Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Σταμάτσαν να φκιαν τα θκα τς




Ένα ζευγάρ είχι δύο κόρες. Όταν τράνιψαν καμπόσου
οι μκρες ... οι τρανοί σταμάτσαν να φκιαν τα θκα τς μες στου σπιτ γιατι δεν ήθιλαν να τς παρν χαμπάρ τα κουρίτσια. 
Τι θα λα φκιάσν; Του σκέφτκαν απου δω... του σκέφτκαν απου κει....λέει η άντρας τ γναίκα τ...... όποτις μ ερχιτι η οριξ θα κατιβαίνω στου κατώι κι θα βαράου μια φουρά ζτου νταβάν μι του τσκουρ... Μόλις ακούιςς θα κατιβαίνς.... θα τσακώνουμι στι ... κι τα κουρίτσια δεν πρόκιτι να μας παρν χαμπάρ... Πράγματι το φκιαναν για καμπόσου κιρό μι πυτιχια. 
Μια μέρα η γυναίκα σμάζιβι μαζί μι τα κουρίτσια του σπιτ.... 
κι ακουν ενα ντουκ απ του κατώι.... Ομους ηπειδή ήταν μπρουστά τα κουρίτσια ικείν έκανι οτ δεν άκουσι....... 
Σι λιγάκ πάλι ακόμα ενα ντουκ..... πιο γιρό.... 
Κι πάλι η γναίκα έκανι τν κφη κι συνέχσι τν δλιά τς σαν να μην έτριχι τίπουτα.
Μιτά απού καμπόσου πάλι .... τρίτου γκουπ απ του κατώι 
αλλά τώρα συγίσκαν ούλα τα σανίδια απ τν δύναμ.... 
Αι μάνα .... τν λεν οι μκρες... 
σύρι γρήγουρα ακάτ στου κατώι... 
γιατί μι τον χαβά που έχ η πατέρας ... θα γκρεμίς του σπίτ....

Εκδρομή στα Γιάννινα



Κανουνίζν εκδρομή στα Γιάννινα μι πούλμαν γνέκοις απου τ'Αιτζιλάρ για ΣΚ, ξικνούν πουρνό πουρνό αφου εχν τρουβαδιαστεί ούλοις μι πίτες λες κι θα λιψν τα χρόνια, φταν στα Γιάννινα. Πήγεν σι τουριστικό μέρος που ίχει κιάλα πούλμαν . Μετά απου ώρα ήρτη η ώρα να φυγν κι φουνάζ η ουδηγός του λουφουρίου για τ'Αιτζιλάρ αναχουρή 
Οι γνέκοις μο ψαχνταν κι δεν ήβρισκαν του λουφουρίου γιατί ίχει πουλά 
Ου ουδηγός ξανά φουνάζ αλλά τίποτα πάλι :οι γνέκοις μο ψαχνταν πάλι 
Τι να κάνειν κι ου Οδηγός κι φουνάζ : άντι όρνια του λιρουμένου είνι....

Μη μι παριξηγάς πιδούδ μ.




Παεν ένας γέρος απ του χωριό ζν Αθήνα. 
Kατεβαίν στου Σύνταγμα και βλέπ ένα νεαρό μι βαμμένα τα μαλλιά τ.... μια τούφα μπλέ..... μια μωβ, μια κόκκινη .... μια πράσινη κι πάει λέγουντας.... Πλησιάζ λοιπόν.... κι αρχίζ να τουν κτάζ πιρίηργα... 
Αυτό συνηχίσκη για ώρα μέχρι που η νηαρός εκνευρίσκη και γυρίζ νιυριασμένους κι τουν λέει:
Τι θες ρε μπάρμπα και με κοιτάς έτσι τόση ώρα;
Κι τουν απαντάει απουλουγητικά:
Μη μι παριξηγάς πιδούδ μ.... μα να... μόλις σι είδα... ένα πράμα σκέφκα κι μο σλλουγιούμι τόσις ώρις....
Όταν ήμαν στου Στρατό είχα γαμήσ ένα παγόν ... 
κι σκέφτουμι μήπους είσι ι γιός μ...

Παλιά στα παναΐρια είχαν έθιμο



Παλιά στα παναΐρια είχαν έθιμο να παεν' τσ' εικόνες απου μια ικλισιά στ'ναλ',κι τσ' κουβαλούσι οι κόσμους μι τα χέρια αλλά κι μι τα μλάρια. Έτσ' όπους τσ'ιχι η Γιώρς απάν στου μλαρ' ξιφκι λιγακ' του μλαρ' κι πίγι στα πουρνάρια οπότε φουνάζ' απου πίσου η Μήτσους "εεε. Γιώρ' πανι του μλαρ' ζιρβότιρα θα ξισκίς η Άγιους τ' βούζατ".

Τι ινι του πικ νικ ;




Κατίνα πάενι πλυς ντυς να πάμι όξου... Τα πιδιά μας κάλισαν για πικ νικ... 
Τι ινι μαρι Λενιώ  τούτου του πικ νικ ;;;
Δε ξιέρου μαρι Κατίνα μο για καλό κι για κακό πλυν κι ντου κόλους...

τν σκότουσαν ή παραπάτσι....



Όταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα σκοτώθηκε σε τροχαίο στο Παρίσι την επόμενη μέρα ήταν πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες όπως ήταν φυσικό.. Με κεφαλαία μεγάλα γράμματα... ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΟΙ ΠΑΠΑΡΑΤΣΙ !!!
Στο χουριό στο καφενείο διάβαζε η μπάρμπα Θανάς κι τουν λέει ένας άλλος... Για πε μας ρε Θανάς τι λέι;;;
Τι να πει ρε Κώτσου.... τν σκότουσαν ή παραπάτσι....

Τι ήθιλεις να τ πω;




Η Μήτσους του τσιουμπανούδ απ του χουριό τα φκιασι 
μι μια απ το Μαναστηράκι...
Δεν τν είπι όμους πως έχ γίδια.....
Κάποια στιγμή πήρι του κουρίτς στου σπιτ τ 
τηλέφουνου κι του σήκουσι η μάνα τ ....
Όταν γύρσι η Μήτσους τουν είπει η μάνα τ 
ότι τουν πήρει ένα κουρίτς τηλέφουνου....
Κι ισύ τι τν είπες ;;;; ρουτάει η Μήτσους.....
Ότι είσι στα γίδια.....
Τι ήθιλεις να τ πω;;ς 
Ότι είσι στου σαλόν κι παιιζ πιάνου;;;

Πως είνι του θκο μας του γαδούρ.




Ένας χουριανός... η Κώτσους παέν ζν Αφρική ικδρουμή.... 
Όταν γύρση τουν ρουτούσαν ούλνοι για να τς πει ιστουρίης...
Κι τι είδις ικεί ρε ;;;
Είδα λιουντάρ.....
Τι είνι του λιουντάρ ;;;
Πως είνι του θκο μας του γαδούρ..... είνι όμους κίτρινου...
πιο μεγάλου ....κι εχ πουλλά μαλλιά στου πατσί τ ...
Είδα ιλέφαντα .....
Τι είνι η ιλέφαντας ;;;
Πως είνι του θκο μας του γαδούρ .... Ίδιου χρώμα.... 
αλλά πουλί μιγάλα αφτιά.... και στου πατσί τ εχ μυτ σα λάστιχου για να πίν νιρό....
Κι τι άλλου είδις Κώτσου;;;
Είδα κι έναν βόα.....
Τι είνι η βόας ;;;;;
Πως είνι του θκο μας του γαδούρ όταν έχει ουρέξεις κι του σκόνητι ;;;; 
αλλά χουρίς του γαδούρ ....

Εινι δυό ζμπιθειρί




Εινι δυό ζμπιθειρί τσακουμέν..... 
Η Γιώρς είχι μια γίδα κι ντ πάενι να βουσκίςς..
Τουν βλεπ η ζμπέθειρους η Γιάννς κι τουν φουνάζ...
Που ρε τουν παένς του γάδαρου;;
Καλά ρε γκαβάδ δε βλεπς ;;;; γίδα είνι ......
Κι ποιός σι κρέν ισιένα ρε ;;; Στου γιδ κρένου...

Απόγιμα στου καφέ





Μαναστηρακιώτσα παένι στ Σαλουνίκ να βρει τν 
φιλινάδατς που κάθιτι ικί για να κάτς καμπόσις μέρις να ξισκάσςς...
τ απόγιμα στου καφέ κρεν για τ ζουή στου χουριό 
κι η φιλινάδα τς τν ρουτάει για του Θανάς... του γκόμινου τς...
Θα τουν χουρίσου. Δεν είνι καλός... τν λέει η θκια μας...
Κάτσε λίγο , μην βιάζεσαι. Είστε πολύ λίγο καιρό μαζί. 
Είναι νωρίς για να τον κρίνεις"
Να τουν κρίνου;;; Ρε ούτι να τουν διω δε θέλου..... 
Άκου ικι να τουν κρίνου....


Κινούργια στας.... Του 69....




Γναίκα πάμι στου κριβάτ μι ήπαν στου καφινίου για κινούργια στας.... Του 69.... 
Ανέβκι η μπάμπω απου παν τουν έρχιτι να κλας... Δυο φουρές.... Χχχμμμ λεει η μπάμπω... 
Τραβα Μήτσιου κι τς άλλες τς 67 να τιλιώνουμι....


Αμα σύ τρώει η κόλους





Μήτσου γιατί ξας' του πατσις απου παν' απ' του καπέλου κι δε του βγάειζ';
Κατίνα ησένα άμα σύ τρώει η κόλους κατιβάειζ' τν φούστα ;

Μπέρδιψει τς πόρτις





Η Χρήστους νιόπαντρους βγήκι στου χουριό μι τς φίλοι τ κι ήπιαν πουλί !! 
Γυρνάει αργά στου σπίτ κι αντί να πάει ζτ γναίκα τ πάει στου δουμάτιου τς πιθίρας τ.... έφκιασι τι έφκιασι κι κμοίθκι.... 
Του προυί η γναίκα τ αναρουτίθκι π δεν τουν είδι στου κριββάτ κι έφαγι του σπίτ να τουν ψάχν.... Στου τέλους παέν κι στου δουμάτιου τς μάνα τς να τν ρουτίςς μη τυχόν κι του είδι ή τουν άκουσι...... κι τι να διεί.... και τς δυό κουλόμπαρ στου κριββάτ να κμούντι.... Τουν αρπάζ κι μο να τουν φάει... Τι είναι αυτά ;;; κι τι κανς ιδώ μι τ μάνα μ;;;.... Αυτός τ λέει τν αλήθεια οτ ήρτει μθσμένους κι μπέρδιψει τς πόρτις.... Κι συ μουρέ;;; ρουτάει τν μάνα τς... δεν αντρέπισι;;; γιατί δεν τουν είπις κατ;;;; ... κι τν απανταέι η μάνα τς...... σάμπους κρένουμαστι κουρίτσιμ ;;;;

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Ωρέ τι γνικάρα ίσι συ ....








Ωρέ τι γνικάρα ίσι συ ....
Τι ματάρις ίνι τούτις... Είναι φακοί επαφής Μήτσο.....
Τι βζάρις εχς.... Σιλικόνη Μήτσο...
Τι ωραία μυτ.... Πλαστική Μήτσο....
Τι μαλλιά μακρυναρίκια.... Εξτένσιον Μήτσο....
ΡΕ ΜΠΆΜΠΗ ΙΣΥ ΣΙ ΡΕ;;;

Κάτ' πατάτις, ίσια μι πιπόνια.



Σχετική εικόνα


Στου Βάβδου, ήταν πριν καμιά κουσαριά κι βάλι, χρόνια, ένας γιούφτους που πάηνι κάθι μέρα πότι στου χουριό, 
πότι στ' διαστάυρουσ' με τουν δρόμου για Πολύγυρου, κι πλούσι κάτ' πατάτις, ίσια μι πιπόνια. 
Όλου του χουριό είχι να λιέει για τς' πατάτις αυτές.
Κι τι ουραίης πατάτις, τι νόστμες, τι ψουμουμένις, τί μιγάλις, τι καθαρές, χουρίς σκλίκια κλπ κλπ.
Η φήμ' τ' γιούφτου έφτασι μέχρι τ' Σαλουνίκ. Έρνταν κάθι τόσου, κόσμους κι κουσμάκς,
κι έπιρνι πατάτις απ τουν πουλύ πηρηποιητκό γιούφτου.
Μια μέρα όμους, που κάνταν στουν πλάτανου κι έπινι τα τσίπρα τ', είχι γίν' ντίρλα. 
Είχι αρχίσ' κι έλιγι αλαφράδις. Απάν στν' κουβέντα λοιπόν, αρχνάει ου Σαχίνας να τουν ψαρεύ'...
Για πέ μας ρε συ, που σκατά τσ' φτιάνς' αυτές τσ' πατάτις; Σι ποιό χουράφ' τσ' βάηζ';
Παράτα μας ρε Σαχίνα, δε σι λιέου τίπουτα. Αυτό είνι μυστκό...
Μι τα πουλά κι τα λίγα, οι Βαβδινοί πότσαν καλά τουν γιούφτου, 
μπας κι τουν καταφέρν΄ να τσ' πει σε ποιό χουράφ έβαζι τσ' πατάτις γιατί τσ' είχι φάει η πιριέργεια...
Έτσ' σι κάποια ώρα που η γιούφτους ήταν ντιπ χάλια απ΄τα τσίπρα, γυρνάει κι τσ' λιέει:
Όσου του χώμα βρουμάει, τόσου πιο μιγάλ' κι νόστιμ' γιένιτι η πατάτα.
Σιατάστσαν οι Βαβδινοί, κι τουν ρουτούν:
Ποιό χώμα ρε συ βρουμάει ιδώ στ' Βάβδου; Όλα είνι πιντακάθαρα ιδώ.
Κι τότι απλουέτι η γιούφτους:
Ε... πως... ιδώϊα στου παλιό νικρουταφείου. Μέχρ' πριν 2 χρόνια ήταν σπαρμένου μι πιθαμέν'. 
Τώρα, είνι σπαρμένου μι τσ' πατάτις μ΄. Εχ' τόσου λίπους, π' αν τσ' αφήσου λίγου παραπάν', θα γιέν σα καρπούζια...!!!!

