Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

ξέρεις πόσα έδωσα να κάνω πλαστική

Ενας τύπος φανατικός με τις σκυλομαχίες αγοράζει ένα ντόπερμαν και αρχίζει να το εκπαιδεύει συστηματικά για το επόμενο πρωτάθλημα.
Μετά από μέρες εξαντλητικής εκπαίδευσης και αφού έχει αφήσει το σκύλο νηστικό για καμιά βδομάδα για να αγριέψει τον δοκιμάζει πάνω
σε ένα πρόβατο. Ο σκύλος δεν αφήνει τίποτα και κάνει το πρόβατο κομμάτια. Η εκπαίδευση συνεχίζεται πιο σκληρή και αναγκάζεται
να φορέσει ειδικά ρούχα και γάντια για να αποφύγει τα δαγκώματα. Τέλος πάντων ο σκύλος γίνεται απίστευτα επιθετικός και θεωρεί
ότι είναι έτοιμος για το πρωτάθλημα... Η κρίσιμη μέρα έρχεται και φτάνει στην αρένα μαζί με το σκύλο με φίμωτρο και 5 λουκέτα
μην δαγκώσει κανένα. Από τα μεγάφωνα ακούγεται το όνομά του και βάζει το σκύλο στο ρινγκ. Και βλέπει ότι αντίπαλος είναι
ένα μικροκαμωμένο κανίς λίγο περίεργο που περπατάει αργά και με μικρά βήματα. Χαρούμενος ετοιμάζεται για την νίκη!
"Έλα Τζακ! κάντο κομμάτια!" φωνάζει στο ντόπερμαν.
Η μάχη αρχίζει και το ντόπερμαν επιτίθεται.
Το κανίς όμως με μία ξαφνική κίνηση του δαγκώνει το πόδι και του το κόβει!!
Ο τύπος μένει άναυδος και φωνάζει στο σκύλο:
"Σκίστον!"
Το ντόπερμαν τραυματισμένο ξαναεπιτίθεται αλλά χάνει άλλο ένα πόδι!! Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το κανίς το ξεσκίζει και δεν αφήνει
παρά μόνο κόκαλα και αίματα...
Ο τύπος απογοητευμένος παραμιλά ...
"Χριστέ μου είχα ξοδέψει μια περιουσία να εκπαιδεύσω το σκυλί" και ακούει δίπλα του κάποιον να λέει
"Τι λες ρε φίλε; ξέρεις πόσα έδωσα να κάνω πλαστική στον κροκόδειλο;"!

-ΟΧΙ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΚΟΜΑ!!

Υποψιάζεται κάποιος πως η γυναίκα του τον απατά. Τη στήνει ένα πρωί έξω απ' το σπίτι, βλέπει τον τύπο να μπαίνει μέσα.
"Κάτσε να περάσει κανά μισάωρο" σκέφτεται, "και μπαίνω να τους πιάσω στα πράσα". Το σπίτι δίπατο.
Το μισάωρο περνάει, μπουκάρει ουρλιάζοντας. Η γυναίκα του στο κρεβάτι με τον τύπο, του λέει "εξαφανίσου, είναι τρελός,
θα μας σφάξει το εννοεί".
-"Έτσι γυμνός πού να πάω;" ρωτάει ο τύπος
-"Κάν'τηνα απ'το τζαμάκι του φωταγωγού στο μπάνιο" του λέει αυτή.
Ο άλλος εν τω μεταξύ ανεβαίνει (είναι μεγάλη η σκάλα κι αργεί). Πάει να την κάνει απ' το τζαμάκι, φρακάρει.
Από τη μέση κι απάνω στο φωταγωγό, από τη μέση και κάτω στο μπάνιο.
Μπαίνει ο σύζυγος, βλέπει την κυρία στο κρεβάτι γυμνή, λέει "πούντονα μωρή να τον φάω", μπαίνει στο μπάνιο, τον βλέπει.
-Ρε πού**η, θα πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα, του λέει. Θα σε γ***σω! Κάτσε να φέρω το σκαμπό να σε φτάσω.
Φέρνει το σκαμπό, δεν ήταν αρκετά ψηλό.
-Κάτσε να φέρω και δεύτερο, του λέει
Φέρνει και δεύτερο, πάλι δεν έφτανε.
-Περίμενε και φέρνω τη σκάλα!
Φέρνει τη σκάλα, ήταν γωνιακό το τζαμάκι και δεν βόλευε.
-Ρε π**στη, θα φέρω το μαχαίρι από την κουζίνα να σου κόψω τα αρχ****
-ΟΧΙ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΚΟΜΑ!!


taxidioths

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Η Τρίφυλλη ντουλάπα

Η Τρίφυλλη ντουλάπα

Ο Μάκης πάει στο σπίτι του Τάκη επίσκεψη. Χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει ο Τάκης μέσα από πυκνό καπνό.
- "Τι έγινε εδώ ρε!!", καταφέρνει να ψελλίσει πνυχτά ο Μάκης βήχοντας, "... πήρατε φωτιά ρε?"
- "Τι φωτιά ρε να ουμ..." απαντά ο Τάκης με βαριά, αργόσυρτη φωνή, "... για έλα..."
Οι δυο φίλοι πάνε στο υπνοδωμάτιο όπου ο Μάκης βλέπει κάτι τρομερό. Ο Σάκης μπροστά από την ντουλάπα η
οποία καίγεται να παίρνει βαθιές αναπνοές ρουφώντας τον καπνό με απόλαυση.
- "Σύρμα κολλητέ..."
Χωρίς δεύτερη κουβέντα και πριν ο Μάκης προλάβει να πει το παραμικρό ο Τάκης σπεύδει να πάρει σειρά.
Κάθεται μπροστά στην ντουλάπα, με μία φου-φου δυναμώνει τη φωτιά και με όλη του την ψυχή ρουφάει και αυτός τον καπνό.
- "Καλά ρε!!! Γκουχ!!! Τι κάνετε εδώ ρε!! Γκουχ! Ρουφάτε τον καπνό από την ντουλάπα!?! Είστε χαζοί ρε!!? Γιατί?"
- "Δεν είναι μια απλή ντουλάπα ρε Μάκη...", απαντά ο Τάκης,
- "Τι ντουλάπα είναι?"
- "Τρίφυλλη!"

TAXIDIOTHS

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

ΟΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΚΑΙ Η ΒΟΥΛΗ

ΟΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΚΑΙ Η ΒΟΥΛΗ


Γίνεται λοιπόν συνεδρίαση στην Βουλή, μετά την ανακοίνωση των σκληρών οικονομικών μέτρων και λέει ο Παπανδρέου

ότι πρέπει να πάρουν μέτρα για την τόνωση του ηθικού των βουλευτών για να μπορέσουν να κάνουν την δουλειά τους καλύτερα.

Λέει λοιπόν ότι πρέπει να αλλάξουν τις μοκέτες στην Βουλή από κόκκινες να τις κάνουν μπλε.

Ψηφίζουν και το αποφασίζουν.

Προτείνει ο Σαμαράς να στολιστεί η...

αίθουσα της Βουλής με Ελληνικές σημαίες για να ενισχυθεί το εθνικό φρόνημα.

Ψηφίζουν και το αποδέχονται.

Προτείνει τέλος ο Καρατζαφέρης πριν από κάθε συνεδρίαση της Βουλής να παίζει ο Εθνικός ύμνος.

Ψηφίζουν και αυτό και το κατοχυρώνουν.

Όση ώρα ψηφίζουν τις αλλαγές, είναι μια γριούλα, καθαρίστρια στην Βουλή, που κάθεται στην πόρτα

και κοιτάζει με απορία και απόγνωση τον Παπανδρέου.


Ο Γιώργος την βλέπει και αφού τελειώνει η ψηφοφορία, πηγαίνει προς το μέρος της και την ρωτά....

"Γιαγιούλα, γιατί όση ώρα ψηφίζαμε για τις αλλαγές στην Βουλή εσύ με κοιτούσες με απορία;;;"

Και με άνεση η γριούλα απαντά:

"Πριν διοριστώ με μέσο στην Βουλή, ήμουν καθαρίστρια σε ένα μπουρδέλο
Όταν οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, αλλάζαμε τις πουτάνες όχι τις μοκέτες!" ...



TAXIDIOTHS

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Όταν ο θεός δημιούργησε τα έθνη, έδωσε στο κάθε έθνος από δύο αρετές. Έτσι, έκανε τους Αμερικάνους τακτικούς και νομοταγείς, τους Γερμανούς αποφασιστικούς και μελετηρούς, τους Ιάπωνες εργατικούς κι υπομονετικούς.


Για τους Ελληνες είπε:
- Θα είναι έξυπνοι, τίμιοι και θα δουλεύουν στο δημόσιο.
Όταν τελείωσε τη δημιουργία του κόσμου τον πλησίασε ο αρχάγγελος Γαβριήλ και του είπε:
- Κύριε, έδωσες σε όλα τα έθνη από δύο αρετές ενώ στους Ελληνες έδωσες τρεις.
Αυτό θα τους κάνει πολύ ισχυρούς και θα διαταράξει τις ισορροπίες πάνω στη γη.
- Έχεις δίκιο Γαβριήλ. Στάθηκα απρόσεχτος κι αυτή μου η απροσεξία θα κάνει τους Έλληνες να κυριαρχήσουν σε όλο τον κόσμο. Κάτι πρέπει να κάνω αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω τις αρετές που τους έδωσα. Το βρήκα! Θα παραμείνουν και οι τρεις αρετές αλλά κάθε Ελληνας θα μπορεί να κάνει χρήση μόνο των δύο.
Κι έτσι κι έγινε:
Αν ένας Ελληνας είναι τίμιος και δουλεύει στο δημόσιο δεν είναι έξυπνος.
Αν είναι έξυπνος και δουλεύει στο δημόσιο δεν είναι τίμιος.
Κι αν είναι έξυπνος και τίμιος δεν δουλεύει στο δημόσιο!




TAXIDIOTHS

3 ΣΚΥΛΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Τρεις σκύλοι συναντιώνται στον προθάλαμο του κτηνίατρου.
Αρχίζουν κουβεντούλα:
- Εσύ γιατί είσαι εδώ;
- Για ευθανασία. Aσε, δεν ξέρω τι με έπιασε και μια μέρα που έλειπαν τα αφεντικά, άρχισα να χέζω και να κατουράω παντού, να ξεσκίζω τις κουρτίνες, τις πολυθρόνες, ρημαδιό το έκανα το σπίτι κι ας πέρναγα τόσο καλά.
- Eσύ; Ρωτάνε τον δεύτερο.
- Κι εγώ για ευθανασία. Και μένα το μα**κα κάτι με έπιασε, κι ενώ πέρναγα μπέικα, μια μέρα που τα αφεντικά ετοίμαζαν το πάρτυ τους, χίμηξα πάνω στα τραπέζια, στους μπουφέδες, πάνε τα κοτόπουλα, πάνε τα ζαμπόνια, τα ρήμαξα, πάει το πάρτυ, ζοχαδιαστήκανε και νά ‘μαι τώρα.
- Κι εσύ; ρωτούν τον τρίτο.
- Εγώ, μια μέρα ήμουν ξάπλα στο μαξιλάρι μου, μπαίνει η κυρία μου με ένα tάνγκα μόνο και τη σφουγγαρίστρα κι αρχίζει να σφουγγαρίζει, να σκύβει, να κουνιέται, δεν ξέρω τι με έπιασε και της χυμάω από πίσω και της τον φοράω. Τρόμαξαν να με ξεκολλήσουν από πάνω της.
- Ε, καλά, εσύ δικαίως, την αξίζεις την ευθανασία.
- Ποιά ευθανασία; Εμένα τα… νύχια ήρθα να μου κόψουν!!!




TAXIDIOTHS

Αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων

Αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων

Από το παλιατζίδικο των αναμνήσεων.
Η σφεντόνα. Τη θυμάστε?
Ήταν παιχνίδι που έπαιζαν τα αγόρια και το κατασκεύαζαν μόνοι τους. Έβρισκαν ένα διχαλωτό ξύλο, το ΄΄τσιατάλι, γερό και κατά το δυνατόν με ομοιόμορφες τις δυο διχάλες. Το πελεκούσαν με το μαχαίρι , έτσι που να μπορούν να δεθούν επάνω τα δύο λάστιχα. Τα λάστιχα τα αγόραζαν από τα ΄΄μπακάλικα΄΄, δηλαδή τα παντοπωλεία της παλιάς εποχής. Στην μιαν άκρη έβαζαν το ΄΄πετσί΄΄ (=δέρμα), είτε από τα γουρούνια, είτε από χαλασμένα παπούτσια. Το σχοινί τυλιγόταν πολλές φορές στην άκρη των λάστιχων και δενόταν γερά. Τα ΄΄λάστιχα΄΄ ή κατ’ άλλους ή ΄΄σφεντόνα΄΄ ήταν έτοιμη.
Τοποθετούσαν στο ΄΄πετσί΄΄ μια πέτρα στο μέγεθος ενός μικρού καρυδιού και τεντώνοντας τα λάστιχα σημάδευαν τον στόχο.
Πολλοί , μετά από εξάσκηση, γίνονταν καλοί στο ΄΄σημάδ΄΄ .
Επιδίδονταν στο κυνήγι διάφορων πουλιών, κυρίως σπουργιτιών που ήταν σε αφθονία, αλλά και μεγαλύτερων, όπως περιστέρια. Όταν δεν υπήρχε θήραμα, χτυπούσαν και κανένα …τζάμι!

