρμάνε =τα δάση Ορμίν =Ποταμάκι ΟΣβήνω Νέγκασμα / Νεγκασίαν =Κούραση Νέισα =Νέα Νεμπέφτει =Πέφτει Νεραξία/Νερεσία =Σίχαμα Νέτση (απο το νε κουτσή) =Κορίτσι Νιάτ =Ο τρόπος συμπεριφοράς (ενός ανθρώπου) Nιάτ =Σκοπός/θέληση/γνωμη Νίφκουμαι / Νίβομαι= Πλένω το πρόσωπό μου Νισαλού= Αρραβωνιαστικιά Νισάν =Σημάδι Νοσσάκα =Πουλάδα Νούνιγμαν =Σκέψη Νουνίζω =Σκέφτομαι Νούντζον =Σκέψου Ντο= Τι Νύφε =Νύφη Νυφέπαρμαν= Γαμπρός & Κουμπάρος πηγαίνουν νύφη στην εκκλησία Nυχτοπούλ =Nυχτοπούλι Ξ Ξάι = Καθίδ =Κάρβουνο Τσιλντεύω =Ουρώ Tσαμούρια =Λάσπες Τσιλίδια =Κάρβουνα Τσιμίσκος =Ηλίανθος Τσουμίζω =Στραγγίζω Τσουμούρ =Ψίχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τηγανιτό Τσούνα =Σκύλα Υ Ύειας =Υγεία Υλάζω =Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά) Φ Φάζω =Ταϊζω Φο(γ)ούμαι =Φοβάμαι Φουρκίζω =Πνίγτάρι =Kάλτσα Οφίδ =Φίδι Οφύγον= Φύγε Oψε =Εχθές Π Παλαλέσα =Τρελή Παλαλός =Παλαβός Παράδας =Λεφτά Παρχάρ =Οροπέδιο Πατήτσια =Φασολάκια Πατσί =Αδερφή Περισιάν =Ακατάστατος / Aτημέλητος Περισάντς =Tαλαιπωρημένος, τυρρανισμένος Πεσλεεύω =Θρέφω Πεχλιβάν =Παληκαράς Πεγάδ =Πηγάδι Πεγαδομάτε =Μάτι του Πηγαδιού Πίλικο =Φάκελο Πιλπίλ =Tο "μπλαμπλα" Πιπίλ =Σπόρος Πoίσον =Κάνε Ποδάρ =Πόδι Πολεμώ =Προσπαθώ Πουργού Μικρί =Σίδερο για τρυπάνι Πουτσή =Κορίτσι Πυρίφτε =Ξύλο που έριχναν το ψώμι Ρ Ραγκάν =Κορυφή του Βουνού Ρακάν =Μικρό Ύψωμα Ραχία =Βουνά Ράσα =Ώμος Ραχνά =Αράχνη Ρεβόλ =Είδος πιστολιού Ρίζα μ' Ρίζα μου= (χαϊδευτικό, χρήση όπως το πουλί μ') Ρωθωνίζω =Ροχαλίζω Ρούζω =Πέφτω Σ Σα =Στα Σαλαχανέας/ού =Κάποιος/οια που τριγυρνάει πολύ Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) =Ένα είδος δέντρο Σαρί =Ξανθό Σαφλάς= Σάλια Σαφλέας= Σαλιάρης Σαχτάρ =Στάχτη Σεβάσκομαι =Σέβομαι Σεβντά =Αγάπη Σείρω =Να Πετάξω Σεκέρ =Ζάχαρη Σερεύω =Μαζεύω Σέφτελος= Χαζός Σιασιουρεμένος =Μπερδεμένος Σιάπκα/Σιάφκα =Καπέλο Σιλευτέρ =Σφουγγαρόπανο και για άνθρωπο απαξιωτικό Σιλεύω =Σφουγγαρίζω Σιρ =Πετάω Σκαμνίν =Σκαμνί Σκολέκ =Σκουλίκι Σκωτούσαι= Σκοτώνεσαι Σκούμαι =Σηκώνομαι Σκυλάζω =Βρωμάω Σορός =Δάση Σούκ =Σήκω Σουμάδεμαν =Αρραβώνας Σουμπούλα =η κουνιστή και όμορφη Σουρούκ/Σουρούχ =Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις Σοχάγα/Σοκκάκι= Μικρό δρομάκι Σπαλίζω= Κλείνω Σπαριέλ =Σουτιέν Σπογγίζω =Σκουπίζω Στα/Αστά ή Εστά =Σταμάτα/Περίμενε Στούδ =Κόκκαλο Στράτα =Δρόμος ή Πεζοδρόμιο Τ Ταγιανίζω =Aντέχω Ταπιάτ =Χαρακτήρα Ταρά(γ)ουμαι =Aνακατεύομαι Ταράζω =Ανακατεύω Tαραήλτς ή ταραήλες =Το ουράνιο τόξο Tαραπουτζίζ =Χοροπηδάω Τελένω =Τελειώνω Τεμέτερον =Δικό Μας Τ'εμόν =Δικό Μου Τ'εσόν =Δικό Σου Τέρεν =Κοίτα Τεστόπον =Στάμνα Τιδέν =Τίποτα Τιζεύω= Bάζω στη σειρά Τοσπαγάνος =Χελώνα Τρανίνω =Mεγαλώνω Τσαίζω =Φωνάζω Τσαμουρένεν τεστόπον =Xωμάτινη στάμνα Τσαρτιλίζ =Σπινθηρίζει Τσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι =ξύνομαι Τσερίζω =Σκίζω Τσιλίδ =Κάρβουνο Τσιλντεύω =Ουρώ Tσαμούρια =Λάσπες Τσιλίδια =Κάρβουνα Τσιμίσκος =Ηλίανθος Τσουμίζω =Στραγγίζω Τσουμούρ =Ψίχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τηγανιτό Τσούνα =Σκύλα Υ Ύειας =Υγεία Υλάζω =Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά) Φ Φάζω =Ταϊζω Φο(γ)ούμαι =Φοβάμαι Φουρκίζω =Πνίγω Φουρνίν =Φούρνος Φουρνός =Βάτραχος Φρανταλα =Όμορφη γυναίκα Φτουλίζω =Ξεπουπουλιάζω, μαδάω Φωταχτερέας =Φωτισμένoς (λάμπει) Φωταχτερού =Φωτισμένη (λάμπει) Χ Xαθ =Χάσου Xαιρετίας =Χαιρετισμούς Χαμούφτας =Φράουλα Χαντιλιάγουμαι =Γαργαλιέμαι Χαντόσχερο =Σκαντζόχηρος Χασεύω/ζεματώ =Καίω Χάταλα =Παιδιά Χαψία =Ψάρια Χείλε =Τα Xείλη Χίλε =Χίλια Χερ' =Χέρι Χερόπον =Χέρι Χουζάρ =Πριόνι Χουλέν =Ζεστό Χουλιάρ =Κουτάλι Χτήνον =Αγελάδα Ψ Ψαλαφώ =Ζητώ Ψη =Ψυχή Ψη μ' =Ψυχή μου Ω Ωβάζω =Κάνω αυγά Ωβοτάραχον =Ταραμάς,χαβιάρι Ωβόν =Αυγό Ωνώ =Τεμπελιάζω Ωμεσα= Ωμή Ωμίν =Ωμός Ωράζω (Ωριάζω) =Προσέχω ένα μέρος Ωρίαγμαν =Φροντίδα,Επιτήρηση Ωτιν =Αυτί Ωφ =Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας Ωφλαεύω =Αναφωνώ την λέξη 'Ωφ'