Οι κακιές οι γλώσιςςς...






Δυο κλειτωρίδες ; Συναντιούντι κι λέει η μια τν αλλ...
Άκουσα οτ ισι ανουργασμικιά μαρί.... 
Αχ π να μι φτάεις.... ποιός στου ξιφούρνισι ;;;
Οι κακιές οι γλώσιςςς...

Του λιουφουρίου φέφγ



Σχετική εικόνα

Η μπάρμπας η Κώτσιους πιρίμεν του λιουφουρίου στου Κτελ για να πάει στου χωριό τ... 
Στου πιρίμινι είχι μια τηλιουρασάρα θηριά απ τι κείνα τα κτιά κι χάζιβι μια τινία μι του Κουλουκουτρόν... Σι κάμποσι ώρα ανακοινών στα μιγάφουνα οτι του λιουφουρίου φέφγ... τν ίδια στιγμή που σκώνιτι να πάει όξου η Κουλουκουτρόνς λέει... που πάτι ωρε παληκάρια ;;; κι γυρίζ η μπάρμπα Κώτσιους κι τουν απλουγιέτι ... Θώδουρι θα κάθουμαν αλλά θα μι φυγ του λιουφουρίου !!!

Μι του Ντάτσουν








Παέν η Θανάς απ τν Μεσήμβρια πριν χρόνια στ Σαλουνίκ μι του Ντάτσουν κι κάποια στιγμή μπέρδιψι τς δρόμ κι τα σουκάκια. 
Κτάζ ένα τρουχουνόμου κι τουν λέει... βάλι μι πιδούδ μ του Ντάτσουν να κτάζ κατα τν Μεσήμβρια γιατί μπιρδεύκα....

Πρωτ φουρά του παγουτό.




Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΡΩΕΙ ΠΑΓΩΤΟ

Η θειά η Σμαράγδα πάει στου παναήρ ζτ Άνω Πορόγια κι βλέπ πρωτ φουρά του παγουτό...
Αγουράζ ένα κι τν άρισι τόσου πουλύ που μιτά πείρι ακόμα ένα για τουν άντρα τς...
Του τύλξι στου μαντήλ κι πάει στου σπιτ..
Μι του που φτάν βλέπ τουν άντρα τς απού μακρυά κι τουν φωνάζ..
Α Βασίλ μ να διείς τι ουραίου κι νόσμου πράμα σι έφιρα...
ανοίγι βλεπ κι τουν λέει ... 
σι έφιρα αλλά απόμνι μο του ξιλούδ κι μια λότσκα....

Αλκουουτέστ








Η Γιάννς στήνιτι ζτ σειρά για αλκουουτέστ.
Τον ήξεραν οι αστυνομικοί...
Τι ήπιες ρε Γιάννη ;;;;
Κατέβ'καμε του πρωί για μπάνιου κι ήπιαμι κι κατ' τσίπουρα,
ίσβησαμε μι μ'ση κάσα μπύρις.... μιτά του γύρ'σαμε ζτ' ρετσίνα, έφαγαμε κι κατ' μπριζόλις κι στου καπάκκι ήπιαμι και ένα μπουκάλ ουίσκ....
Καλά ρε, και πως οδήγησες μέχρι εδώ;;;;;
Οιι ρε πιδιά, δεν οδήγσα!
Εδώ που κάτ είμαστι κι ήρτα να μι γραδάρτι.....



Στα μπουζούκια



Ελληνίδα τραγουδίστρια: «Πλένω και πιάτα για το μεροκάματο!» απο τα ψηλά στα χαμηλά!

Πριν μερικά χρόνια στα μπουζούκια υπήρχε μια αρκετά ευτραφής τραγουδίστρια...
Ένα βράδυ τραγουδούσε την επιτυχία της Ελένης Βιτάλη 
"Η κιβωτός".
Όταν έφτασε στον στίχο 
"Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας" 
σηκώθηκε ένας πτ το Αϊτζιλάρ και τ λέει...
"Ισύ κουρίτσι μ' δεν είσι ιξάρτημα. 
Είσι ουλόκληρ' η μηχανή μαζί μι του σασμάν"

«Αϊτζιλάρ ή Γϊατζιλαρ»Ξυλοκερατιά

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Το Tιλισίμ’ ο «Τσάπαν Ογρασεύ’ς»,



Η εικόνα ίσως περιέχει: υπαίθριες δραστηριότητες και φύση

Το Tιλισίμ’ ο «Τσάπαν Ογρασεύ’ς», ντ’ έδεσεν τη ζωή μ’

Χειμωγκονί’ τα νύχτας, όλ’ οι γραιάδες τη γειτονίας, με το κλεφτοφάναρον σ’ έναν το χέρ’ και το παστόν σ’ άλλο, ετοπλαεύκουσαν σ’ εμέτερον τ’ οσπίτ’, για το βραδενόν το παρακάθ’! Έλεγαν κ’ έλεγαν ιστορίας και μουράτεα, τα φοβερά τη πατρίδας! «Άσκεμα σημάδεα, ατότες ετράνυ’ναν τον φόβον εμουν, τα ποδάρεα εμουν εκόπαν! Δάκρεα, δάκρεα και μοιρολογίας…Πρώτον έργον, να μη αφήνουμ’ τα εικόνας και πατούν’ ατα οι τούρκ’. Εποίκαμ’ ατα διανομήν και με ευλάβειαν ετύλτσαμ’ ατα σ’ άσπρα καθαρά σεντόνεα, να φέρουμ’ ατα σην πατρίδαν. Πίστη και ελπίδα το στήριγμαν! Αιματωμέν’, γεραλήδες, λώματα τσερισμένα…Θεού θέλημαν ντ’ έζησαμ’ εμείς! Εστοίβαξαν’εμας άμον χαϊβάνεα σ’ έναν πίσκον πλοίον, ελάιξ’εμας, έβγαλεν κι ατό το βούτορον εμουν κ’ έγκαν’εμας Πέραμαν, σον Αε-Γιώργην τη Πειραιά. Είχαν’εμας, καραντίναν! Επεκεί Σαλονίκ’, σην Κοκλουτζάν, καταβλισμόν ντ’ έλεγαν α. Τα φαΐα, τα νερά κι η ελονοσία αποθέρτσαν τα ιντέρεα μουν κ’ επέραμ’ τα ραχία…Ο πάππο μ’ σο ταφίν και τ’ ιντέρεα τ’ σο κλαδίν, έλεγαν κ’ αινίγματα σο παρακάθ’! Kαι πη τσιλτεύ’ σουμά σο κρενίν και βλάφκεται, να πάει κυλίεται απάν’ σο προσκεφάλ’ τη ταφί’, πη ΄κ’ έχ’ σταυρόν! Ήντσεαν κάτ’ παθάν’ και μαραζών’, αμάν ντ’ ανοί’ την πόρταν, να κ’χύν’νε απάν’ ατ’ παγωμένον πούζ’ νερόν, τρομάζ, κ’ ’ίνεται καλά» Η Τσιρκινίνα πα, είπεν: « Εγώ έλεπα ση στράταν, σο Καράπυρ, σ’ αραπάδας απάν’, σκοτωμέν’τς Αρμενάντ’ς χωρίς κιφάλεα» Τον άντραν ατ’ς, τον Πεχλιβάν’ Γιώρ’ Μάραντον, τον ανίκετον τη πάλης, εκρέμασαν Αμάσειαν και σ’ όλεα τα παρακάθεα, εθυμούμ’νε ντ’ εμνημόνευαν’ατον! Έκοψεν και τη θανατί’ το σκοινίν, άμα αξάν’ εκρέμασαν ατον!
Έλεγαν και παραμύθεα, ο πλάνον Οδυσσέας, με τ’ έναν χοντρόν δοκόν, ξαμένον και ξημυτόν, εκόρωσεν τον ΄ρδάκον, τον «Τεπεκιόζ», τον μονόφθαλμον! Και ας ση σπέλιαν ατ, όντες εξήβεν, ετσάιζεν γαΐμεα σον κύρ’ν ατ, πως ο «Είτενος», έβλαψεν ατον! Αρ’ αΐκα χάλεα και χαψία με κιφάλεα! Διπλωμένος σο σιδερένον το κρεβάτ’ τη μάνας Μαραντάβας, εφουκρούμ’νε ατά τη πατρίδας, φοβερά τ’ ιστορίας! Ο ΄Ρδάκον, το Τιλισίμ, ο Ζορζοβούλτ’ς, τα Μαϊσάδες, η Τσαζού’, ο Χοτλάχ’ς, ο Τεπεκιόζ, μέχρι που εκοιμέθα μίαν κ’ είδα ατό το φοβερόν όρωμαν, το «Τιλισίμ», ντ΄ εσουμαδεψεν κ’ έδεσεν άγρεα τη ζωή μ’…
Ση «Στρατώναν» τη χωρί’, γαρσί’ σ’ ομάλ’ το ραχίν, μικρά παιδία, έπαιζαμ’ την μπάλαν, ους να βραδύν’! Η λαστιχένια, η μπάλα, όλον «γκέλαν», εκυλίεν κ’ ερούξεν αφ’κά σο βαθύν τ’ ορμίν! Κι άλλο σουμά εγώ, εκατήβα να παίρ’ατεν και φέρ’ατεν οξωπίσ’! Τα δέντρα ψηλά, τα τισπουτάκια, τα οξέας! Τα λεβόρεα, τα μασούρας και τα κοκκυμελιτσας, ταραγά ανάμεσα σα φτερία, εσκέπαζαν το υγρόν το χώμαν! Άμον κοσσού ντ’ εβγών σ’ αλών’ και σο τσαμούρ’ γομούται, αραεύω τη μπάλαν!
Έναν τρανόν λαλίαν ας σον καταρράχτην τη «Θεία Δέσποινας», ατόσον τρανόν, εθεαρρείς κ’ χίλιεα γιουλτουρούμεα ερούξαν εκεί σο μίαν, πολυβολείων βοετόν! Τα σύμπαντα εσίαν, το νερόν, ταλγά άμον τη θάλασσας εσκώθεν ψηλά, τα δέντρα ελαταρίγαν, τα λιθάρεα από ψηλά εκατρακυλίγαν! Εφάθεν ο ρδάκον, έναν τρανόν τσαναβάρ’! Τ’ ομμάτεα κόκκινα, τσιλιδοφορτωμένα, τα δόντεα αραιά τρανά σκεπάρεα και το στόμαν, αχερών’, με τ’ έναν βούκαν, θα κουρτά μεν!
Τσαΐζω, βαρκίζω, κουίζω, σύγκορμος τρομάζω, κοχλάζω…Απολεμώ να τρέχω, εχάθεν ο Ήλο μ’, η γη μ’ εσκοτεινάεν! Έπλωσεν τα κοπάλεα τα χοντρά τα χέρεα τ’! - Κανείς ΄κί γλωτών’ ας σον «Τσάπαν Ογρασεύ΄ς», είπεν κ’ εγέλασεν γαΐμεα! -Μάνααα, ετσάιξα κ’ εγώ, ετινάγ’α κ’ εσκώθα ας σο κρεβάτ’, ετρόμαξεν κι η γιάγια μ’! Έγκεν αμάν τον Αγιασμόν, τρία κούρτας, είπεν πί’α, τ’ αχπάραγμαν ν’ απαλύν’! Ερρώστεσα, άγρεα εκρεβατώθα! Τοι παρακαθίων οι γραιάδες, εσκάλωσαν τα γιατροσόφεα! -Άμον ντο τσάκλιζ’ το άλας ντο σύρω απέσ’ σ’ οτζάχ’, αρ’ αέτσ’ να τσακλίζ’ και σπάν’ το κακόν τ’ ομμάτ’! Ενέβ’σαν τσιλίδεα κι ας σο νερόν ατουν έπ’α, ενίφτ’α! Έγκαν’ βοτάνεα! Σην εγκλεσίαν επλώθα κά, να δεάν’ απάν’ιμ ο ποπάς με τ’ ευαγγέλιον και τα ξεφτέρεα! Η θεία μ’ η Θεώνα ας σο Κουλίκ τη Ματέν, έναν κλαδόπον τη «Παναΐας δάκρεα», ντ’ είχεν σο ΄κονοστάσ’, έγκεν κ’ έκαψεν, ν’ αποκαπνίζ’ τ’ ομμάτεα μ’! «Τ’ έμπρε σ’ μέλ’ και γάλαν, γιάβρι μ’» Πελιστελί’ καρδίαν πιλέμ, σο μίαν εκούρτεσα! Τηδέν! Η κάρδια μ’ εμαύρινεν! Ο «Τσάπαν Ογρασεύ’ς», απέσ’ ιμ ελάλ’ν εμεν, τσάπαν όλεα ευτάς! Ατός όριζεν τη ζήση μ’, την τύχη μ’! Τ’ εμά ντ’ εποίν’να, ολίγα έσαν! Έχασα τη χρονίαν σο σχολείον! Άμον κουτσόν το πρόγατον οπίσ’ ντ’ απομέν’! Εθέλ’να να χορεύω, ΄κ’ επόρ’να, ση μπάλαν, αμάν εκουράσκουμ’νε! Εθεαρρείς και σ’ ωμία μ’, ετσόκεψαν εφτά καράβεα σιδέρτα! Παντού, Ο «Τσάπαν Ογρασεύ’ς» κι ας σ’ άλλ’ τη μερέαν, πελίν να μη ευτάγω ντ’ εσύρ’να, γιατί εντρέπουμ’νε! Ό,τι καλόν εθέλ’να να ευτάγω, με τ’ ατόν, έχανα τον ΄πούσουλα μ’!
Ση ψη μ’ μεχτάτσ’ έντον’, άμα, άγρεα για τ’ όποιον τυραννίζ’μεν;
Έρθαν τα Καλά τα Ημέρας, Χριστούγενα! Οι γραιάδες τη χωρί’ έρθαν ΄ξάν’ σο παρακάθ’! Εσκάλωσαν και λέγ’νε έμορφα ιστορίας! Γλυκόν αντίλαλον τη Πατρίδας, τα γιορτινά ημέρας! Αποχιονάτιζαν τ’ αλώνεα, ετραγώδ’ναν, έπαιζαν τα λύρας, τη κεμανήν, έπιναν τη ρακήν, εχόρευαν! Τραγωδάνοι και σεβταλήδες, ετραγώδ’ναν κ’ εσύρναν λόΐα τη σεβτάς για τ’ εείνεν τηνάν ερεάχκουνταν. Οι Θυμιστάντ’ πα, όντες εβραδύν’νεν, έλεγαν τα Κάλαντα, με τα χάρτενα τα φενεάρεα και τ’ αλειμμοκέρ’! Ώι, τ’ ευλοημένον, έστραφτεν απάν’ σο χιόν’! «Χριστός γεννέθεν, χαράν σον κόσμον, χα καλήν ωραν, καλή σοι μέραν…Απ’ εμπροστίας πα, ξάϊ ΄κ’ έλεγαν ατό τ’ αγνέρκον, -Να τα πούμε; Όλ’ πα, κάτ’ εδίν’ναν! Επατούρευαμ’ το γρόσ’ και την παράν, έλεγαν, απέσ’ σο πορτοκάλ’ κ’ εδίν’ναμ’ατα! Εξέβα μ’ ας ση κακοχρονίαν κ’ εσέβαμε σην καλοχρονίαν, λάχ’ ησυχάζ’ κι ολίον ο κόσμον! Όταν εχιόνιζεν πολλά, έβγωναν απάν' σο δώμαν οι αγούρ’ και με την σερέφτεν, απεχιόνιζαν! - Ο πάππο μ' πα, εβάλλ’νεν το παστόν απέσ’ σ’ σο χιόν'...οκτώ πιθαμάς χιόν’ ερούξεν! Κουμούλ’ αφ’κά, χιονοτόπιν, έλεγαν’ α και ευχαριστίουταν πόσον τρανόν ’ίνεται, να χορολαγεύν’νε απάν’ τα μωρά! Έι κιτί, έθιμα πατρίδας, κάθαν ημέραν, αλλιώτικον ας άλλο, κι ανθρώπ’ πα, κι άλλο ανθρωπινοί έσαν, έλεγαν! -Πρωτοχρονιά και μέχρι τα Φώτα, σο Μπάσ-τσατάχ, εποίν’ναμ’ Μωμογέρεα κι ο Τσόλον ο Δημητριάδης, εποίν’νεν την Τεβέν, με τ’ αράπικα καλατζίας ατ’! Με τον Μέγαν Αγιασμόν, εράντιζαν με τα παρχάτσεα τα χωράφεα, να δίν’νε καλόν εσοδείαν, τα ζα πα, να κατηβάζ’νε πόλικον το γάλαν! Τα κοντζολόζεα, τα καλικαντζάρεα, φογούντανε σο φως. Αναθεμά τα, στούδεα και πετσία και με τα πίσκα λώματα και με ουράδας, εβγών’νε τα καλά τα ημέρας να πειράζ’νε τ’ ανθρώπ’ς, μουρταρίζ’νε και τα φαϊστικά! Ώσπου να έρχουν’ τα Φώτα, αγιάσκεται ο κόσμον και δεάν’νε πλάν’! Αξάν’ άμον μαεμένος ατώρα, εκοιμέθα κ’ επέμ’να! Έθεαρρείς κ’ εθέλ’να αξάν’ να ελέπω σ’ όρωμα μ’, το Τιλισίμ, ντ’ έδεσεν τη ζωή μ! Να λογαρεάουμεν με τ’ ατό, για θα χάτεν, για θα χάμεν, να λαλώ το όνειρον!
Σο χωρίον, σ’ αλλ’ τη μερέαν, σουμά σον καταρράχτην τη «Αβησσυνίας», έφραξαν κ’ εφούσκωσαν το νερόν, θα σύρ’ ο ποπάς τα Φώτα τον Σταυρόν! Εγώ, μανάχος, χωρίς να τουρτουρίζω, βαθμοί Νευροκοπίου, εντώκα το μακροβούτ’ να πιάνω τον Σταυρόν! Από ψηλά, ας σο «Στραγκάτσ’» απάν’, έρθεν το βουετόν, τα σύμπαντα ΄ξάν σίουν, το φράγμαν ετασεύτεν, ο κόσμον ετρόμαξεν, έφυεν, ο Σταυρόν θα ρούζ’ σον καταρράχτεν! Είδα το, έτρεξα επίασ’ατο, εφίλεσ’ατο, έσκωσ’ατο ψηλά, ας σα θολωμένα τα νερά κι ας σα πατημασέας τη «Τσάπαν Ογρασεύ’ς» Γελά, κι όσον ντο πάει, σουμών’ μεν! Ξάϊ ΄κ’ εφογώθα, εθέριεψα, τη Πελιστελί’ η καρδία, με τα δύο καρδίας αναμέν’ ατον…όσον ντο τερώγ’ατον, λιφτάζ’, μικραίν’, γελώ εγώ, γελά κι ατός, μω τ’ έργος και την πίστης, ατός εμέν ωμαίζ! Εσούμωσεν κι άλλο, έμπαισεν απέσ’ ιμ! Ατόσα ντ’ έσυρα με τ’ ατόν, εγώ τεαμεάκ, έμ’νε; Ο μισός ο φοβητσέας; Ατώρα πρέπον έν, να φροντίζ’ ατον, να φτάγ’ατον βόλτας, σα γλέντεα, σα χαράντας, σα γιορτάς, τ’ εμόν έν! Η ζωή μ’ άλλαξεν, καν’νάν και τηδέν άλλο ΄κί φογούμεν, καν’νάν ΄κί ζηλεύω! Ήντσεαν απ’ εσάς έχ’ είναν ρδάκον, ας φέρ’εατον και ξαμών’ατον με τον «Τσάπαν’ Ογρασεύ’ς», π’ έντον ατώρα... «Πάτ’ και Δέ α» χαχαχα!
Sp Ama