TAXIDIOTHS

Ενοίκιο διαμερίσματος

Ενοίκιο διαμερίσματος

Ένας παντρεμένος επιχειρηματίας συναντά ένα όμορφο κορίτσι και συμφωνεί να περάσει τη νύχτα μαζί της για 200 EYRO.

Περνά τη νύχτα μ' αυτήν αλλά προτού να φύγει, της λέει ότι δεν έχει μετρητά μαζί του, αλλά θα βάλει το γραμματέα του να γράψει μια επιταγή και να της την ταχυδρομήσει, με την ονομασία "ΜΙΣΘΩΜΑ ΓΙΑ το ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ."

Κατά τη διαδρομή στο γραφείο λυπάται για τι έχει κάνει, συνειδητοποιώντας ότι ολόκληρο το γεγονός δεν άξιζε τιμή. Έτσι βάζει το γραμματέα του να στείλει μια επιταγή για 100 EYRO και εσώκλεισε την ακόλουθη δακτυλογραφημένη σημείωση:

Αξιότιμη Κυρία:
Συνημμένη θα βρείτε μια επιταγή στο ποσό 100 EYRO για το μίσθωμα του διαμερίσματός σας. Δεν στέλνω το ποσό που συμφωνήθηκε σχετικά με αυτό, επειδή όταν νοίκιασα το διαμέρισμα, ήμουν κάτω από την εντύπωση πως:

1) δεν είχε ξανανοικιαστεί
2) ότι θα έχει αρκετή θέρμανση
3) ότι ήταν αρκετά μικρό για να με κάνει να νιώσω άνετα, ζεστά και βολικά.

Εντούτοις, ανακάλυψα ότι είχε νοικιαστεί προηγουμένως, ότι δεν είχε αρκετή θερμότητα, και ότι ήταν πάρα πολύ μεγάλο.

παραλαμβάνοντας την επιταγή με τη σημείωση, το κορίτσι τα επέστρεψε αμέσως με την ακόλουθη σημείωση:

Αξιότιμε Κύριε,
Καταρχήν, δεν μπορώ να καταλάβω πώς αναμένετε ένα όμορφο διαμέρισμα να παραμείνει μη κατειλημμένο. Όσον αφορά στη θερμότητα, υπάρχει άφθονη αρκεί να ξέρετε πώς να την θέσετε σε λειτουργία. Όσον αφορά το μέγεθος, το διαμέρισμα είναι πράγματι κανονικού μεγέθους, αλλά εάν δεν έχετε αρκετά έπιπλα για να το γεμίσετε, παρακαλώ μην κατηγορείτε την ιδιοκτήτρια.

Στείλετε το μίσθωμα πλήρως ή θα αναγκαστούμε να έρθουμε σε επαφή με την τωρινή ιδιοκτήτριά σας.


TAXIDIOTHS

ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΖΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πεθαίνει ένας τυπάκος και πάει στην κόλαση. Εκεί που καθόταν του λέει ο Σατανάς:
- "Ρε συ πολύ σκυθρωπος φαίνεσαι..."
Άπαντα ο τυπάκος:
"Ε όσο να'ναι... Κόλαση είναι εδώ. Δεν ξέρω τι με περιμένει... Αναθεωρώ τα λάθη που με έφεραν εδώ..."
Ο Σατανάς του απαντά:
- "Ίσως να μην είναι τόσο άσχημα όσο νομίζεις... Να σου πω καπνίζεις;" - "Ε, κανά πακετάκι τη μέρα το κάπνιζα..."
- "Τις Δευτέρες έχουμε ημέρα καπνίσματος με τα καλύτερα τσιγάρα από όλο τον κόσμο. Για καρκίνο μη φοβάσαι, ήδη νεκρός είσαι"
Ο τύπος ανασκουμπώνεται λίγο ανακουφισμένα...
- "Πίνεις;", τον ρωτά ο Σατανάς.
- "Ε, όλο και κανά ουισκάκι χτύπαγα κάτω..."
- "Τις Τρίτες είναι μέρα ποτού, με τα καλύτερα και ποιο ακριβά ποτά του κόσμου. Για συκώτια μη φοβάσαι, νεκρός είσαι..."
Ο τύπος παίρνει λίγο τα πάνω του πλέον:
- "Τζογάρεις;", τον ρωτά ο Σατανάς.
- "Για να μαι ειλικρινής, μετανιώνω που άφησα την οικογένεια μου στο δρόμο, εξαιτίας του πάθους μου για το καζίνο, αλλά ναι τζόγαρα..."
- "Τετάρτες στρώνουμε χαρτάκι και όσοι θελουν μπαρμπουτάκι. Και να χρεοκοπήσεις δεν θα σ'ενδιαφέρει..."
Τον ρωτά ξανά ο Σατανάς:
- "Κανά τσιγαριλίκι έκανες; Πες αληθεια!"
- "Ναι έπινα... Που και που..."
- "Πέμπτες είναι ημέρα ναρκωτικών. Τα καλύτερα πράγματα από την Κολομβία. Και να εθιστεις τι σε νοιάζει. Νεκρός είσαι."
Ο τύπος πλέον είναι με χαμόγελο πλατύ και στα όρια της ευτυχίας...
- "Να σου πω, μεταξύ μας, τον έπαιρνες που και που από πίσω;", τον ρωτά ο Σατανάς.
- "Α! Ολα κι όλα! Τις αμαρτίες μου τις έχω κάνει, αλλά αυτό ΠΟΤΕ!!!!"
Κι ο Σατανάς:
- "Χμμμ... Τότε οι Παρασκευές θα 'ναι ζόρικες..."

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Γονίδια

1. Οι γυναίκες έχουν το γονίδιο του συνδυασμού των χρωμάτων. Ξέρουν ποιο χρώμα ταιριάζει με ποιο.
Οι άντρες σκέπτονται ότι αφού το κόκκινο είναι ωραίο, το κίτρινο είναι ωραίο και το πράσινο επίσης, γιατί να μη βάλουμε τρία ωραία χρώματα μαζί?

2. Οι άντρες μιλάνε με προτάσεις και οι γυναίκες με παραγράφους.
Οι άντρες αρχίζουν μια πρόταση...και οι γυναίκες την τελειώνουν.

3. Οι γυναίκες μπορούν να θυμούνται κάθε λέξη του διαλόγου που έγινε πριν από ένα μήνα ανάμεσα σε αυτές και τον σύντροφο τους.
Οι άντρες μπορούν να θυμούνται την τελική ταχύτητα αυτοκίνητων που δεν πρόκειται να αποκτήσουν.

4. Οι γυναίκες μπορούν να καταλάβουν τις άλλες γυναίκες.
Οι άντρες ποτέ.

5. Οι γυναίκες έχουν το γονίδιο που τις εμποδίζει να παρκάρουν ένα αυτοκίνητο ανάμεσα σε δυο λευκές ίσιες γραμμές σε ένα άδειο παρκινγκ.

6. Οι γυναίκες έχουν ενσωματωμένο ημερολόγιο στον εγκέφαλο που τους επιτρέπει να θυμούνται όλες τις επετείους.
Αυτό απουσιάζει από τον εγκέφαλο των αντρών.

7. Στους γάμους οι γυναίκες πρώτα κλαίνε, μετά μεθάνε, και μετά πέφτουν στην αγκαλιά του συντρόφου τους.
Οι άντρες πρώτα μεθανε, μετα ταυτόχρονα... κλαίνε και κλάνουν και μετά πέφτουν στην αγκαλιά της νύφης.

8. Οι άντρες έχουν το γονίδιο που τους επιτρέπει να ακούνε το άνοιγμα μιας μπύρας από τρία δωμάτια μακριά.

9. Οι γυναίκες μπορούν να μυρίσουν βρόμικα αθλητικά παπούτσια από 300 μέτρα
Οι άντρες μόνο αν τους τα βάλεις κάτω από την μύτη τους και αν δεν είναι τα δικά τους.

10. Όταν κάποιος αγοράζει καινούριο αυτοκίνητο οι άντρες τον ρωτανε τι μάρκα είναι και οι γυναίκες τι χρώμα.

11. Οι άντρες πληρώνουν για κάτι που τους χρειάζεται 300 euro ενώ αξίζει 100.
Οι γυναίκες πληρώνουν 100 euro για κάτι που αξίζει 300 και δεν το χρειάζονται.

12. Οι γυναίκες τρώνε τσιλι όταν τους αρέσει, οι άντρες πάντα, για να αποδείξουν ότι μπορούν.

13. Οι γυναίκες δεν θα σκότωναν, θα μπορούσαν όμως να σε κάνουν να αυτοκτονήσεις.

14. Οι γυναίκες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το σεξ για να καταφέρουν αυτό που θέλουν.
Οι άντρες δεν θα μπορούσαν, επειδή αυτό που θέλουν είναι το σεξ.

15. Οι γυναίκες δεν βρίσκουν διεγερτικό το να παρακολουθούν δυο άντρες να κάνουν σεξ.....

16. Οι άντρες θεωρούν ότι 2 η ώρα το πρωί είναι καλή ώρα για να κοιμάται κάνεις.
Οι γυναίκες θεωρούν την ιδία ώρα κατάλληλη για να μιλήσουν για τη σχέση τους.

17. Οι γυναίκες έχουν το "να πάρει, τελειώνει το χαρτί υγείας στο μπάνιο και πρέπει να το αντικαταστήσω" γονίδιο.
Οι άντρες έχουν το "να πάρει, μου φέρνεις χαρτί υγείας;" γονίδιο.

18. Οι άντρες έχουν το γονίδιο που τους επιτρέπει να κοιμούνται όταν ένα μωρό κλαίει.

19. Οι γυναίκες παραγγέλλουν μπρόκολο για γαρνίρισμα στην μπριζόλα τους και τρώνε τις πατάτες των αντρών.

20. Οι γυναίκες θυμούνται όλα τα ρούχα που έχουν φορέσει την τελευταία δεκαετία.
Οι άντρες δεν θυμούνται τι φορούσαν την προηγούμενη μέρα αν δεν κοιτάξουν στο πάτωμα.

21. Οι άντρες έχουν το γονίδιο που τους εμποδίζει να παρακολουθούν ποδόσφαιρο και να μιλάνε συγχρόνως.
Οι γυναίκες έχουν το γονίδιο του να παρακολουθούν τηλεόραση, να βαφούν τα νύχια τους, να μιλάνε στο τηλέφωνο και να πίνουν και καφέ.

22. Οι άντρες βλέπουν το γυμναστήριο σαν φυσική δραστηριότητα.
Οι γυναίκες το βλέπουν σαν κοινωνική.

23. Αν ρωτήσεις μια γυναικά για το πως να πας κάπου, θα σε οδηγήσει μέσω καταστημάτων.

24. Οι γυναίκες έχουν το "τα παίρνω όλα προσωπικά" γονίδιο.

25. Οι άντρες έχουν το γονίδιο να απαντανε σε δύσκολες ερωτήσεις με ένα μμμμμ...


TAXIDIOTHS

Η πάπια!

Η πάπια!



Είναι μεσημεράκι και στο σουβλατζίδικο «Μήτσος» να σου και μπαίνει μια πάπια:
«Πιάσε δυο σουβλάκια και μια μπίρα!» λέει η πάπια στο σουβλατζή.
«Ρε συ, μια πάπια!» κάνει έκπληκτος ο σουβλατζής.
«Μπράβο, φίλε, από όραση καλά πάμε!»
«Και μιλάει!»
«Και από ακοή το ίδιο! Τώρα πιάσε δυο σουβλάκια και μια μπίρα να τελειώνουμε!» λέει εκνευρισμένη η πάπια.
«Αμέσως! Ξέρεις, δε μου συμβαίνει κάθε μέρα να έχω πελάτη πάπια. Πώς από δω;» ρωτάει ο σουβλατζής.
«Δουλεύω στην οικοδομή απέναντι», αποκρίνεται η πάπια.
Παίρνει τα σουβλάκια και την μπίρα, πληρώνει και φεύγει.
Αυτό το βιολί συνεχίστηκε επί δύο βδομάδες. Η πάπια πήγαινε στο σουβλατζίδικο, έπαιρνε φαγητό κι έφευγε.
Μια μέρα έρχεται στην πόλη ένα τσίρκο. Και τυχαίνει ο ιδιοκτήτης του να κάνει μια στάση στο σουβλατζίδικο «Μήτσος». Ο σουβλατζής δεν κρατιέται και του τα λέει όλα για την πάπια που μιλάει.
Και ο αρχιτσιρκολάνος του λέει:
«Να μου τη στείλεις οπωσδήποτε, τη χρειάζομαι!»
Μόλις εμφανίζεται την άλλη μέρα η πάπια, της λέει ο σουβλατζής:
«Σου βρήκα δουλειά που θα τα κονομήσεις χοντρά».
«Τι δουλειά;» ρωτάει με ενδιαφέρον η πάπια.
«Στο τσίρκο. Σε χρειάζονται!»
«Στο τσίρκο;»
«Ναι, ντε, στο τσίρκο!»
«Είσαι σίγουρος; Εκεί όπου έχουν τη μεγάλη τέντα; Και τα μεταλλικά κλουβιά με τα ζώα; Και τα βαγόνια με τις λαστιχένιες ρόδες;»
«Ναι».
Η πάπια φαίνεται να τα 'χει κάπως χαμένα:
«Καλά.. και τι μπορεί να χρειάζονται ένα σοβατζή;»
TAXIDIOTHS

Ο θάνατος του Εβραίου πατέρα (τριλογία)

A' ΜΕΡΟΣ:
Γύρω από το κρεβάτι του πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ?
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ?
Ιουδίθ: (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ?
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ;;;

Β' ΜΕΡΟΣ:
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά - σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, λέει:
Ααρών: Και πού 'σαι πατέρα... Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα...

Γ' ΜΕΡΟΣ:
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μία αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: 2 δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: ΟΚ, γράψε λοιπόν "Αβραάμ Κοέν πέθανε".
Υπάλληλος: Μα, κύριε, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως με τα 2 δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο:
Ιακώβ: Ωραία, τότε γράψε "Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται Yugo σε τιμή ευκαιρίας".

TAXIDIOTHS

ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥΡΚΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥΡΚΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ


Kardash giavri m'
Hamber yiok. Yiounan asker pipa kolo.
Karavana tsoglan ai sihtir.
Tetzeri fai havouz, kambine rimad, hamam bouz, tsoutsoun kapout.
Em agari, em kapson. Fantar baildi.
Tahia kalderim. Em zounar, em hatzar, em koumbour,em fesi, dalla rnesimer.Hanoum lohias gariz.
ΚΨΜ fes. Verese: 2 kiofte tost, 1Vidal Sasoon (em crem em sapoun). 10 tsimpook paket MARLBORO.
Para batir. Giaour peskesh. Arta hanoum mastar tamam.
Vai-vai: tsiftetel, imam baildi, briam, kazan dipi.
Alah couverton, Galata Sarai finalist…
Xamour: 25 hanoum, 56 tsoglan, 12 kardas, 1 papa, 13 mama.

Και η μετάφραση στα ελληνικά!

Αγαπημένε μου αδελφέ,
Δεν έχω νέα να σου γράψω. Ο Ελληνικός στρατός με έχει κουράσει πολύ.
Οι αξιωματικοί πάνε γυρεύοντας νʼ ακούσουν καμιά βαριά κουβέντα.
Το φαγητό είναι άθλιο, οι τουαλέτες ερείπια, το νερό στο μπάνιο τόσο κρύο που το δαγκώνουμε.
Σαν να μην έφταναν δε οι αγγαρείες, μας κάνουν και καψώνια. Όλοι οι στρατιώτες είναι φανερά εξαντλημένοι.
Αύριο το πρωί έχουμε πορεία εν πλήρη εξάρτυση και θα περ­πατάμε ως το μεσημέρι μέσα στον ήλιο. Εχουμε γυναίκες λοχίες, είναι όμως πο­λύ αυστηρές, και δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Όσον αφορά το οικονομικό, χρωστάω ήδη αρκετά στο ΚΨΜ. 2 hamburger, 1 σαμπουάν Vidal Sasoon (2 σε 1), 10 πακέτα τσιγάρα MARLBORO.
Ξέμεινα από λεφτά. Ευτυχώς μου δάνεισε ένας Έλληνας. Οι γυναίκες της Άρτας είναι πολύ όμορφες και πολύ προικι­σμένες…
Έχω επιθυμήσει το χορό της κοιλιάς και τα φαγητά της πατρίδας.
Ο Αλλάχ ας έχει υπό την σκέπη του την Γαλατά Σαράι να φτάσει στον τελικό.
Αγκαλιές και φιλιά: Στις 25 γυναίκες μου, Στα 56 παιδιά μου. Στα 12 αδέλφια μου. Στον μπαμπά μας, Στις 13 μαμάδες μας.

Ο ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΣ



Καθαρό hangover
Ο Παναγιώτης ξυπνάει στο κρεβάτι του με ένα τρομερό hungover. Το κεφάλι του πάει να σπάσει. Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια του και το πρώτο που βλέπει είναι 2 ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο του. Ανακάθεται και βλέπει τα ρούχα του καθαρά και διπλωμένα στην καρέκλα μπροστά του. Κοιτάζει το δωμάτιο και συνειδητοποιεί ότι όλα είναι πεντακάθαρα και τακτοποιημένα.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο βλέπει ότι όλο το σπίτι είναι στην εντέλεια. Στην κουζίνα βλέπει ένα σημείωμα. «Μωρό μου, θα βρεις το πρωινό σου στον φούρνο. Πήγα να ψωνίσω για να σου μαγειρέψω λαγό το μεσημέρι που ξέρω ότι λατρεύεις. Σαγαπώ.». Πράγματι το πρωινό ήταν στο ν φούρνο ζεστό και λαχταριστό. Πάει να καθίσει και κάθεται πάνω σε έναν «Φίλαθλο». Τον κοιτάει και προς έκπληξη του είναι σημερινός.

Εκείνη την στιγμή μπαίνει και ο γιος του στην κουζίνα.
- Καλημέρα γιε μου, μπορείς να μου πεις τι έγινε χθες;
- Κοίταξε γύρισες σπίτι στις 5 το πρωί, μεθυσμένος και με λερωμένα ρούχα γιατί κάπου είχες πέσει στον δρόμο, έπεσες και από τις σκάλες καθώς ανέβαινες και από τα νεύρα σου έσπασες το καλό σερβίτσιο και κάτι έπιπλα.
- Και τότε γιατί η μητέρα σου μου έκανε πρωινό, μου αγόρασε Φίλαθλο και έχει όλο το σπίτι στην εντέλεια;

- Α, αυτό λες; Η μαμά σε έσυρε στο κρεβάτι και όταν πήγε να σου βγάλει το παντελόνι άρχισες να φωνάζεις : «Άσε με ήσυχο κυρά μου, είμαι παντρεμένος!»

ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ ΣΕ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ

Ρώσικη ρουλέτα

Ο πρέσβης των ΗΠΑ συζητάει με έναν Αφρικανό αξιωματούχο για τα πράματα που η Ρωσία έχει δώσει στην χώρα του δεύτερου.

- Μας έχουν δώσει πολλά αγαθά, εργοστάσια, αεροδρόμια, φράγματα, τεχνολογική βοήθεια και φυσικά την ρώσικη ρουλέτα!

- Ναι αλλά αυτό το τελευταίο δεν είναι και πολύ ωραίο παιχνίδι έτσι δεν είναι; ρίχνει το καρφί του ο Αμερικάνος.

- Ναι έχετε δίκιο γι αυτό και την αλλάξαμε λίγο στην αφρικάνικη έκδοση, λέει ο Αφρικανός και χτυπάει παλαμάκια.

Σε ένα δευτερόλεπτο εμφανίζονται 10 ολόγυμνες γκομενάρες, πρόθυμες για τα πάντα.

- Διαλέξτε μια για να σας πάρει πίπα, λέει ο αφρικάνος στον έκπληκτο Αμερικάνο.

- Καλά ρωτά αυτό τι σχέση έχει με την ρώσικη ρουλέτα;

- Μια από αυτές είναι κανίβαλος !

Η ΕΞΥΠΝΗ ΚΟΥΚΛΑ

Έξυπνη κούκλα


Ένας τακτικός πελάτης ενός sex shop έρχεται στο αγαπημένο του κατάστημα και ρωτάει τον πωλητή:

- Τι καινούριο έχετε;

- Έχουμε μια πλαστική κούκλα με εσωτερική θέρμανση.

- Αυτό δεν είναι καινούριο, είναι παλιό. Πολύ παλιό.

- Ακόμα έχουμε μια πλαστική κούκλα που γρατζουνίζει την πλάτη σας όταν δήθεν φτάνει σε οργασμό.

- Μα δεν είναι πολύ καινούριο και αυτό. Παλιό είναι.

- Καλά, αυτό εδώ είναι το πιο καινούριο γιαπωνέζικο μοντέλο, η πλαστική κούκλα με θέρμανση, που γρατζουνίζει, κάνει φυσικές κινήσεις και δείχνει διάνοια!

- Πω πω, είναι πολύ ενδιαφέρον, θα το πάρω!

Την αγόρασε την κούκλα και έφυγε.

Μετά από δυο εβδομάδες ξαναέρχεται, πλησιάζει τον πωλητή αλλά διστάζει μην ξέροντας τι να πει.

Τότε ο πωλητής αρχίζει την κουβέντα πρώτος:

- Πώς είναι η καινούρια σας κούκλα;

- Ξέρετε κάτι, θα ήθελα να τη γυρίσω πίσω...

- Δηλαδή, δεν λειτουργεί η θέρμανση της;

- Όχι, η θέρμανση λειτουργεί...

- Μήπως δεν λειτουργεί το κινητικό σύστημα.

- Μου φαίνεται πως λειτουργεί πολύ καλά...

- Καλά, μήπως δεν δείχνει διάνοια;

- Αυτό είναι! ΔΕΙΧΝΕΙ!

- Δηλαδή;

- Δεν μου είχε κάτσει ακόμα!

ΚΑΛΟ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΛΟ ΠΑΙΡΝΕΙΣ

Καλό κάνεις, καλό παίρνεις ...


Ήταν μια πεθερά και είχε τρεις κόρες παντρεμένες και ήθελε να δοκιμάσει τους γαμπρούς της αν την θέλουν.

Έρχεται λοιπόν ο ένας και μόλις τον βλέπει πέφτει μες στο πηγάδι και αρχίζει δήθεν να φωνάζει "βοήθεια, βοήθεια". Μόλις την βλέπει πάει και την σώζει.

Την επόμενη μέρα του στέλνει μία ΒMW δώρο με ενα γράμμα πάνω: "καλό κάνεις, καλό παίρνεις. Πεθερά".

Την επόμενη μέρα βλέπει τον άλλο της γαμπρό να έρχεται και πέφτει πάλι στο πηγάδι. Αρχίζει "βοήθεια, βοήθεια". Με το που την βλέπει πάει και την σώζει.

Την επόμενη μέρα του στέλνει μια Mercentes και με έναν φάκελο πάνω: "καλό κάνεις, καλό παίρνεις. Πεθερά".

Την επόμενη μέρα πάλι βλέπει και τον τρίτο της γαμπρό και ξαναπέφτει μες στο πηγάδι. Αρχίζει "βοήθεια, βοήθεια". Αυτός μόλις την βλέπει πιάνει το καπάκι και το κλείνει τελείως.

Την επόμενη μέρα του έρχεται σπίτι μια Ferrari με ένα γράμμα πάνω: "καλό κάνεις, καλό παίρνεις. Πεθερός".

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

ΚΡΕΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

γελαδερος

Χριστούγεννα στον Πόντο

Χριστούγεννα στον Πόντο
pontos_kalanta

Την παραμονή σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και απλά συμπλήρωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη μεγάλη γιορτή.
Τα κάλαντα τα έλεγαν τα παιδιά συνήθως το απόγευμα ή το βράδυ της παραμονής
και στις 4 το πρωί χτυπούσε η καμπάνα για να πάνε στη εκκλησία. Την ημέρα αυτή όλοι θα φορούσαν καινούργια ρούχα και παπούτσια και θα ετοίμαζαν τα πιο καλά φαγητά.
Σε πολλά μέρη έβαζαν στο τζάκι ένα κούτσουρα το «χριστοκούρ’» το οποίο άναβαν μόλις χτυπούσε η καμπάνα και θα κρατούσαν αναμμένη τη φωτιά τρεις μέρες τα «Χριστουήμερα» όπως έλεγαν τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων.
Για γούρι σε άλλες περιοχές το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκαιγαν στην φωτιά ένα χλωρό κλαδί από απιδιά και το νέο έτος από μηλιά. Πρόσεχαν να καίγεται όρθιο και να μην πέσει γιατί πίστευαν πως θα χαλάσει το γούρι.
Από το βράδυ τα παιδιά της ευρείας οικογένειας, έκοβαν κλαδιά αχλαδιάς πού τα καβαλούσαν σαν άλογα, έφταναν στη πόρτα του σπιτιού και μπαίνοντας φώναζαν
« Χριστούγεννα και κάλαντα και φώτα και καλοχρονία
και καλοκαρδία και να ζήσει ο πατέρας και η μητέρα και όλοι οι σπιτικοί».
Μόλις έμπαιναν στο σπίτι ο πατέρας τους έδινε φιλοδώρημα μετά έπαιρνε τα φανταστικά άλογα κάρφωνε στο δήθεν στόμα τους από μια μπουκιά ψωμί και τα έβαζε κοντά στο τραπέζι, οπότε άρχιζαν το φαγητό.

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ 12ΜΕΡΟΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ 12ΜΕΡΟΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 
ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ











Κι αν και υπάρχουν πλήθος ακόμη έθιμα ανα την Ελλάδα σχετικά με τη βασιλόπιτα, θα κλείσω με την καταγραφή του Κώστα Καραπατάκη, στο "Α' Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15.6.1981":





Καλή χρονιά, με υγεία, αγάπη και φώτιση!