Χριστός γεννέθεν, χαρά σο κόσμον!



Η εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός, χιόνι, σύννεφο, σπίτι, δέντρο, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση

Χριστός γεννέθεν, χαρά σο κόσμον! Ευτυχισμέν’, πολύχρονοι και πάντα χαρεμέν’! Γλυκόστομοι, γλυκόλαλοι και πάντα αγαπημέν’!

Ολονών τα χρόνεα να είναι πολλά, να είναι τυχερά, χαρούμενα να είναι, τα παιδία τα μικρά! Κανείς να μη πάει σε γιατρούς, να έχετε όλ’ υγείαν, να έχετε δουλείαν, με κατενόν καρδίαν! Κάλαντα και καλή χρονίαν, λάχ’ χάται, η ανεργία κι η ανεχεντία!

Πάντα να εν’ καλός καιρός, μη περισανίεται ο κόσμον, να μη γίνεται λιμός, να πιστεύουμ’ σο Θεόν, να ευτάμεν φιλίας, να μη ταβίζουμ’ με τον συενόν!

Να γιορτάζ’ όλον ο κόσμον, γεροντάδες και γραιάδες και να μη ελέπ’νε μαύρα χρόνεα και πολέμ’τα, άλλο οι μανάδες!

Τα πόρτας θ’ αφήνουμ’ ανοιχτά, να εμπαίνετε, να βγαίνετε, κεράσκουστουν κ’ εντάμαν γονουσεύουμ’, τον Πόντον τον Ανάσπαλτον, σο νούν’ εμουν να φέρουμ’! 


Σα στράτας τη ξεριζωμού, εχάθεν τ’ αγγελούδι μ’!

Σα στράτας τη ξεριζωμού, εχάθεν τ’ αγγελούδι μ’!
Μνήμη 19ης Μαΐου, sp Ama


Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.



Βαθέα ρίζας και τρανά σον Πόντον ξεριζώθαν
Χαλάσματα, καψίματα, ταφόπα βεβηλώθαν

Το θρέμαν `κείται σο αλών, θρήνος ορφανεμένος
Ποτάμ’ θολόν’ το όρωμαν, ο Πόντον ματωμένος

Τα αίματα ντο έτρεξαν, απέσ’ σ’ άγρα τ’ ορμάνεα
Κυλίγαν και επότσανε, την θάλασσαν την Μαύρεν

Ρίζα μ’ Κωστή, ας αποθάνα εγώ κι ας εζήν’νες εσύ, πουλί’ μ’!

Σα στράτας έχασα τ’ αρνί' μ’, μικρόν το αγγελούδι μ’
Το χώμαν εκαπάτεψεν, τη ψη ς ιμ’ το λουλούδιν

Τ’ αδύναμον, το άσιτον, Αγαρηνόν εντώκεν
Ν’αϊλλοί’ και αβοήθετον, την ψη ν επαρεδώκεν

Που πας πουλί μ, που πας αρνί μ’, γιατ’ εσέν ΄κ’ έν’ ο Άδης
Κι ο ήλο μ’ άλλο ΄κί φωτάζ’, π’ έλαμπεν ας σο χάδι σ’

Το μαξιλάρι σ’ γαίματα, το άνασμα σ’ ολίον
Το γεργανόπο σ’ θάνατος, τισέκ’ θα έχ’ς τον κρύον

Απάν’ ση κάρδεα μ’ κόνεψες κι ψη σ’ αλλού επήεν
Αδάμαστον, ο χάροντας, εσέν έρθεν κ’ επήρεν

Τη Φέγγονος τ’ ασημοφώς, αδά έν’ παγωμένον
Και μέρ’ κεσ’ έν’, Ανατολή κ’ Ήλο σ’ ο φωταγμένον;

Και μερ΄κεσ’ έν’, Ανατολή, ωι! Ήλε μ’ και ημέρα μ’
Γαρσί’ σον τάφον για να λάμπ’ς, ωι! Ήλε μ’ και ημέρα μ’

Όλεν τη μέραν να φωτάζ’, το πρόσωπος το άσπρον
Ν’ αϊλλοί’ πως θ’ αναπάεται, τη ουρανί’ το Άστρον

Ψαλτάδες ’κ’ έχ’ η στράτα μουν, ποπάν για λειτρουίας
Κι ούτε θυμίαμαν κ’ ελάδ’, πουλί’ μ’ τη ερημίας

Ανεκρολόγετον πουλί’ μ’, ασπροθυμηριγμένον
Ση μοίρας ις το υφαντόν, αέτσ’ έσ’νε γραμμένον

Σταυρόν ας σ’ αγροκλώναρα, εποίκα σο ταφόπο σ’
Μερ’ έν’ τ’ οσπίτ’ ντ’ εφέκα μεν, μερ’ έν το κρεβατόπο σ’;

Ο σπαραγμόν τη μάνα σ’ σκίζ’, σύμπαντα, επουράνα
Άξον, Θεέ μ’, από ψηλά, τη αδικίας κλάμαν

Η στράτας ις, Θεέ μ’, μακρύν, ση μέσην ντ’ ετελέθεν;
Οπίσ΄ εφέκα μ’ τη ζωήν, ατό πα κ’ εκανέθεν;

Ο πόνον εν πολλά βαρύς, κάθαν ημέραν κλαίω
Ση μοίρας ιμ’ το χτύπεμαν, μοιρολογίας λέω

Η καμονή ΄κί σύρκεται, Κερασινού ημέρας
Δύο καρδόπα ορφανά, τρία τα μαχαιρέας

Εσέν ο χάρον ΄παιρεσεν, με πόνεα ση λαλίας
Κ’ εμείς πάμεν σα άγνωστα, με τα μοιρολογίας

Σο παρακάθ' η λύρα παίζ’, πένθιμα τραγωδίας
Κι απάν’ σην λύραν έσταξαν, δεακρόπα πονεσίας

Τραγώδ’ αητέ μ’ και σταυραητέ μ’, πένθιμον τραγωδίαν
Σον Άδ’ ντ’ επήγαν άδικα, τη πατρίδας τα ψη α

Τραγώδ’ τον φοβερόν θυμόν, ντο έχω σην καρδίαν
Το γαίμαν ντ’ έσταξεν σ’ ηήν, χόρτασεν τα θερία

Θεέ μ’, σο το μέρωμαν απάν’, κ’ εγώ είμαι ματωμένος
Τα πόνεα ντώκα’ν άγρεα, τον Ποντοπλανεμένος

Έναν ανάσαν το ραχίν, ντως πορφυρόν καρτάλι
Για ν’ αναπάεται η ψη μ’, σο κρινομαξιλάρι

Σο τάφο μ’ μη τσανίζετε , δεακρόπα πονεμένα
Φέρτεν πατρίδας μάραντα και σκεπάστεν κ’ εμέναν

Ώι, Μνήμη, μάνα των μουσών, ωδές του Πόντου πέτεν
Εδέβασαν’νε το κοκκίν και το σινίν κεντέθεν

Σπύρος Αμάραντος

Πασχαλινά έθιμα, ση πάππο μ’ την πατρίδαν!

Πασχαλινά έθιμα, ση πάππο μ’ την πατρίδαν!