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ




Οι εβραίοι  σην Τραπεζούνταν
Σην Τραπεζούνταν εβραίοι κ’ έσαν. Έναν καιρόν τη Πόλ’ς οι εβραίοι είπαν:  «Ντο ανθρώπ’ είναι οι Τραπεζουνταίοι κι απέσ’ ατουν είνας εβραίος ’κ’ επόρεσεν να στέκ’;»  Εχώρτσαν δυ’ νομάτς να πάγ’νε τερούνε και φέρ’ν ατ’ς χαπάρα. Αρ’ έρθανε ’ς σην Τραπεζούνταν κι άμον το εξέβανε ’ς ση σκάλαν απάν’, εσίμωσαν έναν μωρόν παιδίν π’ επούλ’νεν με την ταβλάν κρεμαγμένον ας σην γούλαν αθε, ψιλικά.
-Ντό θα παίρετεν; ερώτεσεν ατ’ς.
-Εσύ γιάβρουμ ντο θέλομαι ’κ’ έ’εις.
-Και ντο πράμαν έν’;
-Θέλομε έναν πράμαν, τ’ απέσ’ να τρώγωμε και τ’ έξ’ να πουλούμε και να παίρωμε οπίσ’ τα παράδες εμουν.
-Περμέστεν ολίγον, ας πάω αραεύω πέλκιμ κάτ’ ευρίκω.
Εβραίοι εκάτσαν και περ’μέν’νε.  Πολλά ’κ’ επήεν, εγύρτσεν ο παιδάς, ’ς σα χέρα ’τ’ κρατεί έναν δέμαν και λέει τ’ εβραίοις:
-Εύρα το θέλετεν, πέντε κορόσα εγόρασ’ ατο, δώστεν εξ κι επάρτ’ ατο.
Εβραίοι εδέχταν. Ασού επαίρεν τα εξ κορόσα κι υστερνά, ένοιξεν το δέμαν και έδειξεν ατ’ς έναν κοιλίαν με τα κόπρα. Νάτεν, είπεν, τ’ απέσ’ φάτεν, και τ’ έξ’ πουλέστεν και παίρετεν τα παράδες εσουν. Ατό έτον! Άλλο εβραίοι ’ς σην Τραπεζούνταν ’κ’ επάτεσαν.

Τη νύφες τ’ αφκά
Η Αποστολίνα η Ανθή ασ’ σην Κιρισχανάν έναν ημέραν φορτωμέντσα το καλαθόπον ατ’ς επήεν σην Τραπεζούνταν να πουλεί το γάλαν ατ’ς. Είχεν τρία τσουκάλα γάλαν, τέσσερα ξύγαλαν και έναν κοβλάκ’ βούτερον. Άμον το επούλτσεν τα γάλ’τ’ ατ’ς, επήγεν ίσα ’ς σο Σοάν-Παζαρίν αφκά, να φέρ’ το βούτερον τον Βασίλ’ τον φουρουντζήν. Άμον το εσέβεν απέσ’ ’ς σο φουρνίν, λέει τον Βασίλ’:    
-Βασίλ’ ρίζα μ’, έφερα σε έναν κοβλάκ’ βούτερον, άμαν ντο βούτερον! Τα περνιλία θα σκουτουλίζ’νε. Ο Βασίλτς εκατήβεν ας σο τεζκιάχ (πάγκος εργασίας) και με το κοτζοδάχτυλον ατ’ έφαεν έναν ξάϊ να τερεί ατο αν έν’ καλόν, γιόκσα γιόκ.  Έφαγεν έναν δαχτυλέαν ’κ’ εσάρεψεν ατον, έφαγεν άλλο έναν ξάν ’κ’ εσάρεψεν ατον, ελάϊξεν το κιφάλ’ν ατ’ και λέει ατεν: Θεία Ανθή το βούτερο σ’ ’κ’ έν’ καλόν
-Ρίζα μ’ Βασίλ’, λέει η Ανθή, ατό τ’ απαγκές ντο εδοκίμασες ημπορεί να μη έν’ καλόν, ατό εγώ εστοίβαξα, άμαν τ’ αφκά το μέρος εστοίβαξεν η νύφε…. Εσύ ρίζα μ’ τ’ απάν’ τη γραίας μη τερείς, τ’ αφκά τη νύφες τέρεν.              

‘Εναν παιδίν κοιλόρφανον, πάντα ετέρνεν, η χέρα ημάνα θε έκλαιεν τόν κύρ’ν άθε κι’ εμοιρολόγανεν. Εκείνο το μαύρον κύρ’ ‘κι εγνώρτσεν, αρώτανεν πάντα την μάναν άθε:
- Μάνα, ο κύρ’ ίμ’ όμμάτα πά είχεν;
- Ναι, γουρπάν τς! είχεν αγγελικά ομμάτα.
- Μάνα, μυτίν πα είχεν;
- Ναι, ρίζα μ’, έμορφον και χιλέμορφον μυτίν.
- Μάνα, χέρα πα είχεν ο κύρ’ ιμ;
- Ναι, πουλόπο μ’, είχεν χρυσά χέρα.
- Μάνα, λιλίν πά είχεν;
Η μάνα άλλο ‘κι εταγιάντσεν... Εμοιρολόεσεν και είπεν:
-Άρ’ είχεν και παρ’ είχεν.
 Ο Γιωρίκας σο ξενοδοχείον
Ο Γιωρίκας σο ξενοδοχείον   
Ο Γιωρίκας επήεν σ’ έναν ξενοδοχείον με την γαρήνατ και επέμνεν τρία βράδας. Έρθεν η ώρα να φεύνε και ψαλαφούν ασόν ξενοδόχον την λογαρίαν.
— Τρία χιλιάρικα για το δωμάτιον που εκοιμέθετε, δακόσαι φράγκα για το μπάνιον που επήκετε.
— Μα εμείς κι επήκαμε μπάνιον, λέατον ο Γιωρίκας
— Εκέκα έτον το μπάνιον ας επήνετε. Άλλα δακόσαι φράγκα για τα βόλτας που επήκετε απές σο κεπήν.
— Μα εμείς κι επίμαμε βόλτας απές σο κεπήν!
— Εκέκα έτον το κεπήν ας επήνετε, λέατον ο ξενοδόχον.
Ούλαι αντάμαν εφτάνε τρία χιλιάδες τετρακόσα φράγκα.
— Να εγάλτς σίλαι, λέατον ο Γιωρίκας, γιατί εσέγκες σερ την γαρήμ.
— Πότε εγώ εσέγκα σερ την γαρήσ; Λέατον ο ξενοδόχον.
— Εκέκα έτον, λέατον ο Γιωρίκας, ας εβάλνεσατην σερ!
Φάκελλα...
  
  Ο Ευγένιον, ο αρχιερατικόν επίτροπον ‘σ σήν Κερασούνταν, είχεν καβάζ την αντίκαν τόν Πάντζον. Έναν ημέραν απάν ‘σ σό μεσημέρ’ είπεν άτον: «Πάντζο, πήγαινε νά φέρης τρία φάκελλα.». «Καλά», είπεν και ο Πάντζον, και έδεβεν πλάν. Επήγεν έφαγεν ‘σ σό σπίτιν άτ και έπεσεν κ’ εκοιμέθεν, άμον ντ’ εποίνεν πάντα. Ασ’ σά τρία ώρας κ’ υστερνά επήγεν ‘σ σόν αρχιμανδρίτην.
-Ευλογημένε, του λέγει, τί έγινες τόσες ώρες; .
-Κιά εσύ είπες με, «άμε φά κ’ έλα». Εγώ πα επήγα έφαγα, εκοιμέθα κι’ ολίγον κ’ έρθα. το κουσούρι μ’ ποιον έν;
Όνταν εγροίξεν ντ’ εγέντον «Δέσποτα, είπεν, όνταν θέλτς «Πιλίκους» το φαΐν μή ταράεις... και σασουρεύς με. . . Φά κ’ έλα είπες με, εγώ πά‚ έφαγα κ’ έρθα...»

 Ο Γιωρίκας κυνηγός
  
  Ο Γιωρίκας εν κυνηγός και λέατον η γαρήατ:
— Νέπε κι εντρέπουστουν να σκοτώνετε τα πουλία τη Θεού; Εγώ σ’ όλον τη ζωήμ κι εσκότωσα ουτ έναν πουλόπον, λέει ατέ.
— Ουτ εγώ, λέατην ο άντρασατς.
 
Τα δακτυλικά αποτυπώματα
  
  Ίνας κλέφτες λέει σον γιόνατ:
— Κι τιμωρώσε επειδή έφαες την μαρμελάδαν αλλά γιατί εφέκες απάν σο βάζον τα δικτυλικάσ αποτυπώματα.
 
Τα παράδας τη σέρας
  
  — Τον πρώτον άντραμ επήρατον για τα παράδασατ! Λέει η σέρα. Όνταν επέθανεν επέρα τον δεύτερον ασόν έρωταν.
— Ώστε ατώρα είσαι ευτυχισμέντσα; Λέατην σ Γιωρίκας.
— Όχι ατόσον. Γιατί ο πρώτον άντραμ ο μακαρίτης, επήρεμε ασόν έρωταν, ενώ ο δεύτερον επήρεμε για τα παράδας που εφέκεμε ο πρώτον!...
 
Έτρεσεν το κρασίν
  
  Σο τραπέζ ο μικρόν κατ θελ να λέει:
— Μη λες τίποτα, λέατον ο πατέρασατ. Τα παιδία κι καλατσεύνε προτού τελειώνε το φαήνατουν.
Ο μικρόν κι εκαλάτσεψεν και αφού έφαεν καλά καλά ο πατέρασατ λέατον:
— Αρ ατώρα επορείς να καλατσέβς. Ντο εθέλνες να λες;
— Να, όνταν εκατήβα αφκά σην αποθήκην για να βάλω κρασίν, αφού εγόμωσα το πουκάλ, ύστερα κι’ επόρεσα να έκλεινα την κάνουλαν!

Τα ψέματα τη Γιωρίκα και Κωστίκα
  
  Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, λένε ψέματα.
— Εγώ έναν ημέραν, λέει ο Κωστίκας, επήγα σο κυνήγ κ’ εσκότωσα έναν ζαρκάδ που έτον τετρακόσαι κιλά.
— Και εγώ εσκότωσα, λέει ο Γιωρίκας έναν ζαρκάδ που έτον οχτακόσαι κιλά.
— Μα πως ίνεται αήκον τρανόν ζαρκάδ; Λέει ο Κωστίκας.
— Έτον η μάνα τη ζαρκαδί που εσκότωσες εσύ, είπενατον ο Γιωρίκας.

Μετάλλιον διασώσεως φουρκισμένων
  
  Ίνας ερούξεν σην θάλασσαν και τσαήζ:
— Βοήθειαν! Βοήθειαν!
Ο Γιωρίκας περάν στεκ και τερείατον και λέατον:
— Λυπούμαισε, αλλά κι πρεπ να σώνωσε εγώ, γιατί επήρα οπέρτς το μετάλλιον διάσωσης φουρκισμένων. Οφέτος ας παίρετο ίνας άλλος!

Ελευθέρας
  
  Ο Γιωρίκας ασό χωρίον πάει σην πολ. Εμπέν απές σ’ έναν λεωφορείον και ελέπ έναν άνθρωπον να δεκνίζ έναν χαρτίν σον εισπράκτοραν και να λέατον «ελευθέρας» και να μην πλερών. Εσκέφτεν ο Γιωρίκας να φερ κι ατός έναν χαρτίν ασό χωρίονατ για να μην πλερών εισιτήριον. Επήρεν μαζίατ το στεφανοχάρτ. Εσέβεν απές σο λεωφορείον και ο εισπράκτορας ψαλαφάτον το εισιτήριον.
Ο Γιωρίκας λέει «ελευθέρας» και δεκνίζ το στεφανοχάρτ σον εισπράκτοραν.
Ο εισπράκτορας τερεί το στεφανοχάρτ και λέατον:
— Με τατό το στεφανοχάρτ επορείς να καβαλκέφς δωρεάν την γαρήσ, αλλά όχι και το λεωφορείον!
Τη νύφες το κλάσιμον
Έναν καιρόν  ’ς σ’ έναν χωρίον είνας νύφε χωρίς να θέλ’ ατο  έκλασεν εμπροστά  ’ς σην πεθεράν ατ’ς. Πολλά εντράπεν η νύφε και επαρακάλεσεν την πεθεράν ατ’ς:
-«Γουρπάντς κυρά, ωράσον εβγάλτς ατο ας σο στόμα σ’, γιατί ας σο στόμαν ’ς σο στόμαν, θα ρούζ’ και ’ς σου πεθερού μ’ το στόμαν». 

ΚΕΝΟ


ΑΝΕΚΔΟΤΑ-ΣΥΝΤΑΓΕΣ



Μια μέρα συναντήθηκαν ο Κωστίκας με το Γιωρίκα τυχαία στο δρόμο:

- Πως τα πας Κωστίκα με τη δουλειά;
- Τέλεια, είμαι εκατομμυριούχος!!!!
- Εκατομμυριούχος; Μα πως;! Ένας απλός ΠΑΠΑΣ είσαι!
- Κοίτα, όσοι έρχονται στην εκκλησία αφήνουν λεφτά... Πετάω τα λεφτά ψηλά. Όσα θέλει ο Θεός τα παίρνει, και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!



ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ


ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ



ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Η καταγωγή τους και η πορεία τους στο χρόνο.

Προϋπήρχαν των προσφύγων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Οι Σαρακατσαναίοι είναι ένα αρχαιοελληνικό φύλο. Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά (βνά-στράτα-χειμαδιά) διασκορπισμένοι σ' ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα ΑΓΡΑΦΑ, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι' αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους.
Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.
Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους.
Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς(σκηνίτες).
Γι' αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσ(ι)άν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες».
Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σαράι (=κατοικία,κονάκι) και την τουρκική μετοχή κατσιάν=φυγάς, ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι' αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα (παρατσούκλι) οι Τούρκοι.
"Κατοικούμε εδώ από τότε που ο Θεός έφτιαξε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με τα βνά και τα ποτάμια,τον ήλιο και το φεγγάρι. Από τότε κρατάει η γενιά μας,έλεγαν οι γερόντοι Σαρακατσάνοι"
Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου.
Το ίδιο αναλλοίωτοι και αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες παρέμειναν και οι Σαρακατσάνοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας. Διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό. Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους.
Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλλίτερες υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση, τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι
Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους,( Οι Βλάχοι ή Αρμάνοι,ή Αρωμάνοι,ή Αρμούνοι,ή Αρωμούνοι της Ελλάδας γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές:
Κουτσόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι, κ.λπ. ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα.
Επειδή η λέξη βλάχος(με β μικρό) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνο ).
Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσαναίοι ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσάνοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό.
Αλλά και στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν..
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλύτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων.



Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας ( αρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος.
Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο ( ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά ( τεφτέρια ).
Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι' αυτούς όλη τους η περιουσία.
Το σπίτι των Σαρακατσαναίων ( το κονάκι ), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι ( κωνοειδής καλύβα ), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία ( φωτογώνι ) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα ( πελεκούδια ) και κλαδιά ελάτων ( μπάτσες ).
Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της.
Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος.
Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του. Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού ( να φέρει ξύλα, ν' ανάψει φωτιά, να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ. ), αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων ( παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ. ).
Η ρόκα, για το γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσάνα ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη» ήταν ο αργαλειός. Η Σ. ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση, ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.
Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο». Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου. Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση, ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.
Οι Σαρακατσάνοι ήταν πιστοί χριστιανοί, χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση.
Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν. Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια. Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων, κατατάσσονται σε ενότητες: στα κλέφτικα, στα ποιμενικά, της Χαράς ( γάμου ) της αγάπης, του χωρισμού και της ξενιτιάς.
Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το παίξιμο της φλογέρας - το κατεξοχήν μουσικό όργανο - για το Σαρακατσάνο τσοπάνη ήταν μια ιεροτελεστία. Ιδιαίτερα γλεντούσαν, όταν γίνονταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο. Ο γάμος μαζί με τη γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας.
Ο γάμος ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο πολυδιάστατο, με ένα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό του ήταν η ενδογαμία. Κοινωνικός σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή ( γέννηση και ανατροφή παιδιών ) και η κοινωνική κατανομή της εργασίας. Αλλά, και το θάνατο περιβάλουν με ένα κύκλο εκδηλώσεων και πράξεων που φανερώνει ότι ήταν προετοιμασμένοι για το αναπόφευκτο αυτό γεγονός.
Στις μετακινήσεις τους, στο ξεκαλοκαιριό ή το χειμαδιό, είχαν πάντα μαζί τους τη νεκροαλλαξιά. Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς - όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού - και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα.
Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Πολλοί ήταν και οι επώνυμοι Σαρακατσάνοι αγωνιστές (αρματολοί και κλέφτες) της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου, όπως οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος και κυρίως τα καμάρια των Σαρακατσαναίων, ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης πολεμιστές και καπετάνιοι των Αγράφων, Τζουμέρκων και Ρούμελης.
Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ. α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σ. Ανώνυμοι αγωνιστές επίσης αντιστάθηκαν σ' όλους τους κατακτητές.
Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία προγονικά, αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη.
Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής.
Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις «παναούλες», τις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακ. τέχνης.
Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων είναι πραγματικότητα. Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η αγροτική διαβίωση (ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα, η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες, ιδιωτικές και δημόσιες, η ανάδειξή τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακ. κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό.
Ιδιαίτερα διέπρεψαν στις επιστήμες, αλλά δεν υπάρχει τομέας στον επαγγελματικό χώρο, στον οποίο να μην έχουν συμμετοχή οι Σ. Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν. Φιλήσυχοι και φιλόξενοι, νομοταγείς, αξιοπρεπείς, εργατικοί και αξιόπιστοι διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους...
Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων ( ΠΟΣΣ ) προσπαθούν να κρατήσουν
και να συνεχίσουν τη Σ. παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας, με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα Σ. τραγούδια, να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα.
Με τα τμήματα γερόντων αναπαράγουν το πλούσιο και ανεξάντλητο υλικό, αφού οι γέροντες είναι οι μοναδικοί αδιάψευστοι μάρτυρες της Σαρακ. ιστορίας. Μεγάλη είναι η προσφορά στη διάδοση του Σαρακ. τραγουδιού, των Σ. τραγουδιστών, επαγγελματιών και μη, που έχουν ηχογραφήσει σε δίσκους και κασέτες τα τραγούδια τους.
Το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων στις Σέρρες, όπου εκτίθεται αυθεντικό υλικό απ' όλες τις περιοχές της Ελλάδας που έχει σχέση με τη ζωή και τη λαϊκή τέχνη των Σαρακατσάνων, έτυχε Ευρωπαϊκής αναγνώρισης και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μουσείων.
Υπάρχουν όμως μουσεία, μικρότερης ίσως εμβέλειας, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με υλικό από τη λαϊκή τέχνη και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Υπαίθριοι παραδοσιακοί οικισμοί ( Στάνες ) σε διάφορα μέρη της χώρας κατασκευάστηκαν από συλλόγους και αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σαρακατσαναίων.
Σε συνέδρια πανελλήνια και ημερίδες με εισηγητές διάφορους επιστήμονες συζητούνται ποικίλα θέματα σχετικά με τους Σαρακατσαναίους. Το Πανελλήνιο Αντάμωμα στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου και άλλα τοπικά, σε θέσεις που συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οι Σαρακατσαναίοι., που γίνονται κάθε χρόνο καθώς επίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις και χοροεσπερίδες βοηθούν στη διατήρηση της παράδοσης αλλά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σαρακατσαναίων.
Τέτοια τοπικά ανταμώματα οργανώνονται στο Βελούχι (θέση Άγιοι Απόστολοι Μερκάδας) την δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου από το Σύνδεσμο Σ. Φθιώτιδας, στην Πάρνηθα ( στη θέση Μόλα) του Αγίου Πνεύματος από τους Συλλόγους Σαρακ. Αττικής, στο Γυφτόκαμπο ( κεντρικό Ζαγόρι Ηπείρου ) την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου από την Αδελφότητα Σαρακ. Ηπείρου, στην Ελατειά Δράμας ( θέση Μπουζάλα ) στις 20 Ιουλίου από τους Συλλόγους Σ.Αν. Μακεδονίας και Θράκης,στο όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν) στις 22 Αυγούστου από τους Συλλ. Σαρακ. κεντρικής Μακεδονίας,καθώς και Βοιωτίας, Αιτωλοκαρνανίας,Πρέβεζας, Θεσπρωτίας, β. Πελοποννήσου κ.α.
Επίσης στη Βουλγαρία στο όρος Καραντίλα ( Σλίβεν ) από την Ομοσπονδία Συλλ. Σαρακ., που έχουν μείνει εκεί μετά το κλείσιμο των συνόρων, αλλά διατηρούν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακ. παράδοσης.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Ποντιακές παροιμίες (Ποντιακά παροιμίας)

Ποντιακές παροιμίες (Ποντιακά παροιμίας)

Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επηλαθόμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη. (Λεωνίδας Ιασωνίδης)
Να ξεραίνεται η γούλα μ’ αν ανασπάλλω την πατρίδα μ’, τον Πόντον (Κώστας Π. Μαυρόπουλος)
                                                                                                        
 Για την ορθή φωνητική απόδοση βλέπε σελίδα ”Κανόνες προφοράς Ποντιακής διαλέκτου”
                                                                                                        
Αδάμ’ς αιΐδα ’κ’ είχεν και πυτίδα εσέρευεν.
Ο Αδάμ γίδια δεν είχε και πυτιές μάζευε.


Λέγεται: Γι αυτόν που προσπαθεί ν’ αποκτήσει πράγμα που δεν το χρειάζεται.


Πυτιά=στομάχι  αρνιού που ως τη σφαγή τρέφεται με γάλα,  και αφού ξηρανθεί, χρησιμεύει στην παρασκευή τυριού ως μαγιά.
                                                                                                        
Αλεπόν τρώει κι η ζεπίρα πρέσκεται.
Η αλεπού τρώει και το κουνάβι πρήζεται.
Η αρκούδα, η αλεπού και το κουνάβι κάνανε συνεταιριλίκι για την ανεύρεση τροφής. Η αλεπού έτρωγε κρυφά και με την πονηριά της έπειθε την αρκούδα ότι   τα έτρωγε το κουνάβι. Έτσι το κουνάβι πρηζόταν από το ξύλο που έτρωγε από την Αρκούδα.
Λέγεται: Για όποιον υπόκειται τις συνέπειες των πράξεων άλλων.
                                                                                                   
Άλλα ζα σπάουνταν και άλλα μαρουκούνταν
Άλλα ζώα σφάζονται και άλλα μηρυκάζουν
Λέγεται: Γι αυτούς που ευθυμούν ενώ άλλοι δυστυχούν
                                                                                                  
Άλλ’ τερούν και σπάν’νε κι άλλ’ τρώγ’νε και σπάν’νε
Άλλοι κοιτούν και σκάνε και άλλοι τρώνε και σκάνε.
Άλλοι υποφέρουν από την στέρηση και άλλοι από την κατάχρηση της αφθονίας. 
                                                                                                  
Αλλομίαν αν αντρίζω θ’ εγροικώ και κοιματίζω.
Αν ξαναπαντρευτώ θα ξέρω να προσποιούμαι.
Η πείρα είναι ο καλύτερος οδηγός

                                                                                                  
Αν έχ’ μουσκάρ’ θα γεννά
Αν έχει μοσχάρι (αν είναι έγκυος) θα γεννήσει.
Λέγεται για γεγονός του οποίου η επαλήθευση θα γίνει σύντομα και χωρίς αναβολή. Δηλαδή ότι είναι να γίνει, θα γίνει.


                                                                                                         


Άρκον πα τα σεράντα χρόνα μίαν αχπαράεται.
Κι η Αρκούδα στα σαράντα χρόνια μια φορά τρομάζει.
Λέγεται: Για γεγονός σπάνιο.
                                                                                                         
Ας σον Ορωμαίον π’ ’ίνεται Τούρκος κι άλλο αφορισμένος ’ίνεται.
Αυτός που από Ρωμιός γίνεται Τούρκος γίνεται σκληρότερος.
Ο χειρότερος εχθρός είναι εκείνος που υπήρξε φίλος μας γιατί γνωρίζει τα ελαττώματά μας
                                                                                                         
Βζημένον φουρνίν, ψωμία ’κι ψεν’.
Σβηστός φούρνος ψωμιά δεν ψήνει.
Για πράγματα ή όντα των οποίων η ενέργεια έχει εξαντληθεί.
                                                                                                       
Δύο καρπούζα ’ς σ’ έναν γολτούκ’ ’κι κρατίουνταν
Δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν κρατιόνται.
Δεν είναι δυνατόν να γίνουν δυο δουλειές ταυτόχρονα.
                                                                                                         

Εγέννεσεν το βούδ’ κι εποίκεν γαρκόν.
Γέννησε το βόδι και έκανε μοσχάρι.
Λέγεται: Γι αυτούς που ανακοινώνουν σαν σπουδαία και ενδιαφέρουσα, ασήμαντη είδηση.
                                                                                                        

Εγώ απιτάζω τον σκύλον κι ο σκύλον απιτάζ’ τ’ ουράδ’ν ατ’.
Εγώ διατάζω τον σκύλο κι ο σκύλος την ουρά του.
Λέγεται: Γι αυτόν που αναθέτει σε άλλον αυτό που του ανέθεσαν.
                                                                                                        
Εγώ λέγ’ ατον καλόερος είμαι, κι ατός ερωτά με πόσα παιδία έ’εις;
Εγώ του λέω είμαι καλόγερος, και αυτός με ρωτάει πόσα παιδιά έχεις;
Λέγεται: Γι αυτόν που επιμένει να ρωτά το ίδιο πράγμα αν και στην πρώτη ερώτηση πήρε αρνητική απάντηση.
                                                                                                         
Εδώκαν πρόσωπον τον Αλήν, και εσκώθεν έχεσεν  ’ς σο χαλίν.
Έδωσαν αξία στον Αλή, και σηκώθηκε και έχεσε στο χαλί.
Λέγεται: Για αγροίκους και ανάγωγους που κάνουν κατάχρηση της συμπάθειας και της φιλοξενείας που τους επιδεικνύουν.
                                                                                                       

Είναν ’κ’ εμόναζαν κι εκείνος έλεεν, τ’ άρματα μ’ πού να κρεμάνω;
Κάποιον δεν τον φιλοξενούσαν κι εκείνος έλεγε, τα άρματά μου πού να τα κρεμάσω;
Λέγεται: Για τον ανεπιθύμητο που κάνει πως δεν καταλαβαίνει.
                                                                                                        
Εκάεν υλέε κι είνας μάνα π’ εγέννεσεν οφίδ’ είπεν, αϊλλοί εμέν, θα καίγεται τ’ οφίδ’ -ι-μ’
Κάηκε το δάσος και μια μάνα που γέννησε φίδι είπε, αλοίμονο σε μένα, θα καεί το φίδι μου.
Η μάνα αγαπά και το χειρότερο παιδί της.
                                                                                                       
Εκαλόμαθεν η γραία ’ς σα σύκα θα τρώει και τα συκόφυλλα.
Καλόμαθε η γριά στα σύκα θα φάει και τα συκόφυλλα.
Λέγεται: Γι αυτόν που έχει την απαίτηση να του γίνεται συνέχεια η χάρη επειδή του έγινε μια φορά.
                                                                                                        
Έκλεγε ο μισοκιακέρης κι ο που ’κ’ είχε ετραβώδανε.
Έκλεγε ο εύπορος κι ο στερούμενος τραγουδούσε.
Λέγεται: Για πλούσιο που κλαίγεται και για φτωχό που αδιαφορεί για τη φτώχεια του
                                                                                                       