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα



Ντ’ ελάλ’νεν ο κούκον, ας ση βαρυχειμωνίαν επεκεί’, σο Μπάστσατάχ, τ’ Ακ Δαγ Ματέν, ο ποπάς τη χωρί’, επίταζεν τα παιδία, να πάγ’νε ους αφ’κά τα ορμάνεα να κόφ’νε και φέρ’νε κλαδία ας σα Βάϊα! Απ’ υστερ’να, πα, ατά εβάεβαν σ’ όλεα τ’ οσπίτεα τη χωρί’ κ’ επαίρ’ναν τα ξεροψεμένα «κερκέλεα» κ’ ετάεβαν’ατα με το ραφίδ, χιαστί’ σ’ ωμία τουν! 
Τον επιτάφιον, εστόλιζαν με σταυρολούλουδα, ολίγα πα, εβάλ’ναν σο ΄κονοστάσ’ τη οσπιτί’, για φυλαχτά!
Τη Μέγα, τη Παρασκευήν, με το σακούλ’ ολίον στάχ’, επέγ’ναν σην εκκλεσίαν, για ταράζ’να όντες αγιάσκουτουν, με τον σπόρον τη Μοθωπορί’! Τη Λαμπρήν τα ωβά, έβαφταν με πολλά χρώματα και πλουμιστά σχέδια.
Κάποιοι, σο τσούγκρισμαν, εκάθιζαν και « Τσιχτσιράνον» Σο χουλέν το σαχτάρ, εμπροστά ας΄ σ’ οτζάχ’, εθήκ’ναν ση σειράν τα ωβά κ’ εσκέπαζαν με τ’ έναν κιούπ και από απάν’ ας σ’ ατό, ετοπλάεβαν τα καρβώνεα, για να ’ ίνουσαν γερά τ’ ωβά!
Την πρώτην ημέραν τη Λαμπρής, ετσούγκριζαν με το μυτίν, τη δεύτερην με τον κόλον και την τρίτην με την κοιλίαν.
Είχαν και το κατρακύλισμαν τη ωβού ση κατηφόραν, και όποιον ετσούγκριζεν το άλλο, ενίκαν’νεν! Τα τσουγκρίσματα εκέσ’, εθεαρρείς και έτον, άθλημαν!
Τα καλά τα ημέρας τη Λαμπρής τα παιδία επέγ’ναν και σο τεμερτζήν, για να δουλεύ’ και να λιμάρ’ τη πεταλί’ το καρφίν κ’ επεκεί’ να θήκ’νε απάν’ το παρότ’, για να κρούγ’ν α σα σκληρά τα λιθάρεα κ’ εβγάλ’ κρότον…»
Πιστοφέας, γκράδας, μάλιχερ, εσύρ’ναν, με το, «Χριστός Ανέστη», τεάμ να ξυπνούν οι παλαιοί, ντ’ έφυγαν ας σην ζωήν κι ατοίν’ πα να γιορτάζ’νε την Ανάστασην! Εντάμα, εντούν’νεν κ’ η καμπάνα…Τον Αδάμ, τον Αδάμ, τον Αδάμ…»
Παραμονή πα, Πρωτομαγιά, τα παιδία, εφόρ’ναν τον «Σταυρόν τη Καλομηνά», ας σ’ αγριοτριαντάφυλλα και σ’ αλώνεα έπαιζαν, τη «Νιμέν», άμον τεάμ σκλαβάκια, τ’ οσημερ’νά!

Κανείς ΄κ’ έλεγα μ’, εγώ έχω κ’ εσύ κ’ έχ’ς!



Η εικόνα ίσως περιέχει: 5 άτομα



Κανείς ΄κ’ έλεγα μ’, εγώ έχω κ’ εσύ κ’ έχ’ς! Ολ’ ίσα είχαμεν! Έναν έτον το τραπέζ’ν εμουν, σην πατρίδαν! Οι αρθώπ’ πα, κι άλλο καλοί έσαν κι κάθε ημέραν, αλοιώτικον ας σ’ άλλο! Έτρωγαν τα γαβουρμάδας, τα καλά τα ημέρας, τα γιορτινά, έπιν’ναν τη ρακήν και έβγωναν σ’ αλώνεα τ’ αποχιονατισμένα και με τα ταούλεα, τα λύρας και τα ζουρνάδας, εχόρευαν κ’ εγέλαναν! Όλ’ χαρεμέν’! Ατώρα πα, όλεα έχ’νε, και σ’ έναν τ’ άλλο αγάπην κ’ έχ’νε και μακρά πα ο εις ας σον άλλον…

Απόδοση στα Νέα Ελληνικά

"Κανείς μας δεν έλεγε, εγώ έχω και εσύ δεν έχεις! Όλα ίσα τα είχαμε. Ένα ήταν το τραπέζι μας, στην πατρίδα. Και οι άνθρωποι πιο καλοί ήταν και η κάθε μέρα αλλιώτικη από την άλλη. Έτρωγαν τους γαβουρμάδες τις καλές μέρες, τις γιορτινές, έπιναν την ρακή και έβγαιναν στα αλώνια με τα λιωμένα χιόνια, και με τα νταούλια, τις λύρες και τους ζουρνάδες, χόρευαν και γελούσαν. Όλοι μες στην χαρά! Τώρα, όλα τα έχουν, άλλα αγάπη ο ένας για τον άλλον, δεν έχει, και όλο και απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον.

Ποίον να τερείς



Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.



Ποίον να τερείς σιφτέν, τα τέρτεα και τα καμονάντας άκρας ΄κ' έχ'νε! Κ' εγώ, άχαρος, ση μέσ’ τη αυλής, κάθουμεν ολημερίς, ση σεουτί’ το κουρίν απάν’ και νουνίζω, ατσάπα, πως να εβγάλλω ολίγα χοσέτεα ας σο τσιμίδι μ', να εχωρούν’,,, τα πολλά ντο θα έρχουνταν....



Απόδοση στα Νέα Ελληνικά


Ποιο να κοιτάξεις πρώτα, δε ξέρεις, τα ντέρτια και η φωτιά που καίει τα σωθικά μας, άκρη δεν έχουν, εγώ περίλυπος κάθομαι πάνω στο κούτσουρο της ιτιάς, στη μέση της αυλής, καθημερινά, και σκέφτομαι, πώς να βγάλω λίγα σκουπίδια απ’ το μυαλό μου, να χωρέσουν …αυτά που θα έρθουν!

Ελάτεν σ’ αυγοτσούγκρισμαν!


Ελάτεν σ’ αυγοτσούγκρισμαν! 



Η εικόνα ίσως περιέχει: 6 άτομα, άτομα στέκονται, παιδί και εσωτερικός χώρος



Χριστού χαρά θα έρται μας με το «Χριστός Ανέστη»
Θα στρώνουμ’ τα τραπέζε μουν, ους να πιάν’ η ζέστη

Και την Λαμπρήν την Κερεκήν, σ’ ατέτ’ εσάς καλούμεν
Με τα παιδόπα τα μικρά, κόκκιν’ ωβά να κρού’μεν

Σα καλαθόπα τα μικρά, σαγλάμε ωβά θηκ’έστεν
Ελάτεν σ’ αυγοτσούγκρεμαν, με την σειράν καθέστεν

Ας δίγουμ’ κ’ έναν φίλεμαν, ελπίδαν ση χαρά μουν
Κ’ επέκει δοκιμάζουμεν, τα πλουμιστά ωβά μουν

Χίλιοι καλοί ας τρώγωμεν, αγούρ’, γυναίκ’, κορ’τζόπα
Κορίτ’ ψεμένον σο φουρνίν, σμυρνέϊκα κοφτεδόπα

Αντίλαλοι ποντιακοί, χορόντας, τραγωδίας
Με τη εγάπ’ς τη δύναμην, χτυπού’νε τα καρδίας

Καλέστεν ούλτ’ς τοι συενούς, ας έρται ο κόσμον όλον
Τη ταϊγάνας το ωβόν, τσακών’ μυτίν και κώλον

Τ’ ωβού το τσέπλ’ ση γην αν ρούζ’, τη Λαμπρής την ημέραν
Ο Άε Γιώρ’τς αμάν δεξείζ’, τη Άνοιξης την έλαν

Κι ατότες λάχ’ ΄νασπάλουμεν, τα τέρτε όλε τη πόνου
Με τη Θεού τη δύναμην, άμποτες και του χρόνου
Sp ama

Καλό Πάσχα 

Χριστού χαρά θα έρται μας, με το «Χριστός Ανέστη»
Θα στρώνουμ’ τα τραπέζε μουν, ους να πιάν’ η ζέστη

Με τη Λαμπρής την Κερεκήν, σ’ ατέτ’ εσάς καλούμεν
Με τα παιδόπα τα μικρά, κόκκιν’ ωβά να κρού’μεν

Σα καλαθόπα τα μικρά, σαγλάμε ωβά θηκ’έστεν
Ελάτεν σ’ αυγοτσούγκρεμαν, με την σειράν καθέστεν

Ας δίγουμ’ κ’ έναν φίλεμαν, ελπίδαν ση χαρά μουν
Κ’ επέκει δοκιμάζουμεν, τα πλουμιστά ωβά μουν

Χίλιοι καλοί ας τρώγωμεν, αγούρ’, γυναίκ’, κορ’τζόπα
Κορίτ’ ψεμένον σο φουρνίν, σμυρνέϊκα κοφτεδόπα

Τ’ ωβού το τσέπλ’ σ’ ηήν αν ρούζ’, τη Λαμπρής την ημέραν
Ο Άε Γιώρ’τς αμάν δεξείζ’, τη Άνοιξης την έλαν

Καλέστεν ούλτ’ς τοι συενούς, ας έρται ο κόσμον όλον
Τη ταϊγάνας το ωβόν, τσακών’ μυτίν και κώλον

Αντίλαλοι ποντιακοί, γλυκέα τραγωδίας
Με τη εγάπ’ς τη δύναμην, χτυπού’νε τα καρδίας

Κι ατότες λάχ’ ΄νασπάλουμεν, τα τέρτε όλε τη πόνου
Με τη Θεού τη δύναμην, άμποτες και του χρόνου
Sp ama

Πορτοκάλι και μανταρίνι-Φυσικό κηροπήγιο

Πορτοκάλι και μανταρίνι-Φυσικό κηροπήγιο
Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.     Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα
Σχετική εικόνα  Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα

Σχετική εικόνα  Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα




Τώρα που κοντεύουν οι γιορτές, ας κάνουμε κάτι μαγικό και όμορφο….Κόβουμε ένα μανταρίνι στη μέση (κατά πλάτος) ώστε να χωριστεί σε δύο ημισφαίρια και αφαιρούμε τον καρπό από μέσα με προσοχή. Στο ένα από τα δύο μπολάκια του μανταρινιού, θα δούμε κάτω στον πάτο να έχει ένα φυσικό φυτιλάκι, φτιαγμένο απ’ τ’ άσπρο της φλούδας. Σε αυτό το μπολάκι βάζουμε λίγο λαδάκι και αλείβουμε το φυτιλάκι (να μην καλυφθεί). Στο άλλο μπολάκι ανοίγουμε 2-3 τρυπούλες, παράθυρα. Ανάβουμε το φυτιλάκι και το σκεπάζουμε με τα παραθυράκια- μπολάκι. Σβήνουμε τα φώτα και το απολαμβάναμε, σιγά σιγά θα δείτε να απλώνεται και μια ευχάριστη μυρωδιά του μανταρινιού! Αυτό μπορεί να γίνει και με πορτοκάλι! Θυμόσαστε και τις μανάδες μας που βάζανε πάνω στην σόμπα φλούδες μανταρίνι…

Αγία Βαρβάρα Δράμας

Αγία Βαρβάρα Δράμας

Η εικόνα ίσως περιέχει: νύχτα, υπαίθριες δραστηριότητες και νερό
Παραμονή της Αγίας Βαρβάρας και μόλις σουρουπώσει από κάθε γωνιά της πόλης θα ξεπροβάλλουν οι μικροί καπετάνιοι.
Σημείο συνάντησης; Μα φυσικά η μεγάλη λίμνη της Αγίας Βαρβάρας. Η λίμνη που στον πυθμένα της βρίσκονται τα θεμέλια από το παλιό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας.
Σύμφωνα με το θρύλο που τυλίγει τις πηγές της πόλης, όταν το 1830 η Δράμα κατακτήθηκε από τους Τούρκους, το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας γκρεμίστηκε για να χτιστεί στη θέση του ένα τζαμί. Τα σχέδια των κατακτητών όμως άλλαξαν… ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας η περιοχή πλημμύρισε με νερό και έτσι το τζαμί δεν χτίστηκε ποτέ.
Από τότε η Αγία Βαρβάρα έγινε η πολιούχος της Δράμας και ακριβώς απέναντι από τη λίμνη με τα θεμέλια, χτίστηκε η καινούρια εκκλησία που αφιερώθηκε στην Αγία που έσωσε το εκκλησάκι της. Έκτοτε, στις 4 του Δεκέμβρη κάθε χρόνο η πόλη μας τιμά τη μνήμη της πολιούχου της.
Τον θρύλο αυτό ακολούθησε το έθιμο με τα καραβάκια, οι εκδοχές του οποίου είναι δύο. Σύμφωνα με την πρώτη, την παραμονή της Αγίας Βαρβάρας μετά τη λιτανεία, ο κόσμος έστελνε στο βυθισμένο εκκλησάκι το κεράκι του για την Αγία πάνω σε ένα σανίδι από ξύλο.
Η δεύτερη εκδοχή βασίζεται στο ότι η Αγία Βαρβάρα εκτός από προστάτιδα του πυροβολικού ήταν και η προστάτιδα των κοριτσιών που τις φυλούσε από τη γλωσσοφαγιά και βοηθούσε τα «τυχερά» του γάμου τους. Έτσι όλα τα ελεύθερα κορίτσια στις 3 του Δεκέμβρη, κατά τη διάρκεια του εσπερινού και μόλις σκοτείνιαζε, άναβαν κεριά στον ανατολικό τοίχο της λίμνης.
Κάποιες κοπέλες έβαζαν τα κεράκια τους πάνω σε σανίδες ξύλου και μαζί με μια ευχή τα έστελναν στο βυθισμένο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Η πορεία της σανίδας στη λίμνη έδειχνε αν η ευχή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Αν το κεράκι έσβηνε θεωρούνταν αποτυχία αλλά η ελπίδα έμενε, καθώς το επόμενο πρωί όλα τα κορίτσια κατέφθαναν και πάλι στη λίμνη για να πλυθούν με το νερό που η Αγία Βαρβάρα είχε αγιάσει το προηγούμενο βράδυ.
Τα χρόνια που πέρασαν από τότε είναι πολλά και οι εποχές εκείνες έφυγαν ανεπιστρεπτί. Και όμως το έθιμο με τα κεράκια στη λίμνη έμεινε. Μόνο που τα κεράκια τώρα ταξιδεύουν πάνω σε καράβια φτιαγμένα από παιδικά χεράκια, δημιουργώντας μια πανέμορφη και μοναδική ατμόσφαιρα.
Ότι καιρό και να έχει, χιόνι, βροχή ή τσουχτερό κρύο πάντα στις 3 Δεκεμβρίου μόλις σουρουπώσει οι μικροί καραβοκύρηδες βρίσκονται στις θέσεις τους και καμαρώνουν το καράβι τους μέχρι να καεί ή να πλεύσει μακριά μαζί με τα υπόλοιπα
Και αν οι μικροί κάτοικοι της Δράμας περιμένουν τη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας για να ρίξουν το καραβάκι τους στη λίμνη, οι μεγάλοι την περιμένουν για να γευτούν τη ζεστή και μυρωδάτη βαρβάρα που όλες οι Δραμινές νοικοκυρές ετοιμάζουν. Η πόλη μας φορά τα καλά της και γιορτάζει. Για ακόμη μια φορά το ραντεβού όλων μας είναι το μεσημέρι στην περιφορά της εικόνας της Αγίας Βαρβάρας και το απογευματάκι στη λίμνη. Και μετά το κρύο που όλοι θα νιώσουμε έντονα θα μας περιμένει η ζεστή βαρβάρα στο σπίτι! Και για να μη ξεχνάμε, ανοίγει με τα εγκαίνιά της και η «Ονειρούπολη Δράμας»
Πηγές: Τόποι και τρόποι, παράδοση με φρέσκια ματιά…

Τα Ποιητικά Χριστούγεννα του Ηλία Τσιρκινίδη!

Τα Ποιητικά Χριστούγεννα του Ηλία Τσιρκινίδη!

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο




Όλα τα προβλήματα τα αντιμετώπισαν με καρτερία, οι πόντιοι, « ς σο πλάν τη Ρωμανίαν». Ένα μόνο δεν μπορούσαν να υπομείνουν, τον ξεριζωμό. Αυτό το συναίσθημα της νοσταλγίας στον πατρογονικό τους τόπο οι καταγόμενοι από τον πόντο ποιητές, το μετέφεραν μέσα στην ποίησή τους. Ο αείμνηστος Ηλίας Τσιρκινίδης προσπαθεί να εκφράσει αυτή την αγωνία και τη λαχτάρα στο ποίημά του:

"ΧΡΙΣΤΟΥ ΄Σ ΣΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑΝ" 

Σκωθέστεν! Αλληλούια κι αγγελικά λαλίας, γλυκέμνοστα κι ο ουρανόν κι ο κόσμον εγομώθεν.

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα μακριά από τον Πόντο. Θέλει να φύγει γρήγορα. Παρακινεί και τους άλλους να σηκωθούν. Ακούει μέσα του τη γλυκιά μελωδία των αγγέλων της Βηθλεέμ που κατέρχεται από τον ουρανό και ο κόσμος γέμισε. Πλημμύρισε από νοστιμάδα.

Σύναυγα έρ' ται ο Χριστόν! Ας χαίρουμες, ας πάμε ΄σ σην απαντην Άτ', ΄σ σου παρχάρ' τον ανθομυριγμένον!

Με τους στίχους αυτούς ο ποιητής εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, τους ζήτησε να σηκωθούν. Πολύ πρωί, χαράματα, έρχεται ο Χριστός και πρέπει να τρέξουμε να τον συναντήσουμε γιατί έτσι θα χαρούμε. Μόνο που πρέπει να τρέξουν στα παρχάρια, τα όμορφα βοσκοτόπια του Πόντου. Κάπου εκεί στην άκρη της πλούσιας βλάστησης βρίσκεται η δική του στολισμένη φάτνη. Παντού λουλούδια που ευωδιάζουν για να υποδεχτούν το θείο βρέφος.

Ναι! Κάθε χρόνο ο Χριστόν, ασ' σα ψηλά παρχάρα, 
ερ' ται δαβαίν' και-ν ευλογίζ' τα κρύα τα νερόπα 
τα χορταρόπα τα χλωρά και τα μανουσακόπα 
και τ' άχαρα τα μάραντα, τα πρωτονοταγμένα- 
καμίαν' κι ανασπαλλει ΄ατα και τ' απορφανισμένα!

Με οδύνη και πόνο στην καρδιά γνωρίζει ότι ο Χριστός έρχεται κάθε χρόνο στην γη. Περνάει και από τον Πόντο από τα ψηλά μέρη, τα βοσκοτόπια τους. Περνάει και χαρίζει πλούσια την ευλογία του στα κρύα νερά, στα όμορφα χόρτα και τους μενεξέδες, αλλά και όλα εκείνα τα καημένα τα λουλούδια που δέχθηκαν την πρωινή δροσιά. Καμιά φορά δεν τα ξέχασε ο Χριστός γιατί ξέρει ότι αυτά αισθάνονται ορφανά με την απουσία μας.

Κ' εμείς πώς ν' ανασπάλλομε, με το ποίον καρδίαν, 
εκείνα τα παρχάρα, μουν, τ' ανέσπαλτα, ΄ς σα ξένα;

Ο ποιητής δεν βρίσκει καμία δικαιολογία να ξεχάσει να βρεθεί στην υποδοχή του Χριστού που είναι πάντα συνεπής. Δεν το επιτρέπει η καρδιά του να λησμονήσει τα παρχάρεα που βρίσκονται στα ξένα.

Ας πάμε ολ' αγλήγορα, χρυσοαναλλαγμένοι 
εκεί ΄ς σον παρχαρότοπον τον τσιτσεκοπλασμένον, 
για ν' απαντούμε το Χριστόν σιτ' έρ' τ' απάν' ασ' σ' άθεα 
κι Ατόν ας τριγυλισκουμες και να παρακαλούμε: 
"Χριστέ μ' πότε θα κλώσκουμες σ' εμέτερα τα τόπεα"

Η ώρα της υποδοχής του Χριστού πλησιάζει και ο ποιητής αισθάνεται μέσα του την αγωνία. Παροτρύνει όλους να πάνε γρήγορα. Να φορέσουν τα καλύτερα ρούχα τους και εκεί στον πλασμένο από λουλούδια παρχαρότοπο να προλάβουν το Χριστό, την ώρα, ακριβώς, που θα κατέρχεται από τον ουρανό. Τότε, όλοι μαζί να σταθούμε γύρω-γύρω και να τον παρακαλέσουμε: Χριστέ μας, πες μας πότε θα γυρίσουμε στα δικά μας τα μέρη, στον τόπο μας.
Με πόνο ψυχής απευθύνεται στο Χριστό και του λέει το παράπονό του αν ξέρει πότε θα γυρίσουν πίσω στον τόπο τους.

Κ' εμπρ' ασ' εμάς γονατιστά, σα γόνατα τ' ας ρουζ' νε
Κι εκείνα τα μικρούτσικα παιδόπα μουν τ' αθώα 
-με τα χερόπα τ' άγια κι ακρίματα- κ' εκείνα 
κ' εκείνα π' ας παρακαλούν με τ' ανοιχτά τ' αγκάλιας.

Οι τελευταίοι τέσσερις στίχοι αναφέρονται στα μικρά παιδιά. Ο ποιητής μας γνωρίζει την αγάπη του Χριστού στα μικρά παιδιά. Γι' αυτό ζητάει τη στιγμή της συνάντησης με τον, εξ ουρανού, κατερχόμενο Χριστό, αυτά να βρίσκονται πολύ μπροστά. Όταν θα κάνει την εμφάνισή του ο Χριστός, να γονατίσουν μπροστά του με ανοιχτές τις τρυφερές αγκαλιές τους και να τον παρακαλέσουν. Τα χεράκια τους δεν έχουν γίνει αιτία για καμία αμαρτία. Είναι πολύ μικρά και αθώα ώστε να εισακουστεί η προσευχή τους, για τα "απορφανισμένα" παρχάρια, τα "ανέσπαλτα".

Όλα τα ποιήματα που έγραψε ο Ηλ. Τσιρκινίδης είναι γραμμένα στις δεκαετίες 1930, 1940 και δημοσιεύτηκαν σε διάφορα ποντιακά περιοδικά. ΛΑΟΣ, Αδέσμευτη εφημερίδα Ν. Ημαθίας, άρθρο Παναγιώτη Παπαδόπουλου, φιλόλογου καθηγητή. 

Ευχαριστώ θερμά τους λαογράφους-συγγραφείς, Χριστόφορο Στάθη Χριστοφορίδη, την Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφουσια, τον Παπαδόπουλο Παναγιώτη, Φιλόλογο-Καθηγητή και τον δικό μας τον +Τάκη- Παρυάδρη τον μηχανικό, ποιητή και συγγραφέα, που με βοήθησαν και σ’ αυτήν τη συγγραφή, μνήμης και τιμής, στον εξαίρετο πρώτο ποιητή μας, ΗΛΙΑ!

Τρώγ’νε τον βίον τ’ εφτωχού…

Τρώγ’νε τον βίον τ’ εφτωχού…


Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.

Η αργατία οσήμερον, βογκά κι αναστενάζει
Και το αγνεάρ’ φαγείν ντο τρώει, κοτσόλαμπα φωτάζει

Ο κόσμον έντον άχαρος και νε ψωμίν, νε γάλαν
Τα ζα μουν πα, όσον πόσον, θα πορεύκουν’ εντάμαν;

Χαΐρ’ ΄κί θα ελέπουμ’, πολλά θα υποφέρουμ’
Κ’ έναν βρακήν σο κώλον κιάν ΄κί θα έχουμ’ για να παίρουμ’

Θα αποθάνουμ’ και καν’νάν ΄κι θάχουμ’ για να θάφτ’μας
Κ' έναν κερόπον τη Θεού, κανείς πα ΄κί θα, άφτ’μας

Τ’ αλευροσάκκουλα εύκαιρα, κρεμάουν σα καρφία
Εφτά δουλείας αν ΄κ’ εφτάς, πως θα ΄πεβγάλλ’τς ζεμίας;

Το ζεγκινλίχ τη παραλή, δεσπότ’ πα ΄υναικίζει
Σο καλύβόπον τ’ εφτωχού, κοσσού πα ΄κί κλουκίζει

Με νόμον «σόεμαν» ευτάν’, οι σημερ’νοί αγάδες
Τρώγ’νε τον βίον τ’ εφτωχού, κι ανοίγ’ν ατόν γεράδες

Σον εφτωχόν, σον άρρωστον, την πόρτα σ’ αν εσπάλλτ’σες
Φοούμεν κι ο Πανάγαθον, εσέν πα θα ανασπάλλτ’σεν

Ο εφτωχόν εγύρεψεν κ’ εδέκεν για την ψή ν ατ’
Τον περισσάν βοήθεσεν, μ’ ωμαίζ’ με την κιαντή ν ατ’

Με το μαχαίρ’ να κρούν’ εμεν, ΄κί θα εβγάλω γαίμαν
Η αλήθεα και το δίκαιον, μέρ' είναι και ΄κί φαίνταν;

Θεέ μ’ πουλόπ’ ανέστησον κι όχι την ανθρωπότην
Τ’ αχάντεα όντες λουλουδούν, ποίσον καινούργιον νιότην
Sp Ama

Σ’ όλε απάν’, εκαπατεύτα την σεβντάν..

Σ’ όλε απάν’, εκαπατεύτα την σεβντάν..

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.



Έναν κορτ’ζόπον γνωστικόν και πολλά νουνιγμένον
Χιλέμορφον, παντέμορφον, τη Ήλ’ το ευδιασμένον

Έρθεν σ’ ηή μ’ άμον βρεχήν κι άμον την χαλαρδίαν
Έρθεν κ’ επότσεν τη ζωή μ’, ντο είχεν ξηρασίαν

Το πρώσοπον γλυκέμνοστον, τ’ ομμάτεα μανουσάκια
Χειλόπον μελιστάλαχτον, σα μάγλ’ απάν’ λακάκια

Καλημερίζ’, τρέχ’ και γελά, μαγεύ’ όπου εφάνθεν 
Ανθόμελον η κάρδια τς κ’ η ψη’ γομάτον άνθεα

Σ’ όνομαν ατς πίνω ρακήν, ροδόσταμαν σο ψόπο μ’
Πίνω αδά μεθώ ακεί, νε παραδείσ’ πουλόπο μ’

Και πόσων χρονιζ’νών είμαι, αν λέγ’ ατεν θα σπάζ’μεν
Πασκίμ κ’ εγώ μετρώγ’ ατα, συνέχεια αλλάζ’νε...