Εκυλίεν η τέντζερη κι εύρεν το γαπάχ’
Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Λέγεται: για ανθρώπους όμοιου κακού χαρακτήρα που συνάπτουν φιλία ή συνεταιρίζονται.
                                                                                                        
Έμαθεν η γραία αβράκωτος και βρακωμέντζα εντρέπεται.
Έμαθε η γριά ξεβράκωτη και βρακωμένη ντρέπεται.
Λέγεται: Γι αυτόν που δεν ξεχνά τις κακές του συνήθειες έστω και ανήθικες.
                                                                                                        
Εμ’ τ’ ωβού τ’ απέσ’, εμ τ’ ελαίας τ’ έξ’
Και του αβγού το μέσα και της ελιάς το έξω.
Λέγεται: Για πλεονέκτη που θέλει τα πάντα για τον εαυτό του.
                                                                                                       
Εννέα Ιμερίτ’ και δέκα παρχανάδες.
Εννέα Ιμερίτες αγωγιάτες που συνταξίδευαν, αντί να καταλύσουν στον ίδιο σταθμό ανάπαυσης σαν συμπατριώτες, κατέλυσαν χωριστά λόγω διαφωνιών.
Λέγεται: Για ομάδα ανθρώπων που είναι αδύνατον να ομοφωνήσουν.
                                                                                                       
Επαίρεν πρόσωπον θέλ’ και τ’ αστάρ’
Πήρε πρόσωπο (ύφασμα) θέλει και την φόδρα.
Λέγεται: Γι αυτόν που παίρνει θάρρος και γίνεται ενοχλητικός με τις απαιτήσεις του.
                                                                                                        
Επείνασεν ο κούκουδας κι ερούξεν ’ς σα τσιχρίτας.
Πείνασε η κουκουβάγια κι έπεσε στις ακρίδες.
Λέγεται: Γι αυτόν που στην ανάγκη δέχεται φτηνά πράγματα.
                                                                                                      
Έρθεν ο χάρον  ’ς σην πόρταν κι όλ’ την νύφεν ετέρεσαν.
Ήρθε ο χάρος στην πόρτα και όλοι τη νύφη κοίταξαν.
Σε μια οικογένεια νύφη θεωρείται πάντα ξένη και δεν απολαμβάνει τη στοργή που απολαμβάνουν τα υπόλοιπα μέλη
                                                                                                     
Εύκαιρον σακίν  ’ς σα ποδάρα ’κι στέκει.
Άδειο τσουβάλι στα πόδια δεν στέκεται.
Ο νηστικός δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του.
                                                                                                     
Έχω σκύλον και σύρ’ με τον λύκον.
Έχω σκύλο και πηγαίνει με τον λύκο.
Λέγεται: Για φίλο ή συγγενή που υποστηρίζει τον εχθρό.
                                                                                                     
Η γραία ας τ’ εγαμέθεν εσπάλιξεν την πόρταν.
Η γριά αφού γαμήθηκε, έκλεισε την πόρτα.
Λέγεται: Γι αυτούς που λαμβάνουν τις απαιτούμενες προφυλάξεις μετά το πάθημα.
                                                                                                     
Η κάτα ’ς σο κρέας ’κ’ έφτανεν κι έλεεν, τάγκαλακ’, Παρασκευή έν’.
Η γάτα δεν έφτανε στο κρέας και έλεγε, κουτέ (σήμερα) Παρασκευή είναι. Δηλαδή όχι ότι δεν έφτανε αλλά λόγω Παρασκευής δεν έπρεπε να φάει κρέας.
Λέγεται: Γι αυτόν που δεν παραδέχεται την αποτυχία του να αποκτήσει επιθυμητό πράγμα και εφευρίσκει δικαιολογίες.
                                                                                                     
Η κορώνα όπου κι αν πάει, μαύρα ωβά ευτάει.
Το κοράκι όπου κι αν πάει μαύρα αβγά κάνει.
Ο ανεπρόκοπος όπου κι αν πάει ανεπρόκοπος είναι.
                                                                                                     
Η κοσσάρα όντες έρται τ’ ωβγόν  ’ς σον κώλον ατ’ς αραεύ’ φωλέαν
Η κότα όταν έρθει το αβγό στον κώλο της ψάχνει για φωλιά.
Λέγεται: Γι αυτόν που δεν προνοεί και τρέχει την τελευταία στιγμή
                                                                                                    
Η κοσσάρα πρώτα ωβγάζει κι επεκεί κακανίζει.
Η κότα πρώτα γεννάει το αβγό και μετά κακαρίζει.
Λέγεται: Γι αυτόν που καυχιέται για μελλοντικό κατόρθωμα χωρίς να είναι βέβαιη η επιτυχία.
                                                                                                      
Η κοσσάρα πίν’ νερόν και τερεί  ’ς σον ουρανόν.
Η κότα πίνει νερό και κοιτάει στον ουρανό
Λέγεται: Προς αγνώμονα στον οποίο προβάλλεται σαν παράδειγμα ευγνωμοσύνης προς τον θεό, η συνήθεια της κότας να ανυψώνει το κεφάλι της κάθε φορά που καταπίνει νερό.
                                                                                                        
Η μαμή σύρ’ τ’ ανάγκας κι ο ποπάς τρώει το φούστρον.
Η μαμή τραβάει τα ζόρια κι ο παπάς τρώει την ομελέτα.
Λέγεται: Όταν άλλος κοπιάζει και άλλος απολαμβάνει.
                                                                                                      
Η μερμήκα πα με τ’ εκεινές το γαντάρ’ σεράντα πατμάνα έρθεν.
Και το μυρμήγκι με τη δική του ζυγαριά σαράντα πατμάνια ήρθε (ζυγίστηκε).
Λέγεται: Για τον καθένα που κρίνοντας τον εαυτό του με το δικό του μέτρο όχι μόνο δεν μειώνει την αξία του αλλά αντιθέτως την αυξάνει
Πατμάνι= μονάδα βάρους 6 οκάδων
                                                                                                     
Ήνταν θρύβ’ς  ’ς σο πινάκι σ’, θα έρται  ’ς σο χουλάρι σ’.
Ότι τρίβεις στο πιάτο σου θα έρθει στο κουτάλι σου.
Ότι κάνεις θα το βρεις μπροστά σου.
                                                                                                                    
Ήντζαν γίνεται πρόβατον, τρώει ατον ο λύκον.
Όποιος γίνεται πρόβατο, τον τρώει ο λύκος.
Λέγεται: Για όποιον ταπεινώνεται ή φέρεται ήρεμα και έτσι κινδυνεύει να περιφρονηθεί ή να αδικηθει.
                                                                                                                            
Ήντζαν λέει ατον η ψωλή μ’ αγγούρ’ έν’, παίρ’ τ’ άλας και τρέχ’.
Όποιος του πει το πέος μου αγγούρι είναι, παίρνει το αλάτι και τρέχει.
Λέγεται: Για ευκολόπιστο που ότι του πουν το πιστεύει.
                                                                                                       
Ήντζαν κρατεί το μελοκούτ’, λείχ’ το δάχτυλον ατ’.
Όποιος κρατάει το κουτί με το μέλι, γλείφει το δάχτυλό του
Λέγεται: Γι αυτόν που επωφελείται από ξένα πράγματα ή χρήματα που ο ίδιος διαχειρίζεται.
                                                                                                     
Ήντζαν εβγαίν’ και πορπατεί, για κάτ’ ευρίκ’ και τρώει, για κάτ’ ευρίκ’ και τρώει ατον. 
Όποιος βγαίνει απ’ το σπίτι του και περπατάει, ή κάτι βρίσκει και τρώει, ή κάτι τον βρίσκει και τον τρώει. 
Απ’ την αδράνεια δεν υπάρχει όφελος, ενώ απ’ την κίνηση κάποιος ωφελείται, έστω και κατά αντίθεση κωμική ο θάνατος είναι λύτρωση.
                                                                                                                                                                                                               
Η τσούνα ασ’ τ’ εκουταβίεσεν, μαλέζ’  ’κ’ εχόρτασεν.
Η σκύλα από τότε που γέννησε αλευρόσουπα δεν χόρτασε.
Λέγεται: για γονιό που στερείται για χάρη των παιδιών του.
                                                                                                      
Η τυφλή  ’ς σον φέγγον εψυλλίουτον.
Η τυφλή στο φεγγαρόφωτο ξεψειριζόταν.
Λέγεται: Γι αυτόν που κάνει κάτι σε ακατάλληλη ώρα.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                     
Η τυχερέσσα η μάνα, το πρωτικάρ’ν ατ’ς κορίτζ’ εφτάει ατο
Η τυχερή η μάνα το πρώτο παιδί της  κορίτσι το κάνει.
Λέγεται: Για τη μάνα που το πρώτο παιδί της είναι κορίτσι και γρήγορα θα έχει βοηθό στις δουλειές του σπιτιού.
                                                                                                    
Η οσία Μαρία είπεν εννενήντα εννέα κι αλλ’ έναν εκατό.
Στην παροιμία υπόκειται μύθος για την οσία Μαρία την Αιγυπτία, η οποία αποφάσισε να αλλάξει, μετά από πολλά χρόνια αμαρτωλής ζωής. Δεν μπόρεσε όμως να αντισταθεί στον πειρασμό, όταν παρουσιάστηκε ευκαιρία στο πλοίο που την μετέφερε από την Αλεξάνδρεια για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, και βρέθηκε ανάμεσα σε άντρες. Τότε είπε την παραπάνω παροιμία για να δικαιολογήσει τις σχέσεις της με τους συνταξιδιώτες της.
Λέγεται: Γι αυτόν που στα προηγούμενα λάθη ή σφάλματά του προσθέτει κι άλλο ένα.
                                                                                                    
Καθαείς λέει το τάνι μ’ άσπρον έν’.
Ο καθένας λέει το τάνι μου άσπρο είναι.
Λέγεται: Για όποιον επαινεί τα δικά του πράγματα.
Τάν(ι)= Το υπόλειμμα του δουρβανίσματος, το αριάνι.
                                                                                                  
Καινούργο μ’ κοσκίν’ πού κρεμάνω σε και σαν παλάντζ πα πού σύρω σε.
Καινούργιο μου κόσκινο που να σε κρεμάσω και σαν παλιώσεις που να σε πετάξω.
Λέγεται: Για κάθε πράγμα που του δίνουμε ιδιαίτερη σημασία όσο είναι κουνούργιο, και όταν παλιώσει σεν του δίνουμε σημασία.
                                                                                                   
Καλώς τον Άγιον τη Θεού τον παξιμαδοκλέφταν.
Καλώς τον άγιο του θεού τον παξιμαδοκλέφτη.
Λέγεται: Για άνθρωπο που υποκρίνεται τον θεοσεβούμενο και τον ενάρετο ενώ σε κάθε ευκαιρία διαπράττει άνομες πράξεις.
                                                                                                   
Κάτας πουλεί και σκυλία αγοράζει.
Γάτες πουλάει και σκυλιά αγοράζει.
Λέγεται: Ειρωνικά για τον άνεργο.
                                                                                                  
Κρίμαν  ’ς σο βούδιν τ’ έσπαξα και  ’ς  σην χαράν τ’ εποίκαμ’.
Κρίμα στο βόδι που έσφαξα και στον γάμο που κάναμε.
Λέγεται: Για διαψευσθείσα ελπίδα.
                                                                                                     
Λιμόχορος λιμόχορος και πεινασμένος γάμος. ταν ταν κοιλίαν εύκαιρον και δόντα ακονεμένα.
Χορός δίχως φαγοπότι και πεινασμένος γάμος, ταν ταν κοιλιά άδεια και δόντια ακονισμένα.
Λέγεται: Ειρωνικά για γάμο χωρίς φαγοπότι.
Το τάν(ι) είναι φτωχό σε θρεπτικές ουσίες και όσο κι αν πιεί κάποιος αισθάνεται το στομάχι του άδειο, ενώ τα δόντια επιθυμούν να μασήσουν στερεά τροφή.
                                                                                                    
Λιχνέας  ’κ’ είμαι, παραπονέας είμαι.
Λαίμαργος δεν είμαι, παραπονιάρης είμαι.
Λέγεται: Γι αυτόν που παραπονιέται όχι γιατί είναι πλεονέκτης, αλλά γιατί στερείται ενώ άλλος αναξιώτερος απολαμβάνει περισσότερα.
                                                                                                      
Λύκος έρθεν  ’ς σα πρόβατα αϊλλοί που έχ’ το έναν.
Λύκος ήρθε στα πρόβατα αλίμονο σ’ αυτόν που έχει ένα.
Λέγεται: Για κίνδυνο που απειλεί τους πάντες, πλήττει όμως περισσότερο τον φτωχό.
                                                                                                     
Μεγάλο βούκα φα και μεγάλο λόγο μη λες.
Μεγάλη μπουκιά φάε αλλά μεγάλο λόγο μη λες.
Λέγεται: Γι αυτόν που καυχιέται.
                                                                                                   
Με τη χώρας τα κοκκία ευτάει τον κύρ’ν ατ’ ψαλμόν
Με ξένα σιτάρια (κόλλυβα) κάνει στον πατέρα του μνημόσυνο.
Λέγεται: Γι αυτόν που επιδεικνύεται με ξένα χρήματα (δανεικά).
                                                                                                  
Με το ζόρ’ ο σκύλον  ’ς σα πρόβατα  ’κι πάει, κι αν πάει ‘κ’ οράζ’ ατα.
Με το ζόρι ο σκύλος στα πρόβατα δεν πάει, κι αν πάει δεν τα προσέχει.
Αν δεν αγαπά κανείς αυτό που πρέπει να κάνει, με το ζόρι δεν το κάνει.
                                                                                                 
Με τον καιρόν ’κ’ έβρεχεν και παρώρας χαλάζ’ εντούν’νεν.
Όταν έπρεπε δεν έβρεχε και όταν δεν έπρεπε έριχνε χαλάζι.
Λέγεται: Για καταστάσεις που δεν γίνονται στην ώρα τους.
                                                                                                
Μη κλαις κιφάλ’, ντ’ εδέβασες, κλάψον ντο θα δεβά’εις.
Μην κλαις κεφάλι γι αυτά που πέρασες, κλάψε γι αυτά που θα περάσεις.
Λέγεται: Γι αυτόν που στεναχωριέται για κακό που έπαθε, ενώ ενδέχεται να πάθει ακόμα μεγαλύτερο κακό
                                                                                                    
Να, λύκο, φα την σουμαδίαν.
Ορίστε λύκε, φάε την Σουμαδία (όνομα αγελάδας).
Λέγεται: Γι αυτόν που επιτρέπει σε άλλον να οικειοποιηθεί δικό του πράγμα.
                                                                                                    
Να μέλ’, να κερίν.
Ούτε μέλι, ούτε κερί.
Λέγεται: Για πρόσωπο τελείως άχρηστο, κατά μεταφορά κηφήνας.
                                                                                                       
Νεφέσ’ αν  ’κ’ επορείς να παίρτς, ζουρνατζής μη γίνεσαι.
Ανάσα αν δεν μπορείς να πάρεις, μη γίνεσαι ζουρνατζής.
Λέγεται: Γι αυτόν που προσπαθεί να κάνει κάτι πέρα από τις δυνάμεις του.
                                                                                                      
Ντο έβρεξεν ο ουρανόν  η γη να μη  ’κ’ εδέχτεν.
Τι έβρεξε ο ουρανός κι η γη δεν το δέχτηκε.
Λέγεται: Γι αυτόν που υπομένει τις συμφορές της μοίρας.
                                                                                                      
Ντο έν’ τη καμελί ορθόν να έν’ κι η γούλα  ’θε;
Τι είναι της καμήλας ίσιο για να είναι και ο λαιμός της.
Όταν οι πράξεις ενός ανθρώπου είναι στο σύνολο κακές, και κάθε επί μέρους πράξη είναι κακή.
                                                                                                     
Ντο θα λες ατο χουκ και μουκ πέει ατο αρμούτ’.
Αντί να το λες χουκ και μουκ πές το αρμούτ (απίδι)
Δηλαδή πές το ορθά κοφτά.
                                                                                                    
Ο δάβολον δουλείαν  ’κ’ είχεν κι εσυνεσέβεν τα παιδία ’τ’.
Ο διάβολος δουλειά δεν είχα και τα έβαζε με τα παιδιά του.
Λέγεται: Για άνεργο που ασχολείται με πράγματα απρεπεί και ενοχλητικά.
                                                                                                   
Όθεν λαγγεύ τ’ αιγίδ’ λαγγεύ και το κορίτ’.
Όπου πηδά η κατσίκα, πηδά και το κατσικάκι.
Τα παιδιά μιμούνται και μαθαίνουν αντιγράφοντας τους γονείς
                                                                                                      
Ο Θεόν εδίνεν τα φάβατα σ’ εκείντζ που  ’κ’ είχαν δόντα.
Ο θεός έδινε τα κουκιά σ’ αυτούς που δεν είχαν δόντια.
Λέγεται: Γι αυτούς που δεν είναι ικανοί να απολαύσουν τα αγαθά που έχουν.
                                                                                                     
Ο θεός σκάλας χτίζ’, άλλ’ ανηβαίν’νε κι άλλ’ κατηβαίν’νε.
Ο θεός σκάλες φτιάχνει, άλλοι ανεβαίνουν και άλλοι κατεβαίνουν.
Τίποτα δεν είναι σταθερό, όλα αλλάζουν. Εύκολα μπορεί να γίνει κάποιος από ευτυχισμένος δυστυχισμένος και το αντίθετο.
                                                                                                     
Οι παλαλοί εχόρευαν  ’ς σου παλαλού τον γάμον.
Οι τρελοί χόρευαν στου τρελού τον γάμο.
Λέγεται: Για ανθρώπους του ίδιου χαρακτήρα. 
                                                                                                     
Όλα τα όρνα  ’ς σην μονήν και ο χόχορας  ’ς σην βοσκήν.
Όλα τα όρνια ησυχάζουν κι η κουκουβάγια ψάχνει για τροφή
Λέγεται: Γι αυτόν που δρα όταν οι άλλοι ησυχάζουν.
                                                                                                     
Ο λεϊλέκον το στούδ’ ξαμών κι επεκεί βουκούτ’ ατο.
Ο πελαργός το κόκκαλο πρώτα το μετράει και μετά το καταπίνει.
Πριν από κάθε ενέργεια χρειάζεται πολύ σκέψη.
                                                                                                    
Όλ’  ’ς σ’ εμέτερα κι εγώ παρέτερα.
Όλοι (οι άλλοι) στο σπίτι μας κι εγώ αλλού.
Λέγεται: Για αργόσχολο που περιφέρεται σε ξένα σπίτια.
                                                                                                     
Ο λύκον το μαλλίν ατ’ αλλάζει και το χούϊ’ν ατ ’κι αλλάζει.
Ο λύκος το μαλλί του αλλάζει και τις συνήθειές του δεν τις αλλάζει.
Λέγεται: Γι αυτόν που από τη φύση του είναι κακός και δεν αλλάζει να γίνει καλός.
                                                                                                     
Όνταν έμ’νε νύφε, είχα κακέσσαν πεθεράν κι ατώρα που είμαι πεθερά  έχω κακέσσαν νύφε.
Όταν ήμουν νύφη είχα κακιά πεθερά, και τώρα που είμαι πεθερά έχω κακιά νύφη.
Λέγεται: Για τις σχέσεις νύφης και πεθεράς που ποτέ δεν θα είναι καλές.
                                                                                                   
Όνταν  ’κι θέλω να φιλώ σε, ερωτώ σε, πού έν’ το μάγ’λο σ’;
Όταν δεν θέλω να σε φιλήσω σε ρωτώ που είναι το μάγουλό σου.
Λέγεται: Για προσποιητή άγνοια.
                                                                                                  
Ο πατέρας εχάρτζεν το παιδίν ατ’ έναν αμπελώναν και το παιδίν εγούεψεν ας σον κύρ’ν ατ’ έναν βοτρύδ΄.
Ο πατέρας χάρισε στο παιδί του ένα αμπέλι και το παιδί τσιγκουνεύτηκε στον πατέρα του ένα τσαμπί.
Λέγεται: Για αχάριστο παιδί.
                                                                                                    
Ο πάρδον τα κάκκαλα  ’τ’ παιγνεύκεται.
Ο γάτος τ’ αρχίδια του παραδέχεται.
Λέγεται: Για τον αυτάρεσκο.
                                                                                                 
Ο πεντικόν εκατούρεσεν  ’ς σην θάλασσαν κι εποίκεν μερτικόν.
Ο ποντικός κατούρησε στη θάλασσα και απέκτησε μερίδιο.
Λέγεται: Γι αυτόν που συνεισφέρει λίγα και απαιτεί πολλά.
                                                                                                  
Οπέρ’ς εκάεν κι οφέτος εμύριξεν.
Πέρυσι κάηκε κι εφέτος μύρισε.
Λέγετα: Γι αυτόν που ασχολείται μάταια με παλιές ή ξεχασμένες υποθέσεις.
                                                                                                 
Όπ’ έχ’ πολλά πιπέρ’,  ’ς ση σουρβά πα βάλ’.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι και στη σούπα βάζει.
Λέγεται: Γι αυτόν που σπαταλά σε πράγματα περιττά.
                                                                                                
Όποιον δάχτυλον κόφτ’ς, πονείς.
Όποιο δάχτυλα κόψεις, πονάς.
Ο γονιός πονάει το ίδιο όλα τα παιδιά του.
                                                                                                
Όποιος φτύζ’ καρσού  ’ ς σον αέραν, τα γένα ’τ’ φτύζ’
Όποιος φτύνει κόντρα στον αέρα, τα γένια του φτύνει.
Λέγεται: Γι αυτόν που δεν δύναται να ανταπαντήσει σε μεγαλύτερες βρισιές που του απευθύνει αυτός τον οποίο προηγουμένως πρόσβαλε.
                                                                                               
Ονταν εφτάς με κι αρρωστώ τ’ αρρωστικά σ’  ’κι θέλω.
Όταν με κάνεις και αρρωσταίνω, τα γιατρικά σου δεν τα θέλω.
Λέγεται: Για άνθρωπο που προσπαθεί να μας παρηγορήσει για κακό που ο ίδιος προξένησε.
                                                                                               
Ο σκύλον ας σο τέρεμαν εψόφεσεν.
Ο σκύλος απ’ το κοίταγμα ψόφησε.
Λέγεται: Γι αυτόν που μάταια με τα μάτια ερωτοτροπεί.
                                                                                              
Οσπιτανόν ο ποπάς ευλοΐαν  ’κ’ έχ.
Ο παπάς στο δικό του σπίτι δεν έχει ευλογία.
Λέγεται: Για εκείνον του οποίου η εργασία δεν υπολογίζεται σαν σπουδαία από τους δικούς του, ενώ η ίδια δουλειά αν γίνει από ξένο θεωρείται σπουδαία.
                                                                                              
Ούμπαν ακούς πολλά κεράσα, μικρόν καλάθ’ έπαρ’ κι άμε.
Όπου ακούς πολλά κεράσια κικρό καλάθι πάρε και πήγαινε.
Να μην πιστεύουμε στις υπερβολικές κουβέντες και φήμες.
                                                                                              
Ούμπαν έν’ ο πόνον εκεί έν’ κι η ψη.
Όπου είναι ο πόνος εκεί είναι και η ψυχή.
Στο πονεμένο σημείο του σώματος επικεντρώνεται η προσοχή.
                                                                                                     
Ούμπαν κοτζοί κι ούμπαν στραβοί  ’ς σον Άεν Παντελέημον.
Όπου κουτσοί και όπου στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
Λέγεται: Για συρροή ανθρώπων διαφόρων κοινωνικών τάξεων σε κοινή συνάθροιση.
                                                                                                    
Ούμπαν πας , οκά τεσσερεκατόν τράμα έχ’.
Όπου κι αν πας η οκά τετρακόσια δράμια έχει.
Λέγεται: Για αγοραστεί που νομίζει θα βρει κάποιο πράγμα αλλόυ φθηνότερα ενώ έχει παντού την ίδια αξία, και γενικότερα ο κόσμος παντού είναι ίδιος.
                                                                                                   
Ους να ευρίκομε τον αλογάν καλκεύομε τον γαϊδουράν.
Μέχρι να βρούμε τον αλογά καβαλάμε τον γαϊδουρά.
Προσωρινά να βολευόμαστε με ότι έχουμε προσπαθώντας πάντα να βελτιώσουμε την τύχη μας.
                                                                                                     
Ο Χριστόν πρώτα τ’ εκεινού τα γένα ευλόγησεν κ’ επεκεί τα ξένα.
Ο Χριστός πρώτα τα δικά του γένια ευλόγησε και μετά τα ξένα.
Ο καθένας πρώτα φροντίζει τον εαυτό του και μετά τους άλλους.
Η παροιμία λέγεται διότι ο ευλογών ιερέας (όπως και ο Χριστός) όταν σηκώνει το χέρι για να ευλογήσει, αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στη γενειάδα του και φαίνεται σαν να ευλογεί πρώτα τα γένια του. 
                                                                                                  
Ο χορτασμένον ας ση πεινασμένονος το χάλ’  ’κ’ εγροικά.
Ο χορτασμένος δεν καταλαβαίνει το χάλι του πεινασμένου.
Ο ευτυχής δεν καταλαβαίνει τον πόνο του δυστυχή.
                                                                                                  
Παρακεσάκα που κουίζ’ ο πετεινόν, κόφ’νε τη γούλαν ατ’.
Ο πετεινός που φωνάζει παράκαιρα, του κόβουν το λαιμό.
Λέγεται: Γι αυτόν που ενεργεί σε χρόνο ακατάλληλο γι αυτό και παθαίνει ζημιά.
                                                                                                 
Πη αγληγορεί να πλουσεύεται, συγκερά με την φτωχίαν.
Όποιος βιάζεται να πλουτίσει, συναντάται με τη φτώχια.
Λέγεται: Γι αυτόν που πάει για κέρδη και συναντά αποτυχία.
                                                                                                   
Πε με τον σύντροφο σ’ κι ας λέγω σε ντο είσαι.
Πές μου τον σύντροφό σου (το φίλο σου) να σου πω τι είσαι.
Λέγεται: Για όμοιους χαρακτήρες που κάνουν φιλία και συναναστρέφονται
                                                                                                     
Πέντε βούδα τρία ζευγάρα
Πέντε βόδια, τρία ζευγάρια.
Λέγεται: 1. Για παραλογισμό.  2. Για βλάκα που δεν διαφέρει σε νοημοσύνη από τα βόδια και προστιθέμενος κι αυτός συγκροτούνται τρία ζευγάρια.
                                                                                                    