Sp Ama

Ση Φουντούκ’ τη χαμαιλέτεαν…

Ση Φουντούκ’ τη χαμαιλέτεαν…

Η εικόνα ίσως περιέχει: υπαίθριες δραστηριότητες



Ήταν ο νερόμυλος των χωρικών, που άλεθαν το στάρι και το καλαμπόκι, για να κάνουν το αλεύρι για ψωμιά, τις πίτες και τα νόστιμα φαγητά: «Χαβίτς», «τρίμμαν», «τσιριχτά», «γιοχάδες», «πισία», «δεμέσια», «λαβάσια» «μακαρίναν…»
Από τον μυλαύλακα λοιπόν, το «χάρκ» και το σωλήνα, το «ολούχ» το νερό έπεφτε στον τροχό του μύλου, την «τσάρχα», που λέγανε για να κινηθεί η μυλόπετρα, «παλαγόγιζαν την χαμαιλέτεν» και από ένα υπόγειο αυλάκι, τον «αλεπόν», το νερό έπεφτε ξανά στο ποτάμι. Η σειρά, η «λαχίδα» έφτασε, το καλαμπόκι αδειάζετε στο μελεθρείο και μ’ έναν κρουνό, το «καλίν» οδεύει στον λαιμό, σην «γούλαν» της μυλόπετρας. Τα σιδερένια ελάσματα, «κρανκανάκ» κανονίζουν την ποσότητα ροής, 100 κότια, περίπου 700 οκάδες αλέθονται σε 24 ώρες.
Ο μυλωνάς, σε κάποιες περιοχές του Πόντου, ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει αλάτι, για να κάνουν και «ανανίβ πίταν», στο όμορφο τζάκι του μύλου. Όμορφα χρόνια, απλά… « Κανείς ΄κ’ έλεγαμ’ εγώ έχω κ’ εσύ κ’ έχ’ς, ούλ’ ίσα είχαμ', έναν έτον το τραπέζ’ν εμουν και οι αρθώπ’ κι άλλο χαρεμέν’ έσαν! Ατώρα πα, όλεα έχ’νε, και σ’ έναν τ’ άλλο αγάπην κ’ έχ’νε, μακρά πα, ο εις ας σον άλλον…»
Ό μπαξές του μύλου στο χωριό μας, « Τη Φουντούκ’», στέναζε από τα γλυκά φράουλα, τα μποστάνια και τα φρούτα και τα παράξενα σκιάχτρα που τα βάζανε για να φοβούνται τα πουλιά και τα αγρίμια. Ποια πουλιά και ποια αγρίμια; Σήμερα ουρλιάζουν μονάχα οι άνθρωποι, πως λέει κι ο Λουντέμης! Ο μπαξές, τα βράδια, δεχότανε, την πιο άγρια επίθεση, με το συνθηματικό της παρέας : « Παιδία, πάμ’ σο κλεψίον». Ο άγραφος νόμος της προσφυγιάς, δεν επέτρεπε τότε μηνύσεις, γινότανε μονάχα λίγο «σούσουρο» κι έπεφτε και λίγο ξύλο. Στο σιωπηλό το ρέμα μπροστά απ’ το μύλο, λαμπύριζαν και οι «κολοφωτίτσες» που τις πιάναμε και τις καρφώναμε στο μέτωπο! Αληθινή ποιότητα ζωής, με την ομορφιά της απλότητας και της φυσικής αρμονίας! Όλος ο κάμπος έμοιαζε μ’ ανοιχτό βιβλίο φυσικής ιστορίας, γεμάτος ζώα, πουλιά, ποικιλόμορφα φυτά και τρεχούμενα νερά! Ήταν όλα τόσο αληθινά, που έμοιαζαν με ψευδαίσθηση. 
Την αρμονία όμως αυτή, η πρόοδος την αντικατέστησε με τον καινούργιο τον κανόνα: «Ό,τι δεν παράγει, πρέπει να καταστρέφεται» και έτσι το βιβλίο… γέμισε εμετικές λέξεις: Ευτροφισμός, αναδασμός, νιτρικά άλατα, τοξικά, ιώσεις, μολύνσεις, ξηρασίες, δηλητηριάσεις…
Στο Κεφαλάρι της Δράμας, λειτουργεί και σήμερα ο νερόμυλος του "Κόντου", του φίλου μας και πρώην ποδοσφαιριστή της θρυλικής Δόξας και με χαρά ξεναγεί τον κάθε επισκέπτη…

Ρε παιδία ντο λέτεν, πάμεν ση Χαμαίλετεν…Sp Ama

Παίζοντας με ποντιακές παροιμίες, έφτιαξα παρακάθι

Παίζοντας με ποντιακές παροιμίες, έφτιαξα παρακάθι

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα

Κέρεκη : Τ' εμέτερον η γενεά, Χιόνα, για την ξενιτίαν επλάστεν, ους να λες δόξα σοι ο Θεός, αμάν, Παναϊα μ', πρόφτασον…

Χιονού : Ώι Αναθεμά και τα τρανά τα πολιτείας τη ξενιτίας, 
Κέρεκη, απ' όθεν-κες εβγαίν' ο ήλον, κανείς χαπέρ' ΄κι΄ παίρ' και ζατίμ' κι ατείν’ ντ’ επήγαν’νε εκέσ’, εχαλάγα’νε, κι όσταν εκλώσταν ΄ξάν’ οπίσ', εγάμεσαν και τα χωρία.

Κέρεκη : Τ' εμέτερον η γενεά, να χάται ΄ κ' εν', με το κεμεντζόπον και τα τραβωδίας εμπαίν'νε κ' εβγαίν'νε σον Άδ', κεράζ'ν'ατον και την ρακήν.

Χιονού : Η ρακή, πέσπελιμ, για τ’ όλεα τα δουλείας εν', κοινωνίαν πιλέμ' ’ίνεται, άμα, όντες πίντσ’α πολλά, ο νούς-ισ', καλά-καλά μετ' εσέν ΄κ' εν'

Κέρεκη : Βερεσίαν ρακήν πη πίν', Χιόνα, δύο φοράς μεθεί, μίαν όσταν πίν’εατο και τ' άλλο, όντες πλερών’εατο.

Χιονού : Ν' αϊλλοί εκείνον πη ΄κ' επορεί να πίν’ κι ας σα πετσία τ’, σύρ’!

Κέρεκη : Αέτσ’ πως εχαλάεν κ’ εμαλάεν ο κόσμον, ο κάθαεις εμουν, την κεαντήν' ατ' τερεί, εξήβαμ' ας ση στράταν τη Θεού κ’ εδέβασαμα κά! Οι παλαιοί μουν, ήξεραν κ’ έλεγαν, «Ο κόσμον, ας' σοι δεβασμέν'τς θα ΄νεβύεται»

Χιονού : Άναβα τ' εμέτερα τα ντέρτεα, τη χώρας πα ήσυχα ΄κί αφήν’νε μας! Οσήμερον, αν θέλτσ' να ζείς πολλά χρόνεα, Κέρεκη, παχύκαρδος πρέπ' να είσαι, παχύκαρδος!

Κέρεκη : Άμον τον ταή σ', ντ’ αγαπά πολλά τ' ευώρας και τ' οκνίας και νε το γαϊδίρ' λαλεί και νε το μιντέρ' κρατεί! Σ' οσπίτ’ ν ατ’ πα ζατίμ απέσ', πεντικός ΄κί αλευρούται, οτουνούμ', βούδ’ έρθεν’ και βούδ’ θα πάει!

Χιονού : Αν λέγω σε και τ' άλλο, η πορδή πα θα σκάν' σο γέλως! Την κοσσάραν είπεν, "ξι", κ' ερούξεν η τσίπα τ’...

Κέρεκη : Εμέν πα αροψεκέσ’ είπεν: -Δεξάμεντσα, τον χρόνον δύο φοράς μανάχον πιάν'μεν η οκνία, αλλά τ' αφώτιστον, απ’ εξ' μήνας κρατεί’ μεν! Ο Θεόν ευλόεσεν το καθισίον, Χιόνα, άμα το άπλωμαν τ’ ατουνού κι άλλο καλλίον…

Χιονού : Ο Θεόν λέει, "εσύ όσον θέλ’τς δούλεψον, άμα εγώ, όσον θέλω, α δίγω σε".

Κέρεκη : Έξεργος πη δουλεύ’...τα παράδας οφίδεα και φορθάκας ’ίνταν’

Χιονού : Κάποτες έλεγαν, η δουλεία εντροπή ΄κ’ έν κι ατώρα ευτάγ’νε όλεα τα εντροπαρίας να πιάν’νε δουλείαν! Άμα, Κέρεκη, ας λέγω σεν και τ’ άλλο, η παρά πα ντό εν, ακεικά να θέκ'ς ατεν, ο σκύλον απάν’ ΄κί κρούει!

Κέρεκη : Με την πορδήν, ωβά ΄κί ποατίουνταν, οσήμερον! Ας είχα εγώ την παράν, πόλικον, κι ο Ναείχας και ο Νάβρισκας, νηστικοί ΄κί θ’ απομέναν!

Χιονού : Τα τζάκια ντο καπνίζ'νε ζατίμ' αν εμάγρευαν, Κέρεκη, κανείς πεινασμένος ΄κί θα έτον. Άμα, σον κόσμον, ντ’ έρθα μεν, άλλος τρώει κι άλλος τερεί, το «έλα φά», πα, όλ’ ενέσπαλαμ!

Κέρεκη : Τεάμ' ατείν’ οι τρανοί, με τον λύκον τρώγ’νε το πρόατον και με τον οικοκύρ'ν αθε, κάθουνταν και μοιρολογούν’ ατο κι άμον τα σκατά ντο πατί’ατα το τεκίρ' τ’ αραπάς, αδά σκατά κι απεκεί πα σκατά και ση μέσ’ μανάχον, απομέν' ολίον καθαρόν.

Χιονού : Έρθα κ’ εγράστα απάν ΄ς σην ηήν κ' ίδιοι υπουργοί, τα χάταλα μ' πα, εθεαρρούν, ο κόσμον αέτσ’ επλάστεν

Κέρεκη : Οι ψοφεμέν' νύχια ΄κ' είχαν να τσαφίουταν κι ατώρα τ' αλίματα κρεμάουν ας' σα γούλας ατουν. Τ' εμέτερον πα ο Κερέκον μίαν είπεν: - Ελέπατς θεία, ντο χορεύν'νε την " Φτωχολογιά" τη Καζαντζίδη και το γαίμα μ' έρται, ους την τεπέ μ'...Τη εφτωχού το σκοινίν, γαϊδιρί’ δουκάλ' πιλέμ ’ίνεται, Χιόνα!

Χιονού : Εγώ γαϊδίρι μ' δίγωσεν, ν’ αϊλλοί πη θ' αγοράεις σε.
Εγομώθεν κι ο ντουνιάς, κλεφτάν’τς, Κέρεκη! Είνας πα, πορδαλάς, αλλόξενος, εμ κλέφτ’ τ’ οσπίτεα, έμ έβγωσεν και με το φενέρ' και με τ’ έναν οκάν μουστάκια, σην, "Καλήν εσπέραν άρχοντες"

Κέρεκη : Ποίος κλέφτ', Χιόνα, εφτάει έναν κρίμαν, ποίος όμως χάν' κάτ', εφτάει κι άλλο πολλά κρίματα, γιατί τον κόσμον όλον, υποψιάσκεται

Χιονού : Το χαμαιλόν το γαϊδίρ', ούλ' θέλνε να καβαλκεύν'ατο, άμα τον άρκον μίαν όσταν είπαν' ατον, χόρεψον, εγούζεψεν κ’ εσκώθεν κ’ εχάλασεν όλεν τ' ορμάν!

Κέρεκη : Σα χορόντας, ούλ' καλοί φάθουνταν, κ’ ίλλεαμ τ’ εμετέρ’ οι συενοί ντ’ επλάσταν, να πίν’νε ρακήν σην ονομασέα σ' και γαϊφέν σα σαράντα σ'!

Χιόνα : Τον άνθρωπο σ', όσον ζεί θα τιμάς ατον, όντες αποθάν' ήντεαν θέλτσ' ποίσον, χαπέρ' ΄κι΄ παίρ’! Τα ταφία τη χωρί’ πα, ση πλατείαν απέσ’ πρέπ' να είναι, να ελέπ' ν' ατα κάθαν ημέραν και μαθάν’νε, ποίον εν' το μερτικόν' ατουν.

Κέρεκη : Τα χορόντας πα, καλά τραγωδίας θέλ’νε, ατά ντο ΄κ’ έχ’νε σααπήν, μανάχον ατά, δίν’νε ανάσαν σην ζωήν, να παίρ' καλόν συνέχειαν….

Συνεχίζεται, όταν θά’χω πάλι κέφια…

Φόρμας και πινακωτία και τη τεμερτζή τα εργαλεία…

Φόρμας και πινακωτία και τη τεμερτζή τα εργαλεία… 


Η εικόνα ίσως περιέχει: υπαίθριες δραστηριότητες



Σα πολλά αυλία τη χωρί’, είχεν και φουρνία! Κ’ ήντσεαν ΄κ’ είχεν, εφούρνιζεν ση γειτονίας! Πρώτα φουρνία κ’ επεκεί εγκλεσίαν, έλεγαν οι ξεριζωμέν'! Ο αρτοποιόν πα, έτον’ η οικοκυρά τη οσπιτί’, εζούμωνεν κ’ εφούρνιζεν και καμίαν ΄κ΄ επούλ’νεν! Σο τρανόν το σκαφίδ’, έπλαθεν το πρωζύμ’ με το τροζ μαγιάν, το ρώσικον, το μπιρόχορτον, ντ’ εφύουσουν, άμον το κλέμαν, σ' Αερί’ το ορμίν τη χωρί’ κ’ επεκεί, εσκέπαζεν’α σο χουλέν τον τόπον κι όντες ενεβήν’νεν το ζουμάρ’, εθήκ’νεν σα πινακωτία και σα φόρμας. Έξαφτεν το φουρνίν με τα ξερά κλαδία και με το φουρνόξυλον, την καμάκαν, έπλωνεν να πάγ’νε παντού τα τσιλίδεα και όντες εσίμωνεν η ώρα να φουρνίζ’, εκούντανεν όλεα τα τσιλίδεα ση πόρταν τη φουρνί’ και με την καταμάγιαν, τα νεβραμένα ίστεα τσαπούτεα, με τα τέλεα δεμένα σο τσαγκάλ’, εσκούπιζεν τ' απέσ’ τη φουρνί΄ κι απάν’ σην πιρίφτεν, εθήκ’νεν τα φόρμας, αφού εχάραζεν πρώτα με το μαχαίρ’, έναν έναν το καρβέλ’. Τελευταία εβάλ’νεν κι ατό ντ' επερίσεψεν, το κατενόν, το λιγοστόν και χουλέν χουλέν, πρώτα ατό εσυνορθίαζαμε με τη χτηνί’ τη Γαλοφόρας το βούτορον! Εμείς μωρά, για να δίν’νε μας έναν ζεστόν τσακωμένον κομμάτ’, εκουβάλ’ναμ’ τα φόρμας, δύο δύο, αληωρευτά κι όντες εσυμποδίουμ'νες, σα κατσκάρεα τα πέτρας και όπουζούμμμ', ερούζ’ναμ’ αφ’κά, αμάν οι μανάδες έτρεχαν να καθαρίζ’νε το ζουμάρ, γιατί έτον ευλογία κυρίου να ρούζ' αφ'κά ψωμίν κι ατώρα, τεμελία εχάθεν η ευλογία τη ψωμί’, τη στοματί’ μ’ το τατ και τ’ ανθρωπί’ τα καλοσύνας! Τ’ εμετέρ’ όλ’ μαστόρ’, μετεντζήδες τεμερτζήδες ας σον Πόντον, έσαν’! Ετοπλάευαν’ απαδά κι απεκεί’ τ’ απομεινάρεα σιδέρτα κ’ έξαφταν’ατα σο μαχάν’ κ’ επεκεί’ εντούν’ναν σο αγμόν’, να ευτάγ’νε τη οσπιτί’ σκεύεα και τα φόρμας τη ψωμί’ και πολλά εργαλεία! Καρφία, κλειδία, τρανά ψαλίδεα, μαχαίρεα, την καλπετήν βγαλσίματος τη οδοντί’, τανάλιας, τσακούτσεα, μαλάδας, τη χτηνί’ τα μουντσουρλούχεα, τροχούλεα για τ’ αραπάδας, κάγκελα, τα σάτσεα και τα εμπροστίας, απάν’ ντ’ έψεναν τα δεμέσεα και τα τσορέκεα, ζευλία, (αρχαίο ζεύγλη), κερεντήν, (αρχαίο κείρω). Ολόερα πα, ας σο μαστορείον, με το μαχαν’ και το αγμόν’, ετοπλαεύκουσαν ενθυμούμαι, οι σεϊρτζήδες, π’ ετέρ’ναν κ’ εγάπαναν το έργον, την αξίαν τουν και το πόσον έμορφα εταίριαζεν με τα ευλογίας τη χωρί’! Αρ’ για τ’ ατό, ύμνεσαν και τον Ήφαιστον και καν’νάν εργοστάσιον ’κ’ επορεί να ευτάει, όσα το χέρ’ εγροικά κ’ έμορφα ευτάει… Σο μαστορείον, εποίν’ναν και τα γινία και με τ’ ατά, εμείς τα μωρά, ταεμένα με σύρμαν ση γούλαν. εντούναμ’ απάν’ το κατσκάρ’ την πέτραν με τα παγωμένα χέρεα, για να ψάλουμ’ δυνατά τα Κάλαντα! Όλ’ πα, κάτ’΄εδίν’ναν, κανείς ΄κ’ έλεεν, ατό το αγνεάρ: -Να τα πούμε; Ο Χριστόν εγεννέθεν, χαρά σο κόσμον, ευτυχισμέν’, πολύχρονοι και πάντα χαρεμέν’… Sp Ama


Ο ταή μ’, ο οικολόγον!

Ο ταή μ’, ο οικολόγον!


Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.




Έναν καιρόν κ’ έναν ζαμάν’, για παλαιά θα λέμεν
Είνας εαρίφ’ς παντέφτεχος, εζήν’νεν και ν’ επέν’νεν

Υπάκουος και δουλευτάρ’ς, το φως απέσ’ ση ψη ν ατ’
Άρ’ με τα ξύλα ντ’ έκοφτ’νεν, ΄γυρόκλωθ’νεν τ’ οσπίτ’ ν ατ’

Σεαμέρωσεν τον γάιδαρον, κρέμασεν τα σκοινία
Ο ασκετής πάει σο ραχίν, θ’ αντιβοούν τ’ ορμία

Τρανόν, δέντρον, παλέν, ξερόν, γομάτον μασχαρείας
Άψον, σβήσον, κόψον, σκίσον, αλήωρα δουλείας

Ας σο ραχίν θα φέρ’ μανίν, βράζ’ κ’ επεκεί ξερεί’α
Και κρούει ατο με το κασκάρ’, να άφτ’ και τσιγαρία

Φουλτούρ-φουλτούρ εφύσανεν, αέρας σα ραχία
Με τουλουμί’, με κεμεντζές, με χειλιαβρί΄ λαλίαν

Τσοπάν’ λαλούν’ με το γαβάλ’, τα πρόατα να βόσκουν
Θ’ αλμέγ’νε, θα τυροκομούν’, το βράδον όντες κλώσκουν

Σα δύο αλάτ’ ανάμεσα, πεγάδ’ πετροχτιμένον
Χαλκοματένεν έναν τασ’, σο ζιντζίρ’ κρεμαμένον

Ση πεγαδί’ τον κώλον κιάν’, εχ’ κολημένα βδέλας
΄Θα̤ρρείς παρέλασην ευτάν’, κορ’τζόπα με κορδέλας

Κι ολόερα πυκνόβλαστα, άσπρα τα σαπωνίτας
Χορολαγκεύν’νε ανάμεσα, τα πράσινα τσιχρίτας

Το κρένερον θολόν έρθεν, ας σα πολλά βρεχία
Έναν τσαπούτ’ εύρεν και βάλ’, σο τασ’ για φιλιτρίαν

Λαπ, λαπ, πίν’ πουζ κρύον νερόν, ταμάμ’ για θερμοφόραν
Και ανατάν και μπαμπατάν θα κρούει την ανηφόραν

Εσέβεν σα απάτητα όθεν γεννούν τ’ αγρίμεα
Κούκος λαλεί, λαλεί κι ατός, «τσ’ ευδίας» τα τσαλίμεα

Ψηλά ραχιά και πράσινα, φιλώ και χαιρετώ σας
Τ’ οσπίτ’ εσείς χουλένετε και χάρην εχρωστώ σας

Καρφών’ τ’ ομμάτ’ σα μέρμυγκας, ση ρίζαν τη οξέας
Πως τοπλαεύν’νε το φαγείν, παν’ κ’ έρταν σα φωλέας

Ση στράταν ντ’ επορπάτ’νανε, ΄νεμείνεν να δεβήν’ναν
Ωρεάσον τσουγναεύ’ ετα, ψην έχ’νε κ’ είναι κρίμαν

-Πόσα πατμάν’ ζυίεις μερμήγκ’ και σκών’τα εσύ πα βάρη;
-Σεράντα είπεν ζύεστα, με τ’ εμόν το γαντάρι

-Που πας αφέντη μ’ μέρμηγκα, φουριόζος φορτωμένος;
-Τ’ οσπίτ’ σταρχίζουμ’ χειμωγκόν, κανείς μ’ έν’ πεινασμένος

Εξέγκεν ας σο δίσακον, έναν κοτέρ’ ψωμόπον
Ετσάντσεν και ση στράτα του, τριμμένον θρουμουλόπον

Γαρσί΄ ατ’ στέκ’ είνας αβτζής, με το τυφέκ’ σ’ ωμία τ’
Καψόλ, παρότ’, μολύβ’, βοά, εκόπεν η λαλία ατ’

Είναν περδίκαν πλουμιστήν, σουμαδεύ’ με μανίαν
Τα πουλόπα τς, ν’ αϊλλοί΄, ν’ αϊλλοί΄, θα σύρ’νε ορφανίαν

Τινάεν σον αέραν, ρουζ’, σουμά τ’ εβγών’ η ψη α τς
Το ταίρ’ν ατς θ’ αραεύ’ εατεν, τσι θα φαζ’ τα πουλία τς;

Τη ορφανίας συμφορά, σ’ αγλώσσωτα πουλόπα
Επέμ’ναν αναχάπαρα, αφώλετα τα ψόπα

Πουλόπο μ’ ολιγόζωον, παρχαρολαλημένον
Κανείς ΄κ’ εξέρ’ ντο ΄ίνεται, ση μοίρας το γραμμένον

Ο κόσμον μαύρος κι άδικος , τ’ άγρε όλεα σκοτούνταν
Τοι ορφανίων το κισμέτ’, πόνεα ντο ΄κί λαρούνταν

Οπίσ’ αβτζή, οπίσ’ αβτζή, θα τρώς τη λιθαρέαν
Την ψήν τ΄ εμόν πα σκότωσες, ΄ποίκεσ’ ατεν μανέαν

-Ό,τι σκωτώνεις νε αβτζή, πασκίμ χαρίεις α ο Χτίστης
Νουνίζ’, φουρκίζ’ και φτυλακίζ’, μω- τ’ έργος και την πίστης

Σ’ έναν πελίτ’ θερίον κιάν, κάτσεν κι αροθυμίεν
Τον Πόντον τον ανάσπαλτον, τον Πόντον ντ’ ορφανίεν

Κι άλλο καλλίον ζήναμεν, ση πατρίδας τα χρόνεα
Πουλόπα ξάι ΄κ’ ετρόμαζαν, εκόνεβαν ζυγόνεα

Ολ’ εθαρρείς έναν έμ’νες, ευσπλαχνικόν το γαίμαν
Κανείς τα «θεία» ΄κ’ έβριζεν, φογούσαν και το ψέμαν

Καραγατσί’ είχα μ’ δύναμην κι αντίλαλον σ’ αστέρεα
Σα χέρεα μουν εκράτ’ναμεν, λουλούδεα αντί μαχαίρεα

Πατρίδα μ’ τ’ ορμανόπα σου, με τα ποταμοάκρεα
Ποίον να λες, ποίον να κλαις, αμάν γομούσαι δάκρεα

Τα αίματα ντο έτρεξαν, απέσ’ άγρεα τ’ ορμάνε
Κυλίγαν’ και επότσανε, τη θάλασσαν τη Μαύρεν

Αδά κι ακεί εχάθαμεν, σα στράτας, σ’ εξορίας
Σα πόλεμους, σα παπόρεα, σ’ άσπλαχνα καραντίνας

Βαθέα ρίζας και τρανά, σον Πόντον ξεριζώθαν
Χαλάσματα, καψίματα, ταφόπα βεβηλώθαν

Η μάνα εχάσεν το παιδίν και το παιδίν τη μάναν
΄Κ’ επρόλαβαν να χάρουνταν, ούτε το πρώτον γάλαν

Ανάσπαλτα τη προσφυγιάς, χρόνε καταραμένα
Η πείνα και τ’ αρρώστιας, χώματα ματωμένα

Άλλο τιδέν ΄κ’ έχω Θεέ μ’, αξάν’ παρακαλώ σεν
Την ψή ν’ τ’ εμόν πα έπαρτο, ατό μόνον χρωστώ σεν

Με τραβωδήν και με χορόν, με κέφεα και φιλίαν
Έρθαμεν σην Ελλάδα μου κ’ έχτισα μ’ τα χωρία

Αγνά και θαμαστά έσαν, τα χρόνε αδά ας τ’ έρθαμ’
Ντ’ έσυραμ’ ν’ ανασπάλλουμεν κι όλ’ άσκεμα εφέρθαν’

Για τ’ όποιον όλ’ βλαστημούν’, τη ράτσας ιμ το μύρον;
Τουρκόσποροι, αούτηδες, παιδίον και λαζίον

Τα δέντρα μαυροφόρεσαν, άλλο κι καλατζεύ’νε
Ατόσα χρόνεα εδαίβανε, την ρίζαν αραεύ’νε

Τη Ηλ’ αχτίναν τ’ έμορφον, είδεν την αδικίαν…
Δώρον αντίχαρον χαράς, εφέκα μ’ την αντρείαν

Τα άγρεα, τα τσάτσαλα, όλε τα χερσοτόπεα
Εμείς έρθαμ’ κ’ εποίκα μεν, ανθοφορίας τόπεα

Κάτ’ έπαθαμ’, Σουμέλα μου, χάθεν η πίστ’ κι εγάπη
Εμορφον λέγ’νε το κακόν, την ώραν κλώθ’ φαρμάκι

Κάτ’ `επαθαμ’, Ακρίτα μου, τον κόσμον ΄ποίκαν μάγια
Ματωβαμένον έν’ η γής, λάβαρα καταμάγια

Κάτ’ έπαθαμ’, νε Μάραντε, ο νόμον γους ντωγμένον
Τα βογγετά αμέτρητα, τάμαν αρωστημένον

Να αξιών’ Πανάγαθος, να ελέπω την πατρίδαν
Τα χώματα να προσκυνώ, ντ’ εχάσα μ’ κι άλλο ΄κ’ είδα μ’

Τα χελιδόνεα κλώσκουνταν, εμείς πάμεν και πάμεν
Ο κόσμον τσίπ’ εφτώχινεν, το νόημαν εχάθεν…

Τα Λίντζεα, η Γουρούνα και το κουρτιστόν καρούλ’..


Τα Λίντζεα, η Γουρούνα και το κουρτιστόν καρούλ’..

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.



Μικροί όσταν έμ’νες κι άλλ’ έμορφα παιχνίδεα έπαιζαμ’ και νε πλαστικά έσαν και νε φανταχτερά και νε τη χολοσπασίας, ιντερνετικά….Τα Λίντζεα, σ’ αρχαία χρόνεα, έλεγαν Πεντέλιθα και σα βυζαντινά, Καλαλάτζεα κι απ’ υστερ’νά αδά κι ακεί, Πεντόβολα, Πετράδεα, Πεντεκούκεα! Το παιχνίδ’ έτον κοριτσίστικον και με πέντε στρογγύλεα, άμον τρανά λεφτοκάρεα, λιθαρόπα! Πρωτιζ’να παίζ’, ατέ ντο ετοπλέευεν κι άλλο πολλά, ας σα πέντε λιθαρόπα, σ’ ανάποδον τη χούφτας το μέρος ντ’ εγυρόκλωθεν αμάν και σίτεαν εσύρ’νεν ψηλά τη μάνας λιθαρόπον, αρ’ νέισσα! Σην αρχήν, σύρ’ τ’ ένα το λιθάρ’ ψηλά και πριν πιάν’εατο, αρπάζ’ ας σα τέσσερα τ’ έναν το λιθάρ’, ντ’ ετσάντσεν αφ’κά, επεκεί το άλλο, το άλλο! Σ’ άλλ’ την οδόν, πιάν’εατα ζευγάρεα κ’ επεκεί, τα τρία μαζί και τ’ έναν το τέκ μονάχον και σ’ άλλ’ τη φορήν, τα τέσσερα μαζί! Αν επορεί, συνεχίζ’ και παίζ’, αν ΄κάτ’ πάει στραβά, παίζ’ τ’ άλλ’ το κορ’τζόπον κι ατέ π’ έχασεν, συνεχίζ’ απ’ ατού ντ’ επέμ’νεν… Όλον το παιχνίδ’, χωρίεται σε εφτά τόπεα: 1) ο μονόν, 2) δίτζα, 3) τρίντζα, 4) κουμούλ’, 5) αλαλάχτρα, 6) μαμή και 7) χερίτσα. Σο νού μ’ εντώκεν αλλ’ έναν πα, το φουρνόπον, ήντσαν κάτ’ εξέρ’, ας γράφτ’, είπαμεν, κοριτσίστικον έτον, τ’ άλλ’ τα παιχίδεα ντ’ έπαιζαμ’ εμείς…κι άλλο καλλίον εξέρω..

Η Γουρούνα..


Ατό πα, παλαιόν παιχνίδ’, ένοιγαμ’ σ’ ηήν, μικρά γουβία, όσα έσαν παιδία και με τη ποδαρί’ το πάτεμαν, έβγωνεν το «Κορόιδον», π' έστεκεν με το τσαγκάλ’ ν ατ’, απέσ’ ση μέσ’! 
Όλ’ εκράτ’ναν τσαγκάλεα και με τα μυτία, ταεμέαν σα γουβία τουν! Η γουρούνα έτον έναν χουτίν τη γαλατί’, για «φλόκος». Εντούν’ναν την Γουρούναν, γαΐμεα να φεύ’ μακρά και το «Κορόιδον», με το τσαγκάλ’, εγοβαλάευεν’ να φέρ’ οπίσ’ και ση μάνας το γουβίν, ντο έτον απέσ' ση μέσ'! Άμα όσον ντ’ εσίμων’νεν, τα παιδία, εφήν’ναν τα γουβία τουν κι απολέμειναν, να κρούν’ αξάν’ τη Γουρούναν, να φεύ’ μακρά! Το «Κορόιδον», εφήν’νεν το γοβαλάεμαν κ’ έτρεχεν να ευρήκ’ εύκαιρον γουβίν, να θέκ’ απέσ’ το τσαγκάλ’ ν ατ και ήντεινος έτον, ’ίνουσουν ατός, ο νέος, «Κορόιδος» Τρανόν κοπίαμαν, να βάλ’ τη Γουρούναν σο γουβίν ατ’, άμα αν επόρεσεν, τα παιδία άλλαζαν γουβία κι ατός απολέμανεν να ευρήκ’ αξάν' κάποιον εύκαιρον! Άμα επέμ’νεν χωρίς γουβίν, αξάν «Κορόιδον» και γοβαλάεμαν, άμα επρόφτασεν κ’ ετάεψεν το τσαγκάλ’ν ατ’ σο γουβίν, ατός ντ’ επέμ’νεν χωρίς γουβίν, εγένουσον κορόιδον…Με το κουτίν ατό, έπαιζαμ’ και «Κρυφτόμπικον» και τον «Μπίκον», σ’ άλλ’ τη φορήν, λέμ’ και για τ’ ατά…

Το Κουρτιστόν καρούλ’…

Όλεα τ’ οσπίτεα, είχαν ξύλενα καρούλεα! Έραφταν’ οι μανάδες τα τσεριμένα πανταλόνεα και με το ράμμαν και τα σπιρτοκούτεα, εποίν’ναμ’ τελέφωνα, εποίναμ’ σαΐτας, εβάλ’ναμ’ και εμπόδια σοι γεροντάδες, σα σκοτεινά τα τόπεα να δελεάουνταν και να γελούμ’! Σην άκραν τη καρουλί’, εκάρφωναμ’ έναν λεγνόν καρφίν, για να στεριώνουμ’ απάν’, το διπλόν στρογγύλ’ λάστιχον, ντ’ επαίρανμ’ ας σα μαύρα σώβρακα και τα καλτσοβράκας! Εχάραζαμ’ με το ξυράφ’, να φεύ’ τ’ απάν’ το πανίν κ’ επέραζαμ’ το λάστιχον απέσ’ ας σο τρυπίν τη καρουλί’ και σ’ έναν στρογγύλ’ σαπών’, άμον τη δεκάραν! Το σαπών’ επελέκαναμ’ με τ’ έναν μικρόν τζάμ’, για να γλιστρά το κουρτιστήρ’ σο καρούλ’! Έναν καλάμ’ ή πελεκημένον ξύλον , έβαλ’ναμ’ για κουρτιστήρ’! Εκούρτιζαμ’ κ’ εβάλ’ναμ’ κόντρας, γιαρούς, μούρην με μούρην, άμον τα ζά, σο «Ταυρολάσ’», ντ’ επάλευαν κ’ εστεφάνωναν τον νικητήν, κ’ ίνουσουν πελίν σο χωρίον! Κάποιοι σ’ ανηφόρας και σο παγωμένον το χιόν’, εχάραζαν’, με τον σουγιάν, δόντεα σο καρούλ’, να μη «πατινάρ’» Είνας πα φίλο μ’ κι άλλο αχουλούς, γιάν γιανά σο σαπών, ετικλέεψεν έναν βίδαν, αντίβαρον, τεάμμμ! Sp Ama

Όσον το πολλά παιχνίδεα παίεις, καμίαν ΄κί γεράς, έλεγαν…

Ο Ποιητής της νοσταλγίας και της οικολογίας...

Ο Ποιητής της νοσταλγίας και της οικολογίας...

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο




«Κάθε σπιθαμή της γης του Πόντου, είναι γνώριμη και χιολιοτραγουδισμένη κι νοσταλγία των απλών ανθρώπων μας οδηγεί στην λαογραφία» Ηλίας Τσιρκινίδης! 
Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1915 και απεβίωσε την 1η Μαρτίου 1999, από γονείς καταγόμενους από το χωριό Σταυρίν της Χαλδίας. Οι Πόντιοι τον τίμησαν ιδιαίτερα, τον έβαλαν στην καρδιά τους, στην ψυχή τους. Τον αποκάλεσαν «ο Παλαμάς των Ποντίων».

"Ο καημός, ο μυστικός στεναγμός που βγαίνει απ' την ψυχή του λυράρη του Δήμου, είναι η ίδια η λαχτάρα των Ποντίων". Συγκινείται και συγκινεί, αναπλάθοντας λυρικά τη ζωή μας, το χθες το δικό μας, τα ήθη και τα ιδανικά μας".
Τι άλλο να πει κανείς για τον Πόντο; Τον Πόντο, ναι! Τον χαμένο Πόντο! Ο μαύρος εκείνος Πόντος, τίποτ’ άλλο ίσως δεν το δείχνει καλύτερα και δεν το λέει, τίποτ’ άλλο, παρά ο βαθυστόχαστος και πολύ μυστικός στεναγμός που θα βγάλει από το στήθος του όποιος νιώσει το « Δήμο». Το υπέροχο αυτό ποιήμα του Τσιρκινίδη!
Ο λυράρης ο Δήμος, πέθανε και κατεβαίνει στον Άδη. Ο πρώτος νεκρός μετά την προσφυγιά, ο πρώτος ποντοπλανεμένος που πέθανε στην Ελλάδα. Το μαντάτο το άκουσαν όλοι οι από αιώνες πεθαμένοι Πόντιοι, όσοι τον γνώριζαν κι όλοι οι παλιότεροι που μάθανε γι αυτόν και ξεκινήσανε να τον υποδεχτούνε. Οι μνήμες ανασύρονται, αγωνιούν, τον κόψανε το δρόμο και τον ζητούν να παίξει:- Πάρε Δήμο τη λύρα σου, σύρον το τοξάρι. Αυτός όμως αρνιέται! Μ’ απλώνετεν την κεμεντζέν, τρομάζ’νε τα χερόπα μ’ ! Μ’ απλώνετεν και το τοξάρ’, καίεται το καρδόπο μ’ !Μη λέτε με να τραγωδώ, γομούντανε τ’ ομμάτα μ’ ! Πες μας Δήμο μας, που έπαιξες, σε ποιανού γάμο τραγούδησες, ποιον παρέπεμψες στο δρόμο για την ξενιτειά, ο Μάης στον τόπο μας πως είναι, κι αν είναι πάντα όμορφα όπως ήταν όταν είμασταν ζωντανοί!
Κι ο Δήμος λέει, οι μήνες έρχονται φεύγουν, αλλά πάνε πια όσα ήξεραν οι παλιοί, γιατί φύγανε οι άμοιροι κι αυτοί και πήγανε « ς σο πλάν τη Ρωμανίαν» και γίναν ξένοι αλλόξενοι και έμειναν αστερέωτοι ς ση χώρας τα στερέας.
Μα τι έλεγε ο Δήμος; Μήπως Μήπως είδε τον Άδη σκοτεινό και μαύρο και χωρίς λουλούδια και φύλλα και νερά και τα έχασε; Ω δεν τά χε χαμένα, είχε πει την αλήθεια, την πιο μαύρη αλήθεια…Και τρέχουν οι νεκροί κι αρπάζουνε και μυρίζουνε τα χέρια του και τι να ιδούν ; Βλέπουν ότι δε μοσχοβολούσαν από τα μανουσάκια, από ανοιξιάτικα λουλούδια και τότε πια πιστεύουν ότι…τώρα παίθανε στ’ αλήθεια! Τα γόνατα και τα χέρια του, είναι δεμένα! Ο Δήμον ο Κεμεντζετσής, είναι νεκρός " 'ς σό πλάν τήν Ρωμανίαν".
Το διαβάζει κανείς και δακρύζει και σωπαίνει και θυμάται και σκέφτεται κι απορεί και απομένει, μα έτσι, έτσι είναι αυτός, είν’ ο χαμένος Πόντος, το παραμύθι…

Με το ποιήμα του αυτό που ζήτησε μαζί με συνοδεία λύρας, ξεπροβοδίσαμε τον ΗΛΙΑ, 3 Μαρτίου 1999. " Εμέν να παρεβγάλ'νε με οι συγγενείς κι φίλοι, με τη λύρας το παίξιμον και με τα τραγωδίας".

Ο Δήμον ο κεμεντζετσής

Ποίος εμαυρολόεσεν; Ποίος εμαυροείπεν;
«Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωσταντά ο Δήμον!»
Κι εβόεσαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράεν,
κι ας σα συνεταράγματα ενοίεν τ’ Άδ’ η πόρτα
κι έρθεν το μαύρον το χαπάρ’ ’ς σον σκοτεινόν τον Άδην.
’Σ σον Άδ’ έσαν ταένυφοι και νέϊκα παλληκάρα,
’ς σον Άδ’ έσαν σουμαδεμέν’ κι έμορφα νυφαδόπα,
’ς σον Άδ’ καρδόπα θλιβερά και παραπονεμένα,
έκ’σαν ατο κι ελάγκεψαν κι εσκώθαν ’ς σο ποδάριν,
και ν’ έρθανε και ν’ έκοψαν τη Δήμονος τη στράταν.
«Έπαρ’, Δήμο, την κεμεντζέν και σύρον το τοξάριν!
Πέει μας π’ έκατσες κι έφαες, που έπες κρεν νερόπον;
Σίνος χαράν τραγώδεσες; Τίναν επαρεξέγκες;
Κι αν έν’, Δήμο μ’, Καλομηνάς κι αν είν’ καλά ημέρας,
κι αν είναι τα παρχάρα ’μουν μάραντα φορτωμένα,
κι αν είναι τα ψηλά ραχά καταπρασινισμένα!»
«Αν έρται ο Μάρτ’ς ο μάραντον κι Απρίλτς μανουσακέας,
αν έρται κι ο Καλομηνάς και τα καλά ημέρας,
εμείς ’κι παρχαρεύουμαι και ’ς σον παρχάρ’ ’κι πάμε!
Κι αν έν’ Δεκαπενταύγουστον κι αν έν’ τη Παναΐας
’ς σον Αεσέρ’ ’κι αχπάσκουμες, ’ς σην Σουμελάν ’κι πάμε!
’Κ’ έχουμε τα παρχάρα ’μουν και τ’ άγια μοναστήρα,
’κι έχουμε τα ψηλά ραχά και τα νερά τα κρύα!
Εφέκαμε τα μέρα ’μουν κι επήγαμ’ ’ς άλλα κόσμα
μακρά και πέραν θάλασσας ’ς σο πλαν τη Ρωμανίαν!»
«Ντο λες, ντο λες, ναι Δήμο μου, ντο λες κι απολογάσαι;
Είδες τον Άδην σκοτεινόν, είδες τον Άδην μαύρον,
είδες τον τόπον ντο πατείς, χωρίς άθα και φύλλα,
είδες τον τόπον ντο δαβαίντς χωρίς κρύα νερόπα
κι εσάσεψες την απαντή σ’ και την απολοΐα σ’!»
«Παρακαλώ, παρακαλώ θεού παρακαλίαν!
Μ’ απλώνετεν την κεμεντζέν, τρομάζ’νε τα χερόπα μ’!
Μ’ απλώνετεν και το τοξάρ’ καίεται το καρδόπο μ’!
Μη λέτε με να τραγωδώ, γομούντανε τ’ ομμάτα μ’!
Εγώ λόγον ’κι εσάσεψα, μη λέτεν εκομπώθα.
Ντο είδαν τ’ ομματόπα μου ’μολόεσα και είπα!»
Τον λόγον ’κ’ ετελείωσεν και την απολοΐαν
και ν’ έρθαν κι εγομώθανε ’ς ση Δήμο μ’ το κιφάλιν
και ν’ έρθαν κι εμυρίστανε τη Δήμονος τα χέρα
και ντο τερούν; ’Κ’ εμύριζαν ατά μανουσακέαν!
’Σ σον Άδ’ να βάϊ, ’ς σον Άδ’ ν’ αϊλί, ’ς σον Άδ’ μαύρα λαλίας
κι ο Δήμον στέκ’ ασάλευτος κι ο Δήμον μαραιμένος!
’Κι σκών’ απάν’ τ’ ομμάτα του τα καταδακρωμένα,
’κι αποδιπλών’ τα γόνατα ’τ’, τα καταδιπλωμένα,
’κι αποσταυρών’ τα χέρα του, τα κατασταυρωμένα.