’Πη καίγεται  ’ς σο γάλαν φυσά και  ’ς σο ξύγαλαν.
Όποιος καίγεται στο γάλα, φυσά και το γιαούρτι.
Λέγεται: Γι αυτόν που παθαίνει κάτι μια φορά και φοβάται σε παρόμοια περίπτωση μήπως το ξαναπάθει, ενώ δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.
                                                                                                   
Πη  ’κι τερεί και κάθεται θαμάσκεται  όταν σ’κούται.
Αυτός που δεν κοιτάει όταν (και που) κάθεται, θαυμάζει (απορεί) όταν σηκώνεται (και βλέπει ότι λερώθηκε).
Λέγεται: Για τον απρόσεκτο που του συμβαίνουν απροσδόκητα παθήματα.
                                                                                                   
Ποίος θέλ’ το καλό σ’, ευτάει σε και κλαις.
Αυτός που θέλει το καλό σου, σε κάνει και κλαις.
Λέγεται: Για τον ειλικρινή φίλο που δεν διστάζει να καυτηριάσει τα ελαττώματά σου, για να τα διορθώσεις.
                                                                                                   
Πολλά μη τρέεις, εφτάντζ τον δάβολον, πολλά οπίσ’ μ’ απομέντζ, εφτάν’ τσε ο δάβολον.
Πολύ μην τρέχεις, φτάνεις τον διάβολο, πολύ πίσω μη μένεις, σε φτάνει ο διάβολος.
Λέγεται: Για χωρίς λόγο βιασύνη ή αργοπορία που και τα δυο μπορεί να προκαλέσουν ζημιά.
                                                                                                   
Πολλά μη λεγνύντζ, τζακούνταν τα μέσα σ’.
Πολύ μην αδυνατίζεις, θα σπάσει η μέση σου.
Λέγεται: Ειρωνικά γι αυτόν που δείχνει υπερβολική λεπτότητα συμπεριφοράς ή περιποίησης.
                                                                                                    
Πολλά ψηλά πη τερεί, χαμελά ρούζ’.
Όποιος κοιτάει πολύ ψηλά, πέφτει χαμηλά.
Λέγεται: Για αλαζόνα που ταπεινώθηκε.
                                                                                                    
Πολλά πη τρέχ’ οπίσ’ απομέν’.
Αυτός που τρέχει πολύ μένει πίσω.
Λέγεται: Για την πολύ βιασύνη που φέρνει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.
                                                                                                  
Πολλοί μαγέροι χαλάνουν το φαΐ.
Πολλοί μάγειροι χαλούν το φαί.
Λέγεται: Για ζημιά που προκύπτει από διαφορετικές διαταγές πολλών υπευθύνων.
                                                                                                 
Ποπά παιδίν δαβόλου εγγόνιν.
Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
Λέγεται: Χαριτολόγώντας για παιδί παπά που είναι ζωηρό και έξυπνο.
                                                                                                 
Ποπάς αν ’κι γίνουμαι, διάκος γίνουμαι.
Παπάς αν δεν γίνομαι, διάκος γίνομαι.
Λέγεται: Γι αυτόν που αναγνωρίζει στον εαυτό του κάποια αξία.
                                                                                                    
Που ’κι θέλ’ να ζυμών’,  εφτά ημέρας κοσκινίζ’.
Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, εφτά μέρες κοσκινίζει.
Λέγεται: Για τον απρόθυμο να εκτελέσει κάποιο έργο.
                                                                                                   
Πρώτα φουρνίν κι επεκεί εγκλεσία.
Πρώτα φούρνος και μετά εκκλησία.
Οι βιοτικές ανάγκες είναι ανώτερες ακόμα και των βιοτικών.
                                                                                                     
Πρώτα ώβγασον κι επεκεί κακάντζον.
Πρώτα κάνε το αυγό και μετά κακάρισε.
Λέγεται: Γι αυτόν που καυχιέται για ικανότητά του πριν την αποδείξει με έργα.
                                                                                                    
Πρώτον βούκαν π’ έρπαξεν καμίαν  ’κ’ εκομπώθεν.
Πρώτη μπουκιά που άρπαξε ποτέ δεν ξεγελάστηκε.
Αυτός που προλαβαίνει να φάει ποτέ δεν βγαίνει ζημιωμένος.
                                                                                                   
Ση νεγάμ’σσας τραμ και τρουμ και ’ς ση νεγάμ χαπάρ’ ’κ’ έχ’νε.
Στης νύφης παίζουν τα όργανα και στου γαμπρού δεν έχουν πάρει είδηση.
Λέγεται: Γι αυτούς που συζητούν ξένη υπόθεση εν αγνοία των ενδιαφερομένων.
                                                                                                    
Σιδερένα χέρα θα δουλεύ’νε και μαλαματένα θα κρατούνε.
Σιδερένια χέρια θα δουλεύουν και χρυσά θα κρατάνε.
Σημαίνει ότι για την ευπορία δεν αρκεί μόνο η εργατικότητα αλλά και η οικονομία.
                                                                                                    
Σίτα θ’ εποίναμε ωτίν, εχάσαμε και το μυτίν.
Εκεί που θα αποκτούσαμε αυτί, χάσαμε και τη μύτη.
Λέγεται: Γι αυτούς που επιδιώκουν να αποκτήσουν πολλά και χάνουν και τα λίγα.
                                                                                                   
’Σ σα σεράντα χρόνα επίασεν είναν πεντικόν.
Στα σαράντα χρόνια έπιασε έναν ποντικό.
Λέγεται: Για ασήμαντο έργο σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
                                                                                                  
’Σ σ’ αλών’ν ατ’ νε βρέχ νε χονίζ’.
Στ’ αλώνι του ούτε βρέχει ούτε χιονίζει.
Λέγεται: Για τον παντελώς αδιάφορο.
                                                                                                  
’Σ σ’ ετεψίζ’ τον πρόσωπον εκατούρ’ναν κι εκείνος έλεεν, βρέχ’.
Στου αδιάντροπου το πρόσωπο κατουρούσαν κι εκείνος έλεγε βρέχει.
Λέγεται: Γι αυτόν που δεν έχει το θάρρος να ανταποδώσει τις προσβολές και τις βρισιές που του απευθύνουν.
                                                                                                   
’Σ σην σουρβάν π’ εκάεν, εφύσεσεν και  ’ς σο ξύγαλαν.
Αυτός που κάηκε στη σούπα φύσηξε και στο γιαούρτι.
Λέγεται: Γι αυτόν που παθαίνει κάτι μια φορά και φοβάται σε παρόμοια περίπτωση μήπως το ξαναπάθει, ενώ δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.
                                                                                                    
’Σ σ’ οσπίτ’ν ατ’ πεντικός  ’κι αλευρούται.
Στο σπίτι του ποντικός δεν αλευρώνεται.
Λέγεται: Για άνθρωπο πάμφτωχο που ούτε αλεύρι υπάρχει στο σπίτι του.
                                                                                                   
Τ’ Αγίας Κερεκής τ’ άψιμον.
Της Αγίας Κυριακής η φωτιά.
Λέγεται: Για ζωηρό και κακομαθημένο παιδί
                                                                                                    
Τ’ άγρα τα μουχτερά τα χιόνα ημερών’νε.
Τα άγρια τα γουρούνια, τα χιόνια τα εξημερώνουν.
Λέγεται: Για άνθρωπο αλαζόνα που αναγκάζεται από δυστυχία να ταπεινωθεί.
                                                                                                   
Τα κάτας εξενίτεψαν κι οι πεντικοί χορεύ’νε.
Οι γάτες ξενητεύτηκαν κι οι ποντικοί χορεύουν.
Λέγεται: Για τους ατακτούντες όταν απουσιάζουν οι ανώτεροί τους.
                                                                                                  
Τα λάχανα ελέπ’ και την φραχτήν  ’κ’ ελέπ’.
Τα λάχανα τα βλέπει, αλλά τον φράχτη δεν τον βλέπει.
Λέγεται: Γι αυτόν που δεν βλέπει τις δυσκολίες που ενδεχομένως θα συναντήσει στην επίτευξη του σκοπού του.
                                                                                                 
Τ’ αλεύρα ξένα κι οι πεντικοί τοουσεύ’νε.
Τα αλέυρια ξένα κι οι ποντικοί μαλώνουν.
Λέγεται: Γι αυτούς που μαλώνουν μεταξύ τους για την απόκτηση ξένου πράγματος.
                                                                                                  
Τάξον τον παλαλόν ας χαίρεται.
Τάξε στον τρελλό (και άστον) να χαίρεται.
Λέγεται: Για υποσχέσεις που δεν πρόκειται ποτέ να εκπληρωθούν.
                                                                                                
Τα παλά τ’ αχύρα εβορίζει.
Τα παλιά τ’ άχυρα λιχνίζει.
Λέγεται: Γι αυτόν που ασχολείται μάταια με παλιές και ξεχασμένες υποθέσεις.
                                                                                                                     
Τ’ άρα όλα επούλησα  και τα ναμούσα  ’δώκα.
Τα φιλότιμα όλα τα πούλησα και τις υπολήψεις τις έδωσα.
Λέγεται: Γι αυτόν που απόγνωση γίνεται αναιδής.
                                                                                               
Τ’ αρσενικόν το λυκούδ’  μίαν γαμισκάται, επεκεί βάλ’ ακούλ’.
Το αρσενικό λυκόπουλο μια φορά γαμιέται, μετά βάζει μυαλό.
Λέγεται: Για τον άπειρο που ξεγελιέται την πρώτη φορά, μετά βάζει μυαλό.
                                                                                               
Τ’ αχούλ’ να επουλίγουτον οι ζαντοί πα αγόραζαν.
Το μυαλό αν πουλιόταν και οι κουτοί θα αγόραζαν.
Λέγεται: Για χαρίσματα που δεν αποκτώνται με χρήματα.
                                                                                               
Τ’ άψιμον όθεν καικά ρούζ’ καίει.
Η φωτιά όπου πέσει καίει.
Η δυστυχία προξενεί πραγματική θλίψη στους συγγενείς και όχι στους ξένους.
                                                                                                    
Τ’ αψύν τ’ οξίδιν το σκεύος αχτε χαλάνει.
Το δυνατό το ξύδι χαλάει (φθείρει) το  σκεύος του.
Λέγεται: Για τον οξύθυμο που φθείρει την υγεία του.  
                                                                                                    
Τ’ εσά τ’ άθα ους θα ανθούν, τ’ εμά παραδαβαίν’νε.
Τα δικά σου άνθη ώσπου ν’ ανθίσουν τα δικά μου μαραίνονται.
Λέγεται: Γι αυτόν που καθυστερεί υπερβολικά να κάνει μια δουλειά.
                                                                                                    
Τ’ έξ’ το μήλον κόκκινον και τ’ απέσ’ βρούχνας γομάτον.
Απ’ έξω το μήλο κόκκινο και μέσα γεμάτο μούχλα.
Λέγεται: Για πρόσωπο ή πράγμα που μόνο εξωτερική εμφάνιση έχει.
                                                                                                    
Τέρ’ την ούγιαν κι έπαρ’ το πανίν, τέρ’ την μάναν κι έπαρ’ το κορίτζιν.
Κοίτα την ούγια και αγόρασε το ύφασμα, κοίτα την μάνα και πάρε το κορίτσι.
Η κόρη έχει τα προτερήματα ή τα ελαττώματα της μάνας.
                                                                                                    
Τη πεθεράς ο θάνατον τη νύφες η χαρά.
Της πεθεράς ο θάνατος της νύφης η χαρά.
Λέγεται: Για τη νύφη που χαίρεται κρυφά για το θάνατο της πεθεράς.
                                                                                                   
Τη Τρίχας το γεφύριν.
Της Τρίχας το γεφύρι. (Γέφυρα μεταξύ Τραπεζούντας και Ματσούκας στον ποταμό Πυξίτη-Δαφνοπόταμο με θρύλο αντίστοιχο του γεφυριού της Άρτας).
Λέγεται: Για υπερβολική καθυστέρηση στην εκτέλεση έργου.
                                                                                                   
Τη φοβετζέα η μάνα καμίαν ’κ’ έκλαψεν.
Του φοβιτσιάρη η μάνα ποτέ δεν έκλαψε.
Λέγεται: Κυρίως σαν προτροπή από μάνα προς παιδί να αποφεύγει να  ριψοκινδυνεύει.
                                                                                                  
Τη χώρας έμπρα σ’ φαίν’ντανε, τ’ εσά οπίσ’  ’κ’ ελέπεις.
Των ξένων (τα ελεττώματα) μπροστά σου φαίνονται, τα δικά σου πίσω (σου) δεν τα βλέπεις.
Λέγεται: Γι αυτόν που κατηγορεί άλλους για ελαττώματα που κι ο ίδιος έχει.
                                                                                                     
Την κάταν είπαν ατεν το σκατό σ’ βοτάν’ έν’ κι εντώκεν εσκέπασεν ατο.
Της γάτας της είπαν το σκατό σου βότανο είναι και αμέσως το σκέπασε.
Λέγεται: Για ανόητο που πράγμα άχρηστο γι αυτόν το θεωρεί σπουδαίο και το κρύβει.
                                                                                                    
Την Κερεκήν, την Κερεκήν θ’ αντρίζ’ η Κοτσκοβόρα.
Την Κυριακή, την Κυριακή θα παντρευτεί η Κοτσκοβόρα.
Λέγεται: Γι αυτόν που υπόσχεται ότι θα κάνει μια δουλειά και όλο την αναβάλει.
Κοτσκοβόρα = Γυναίκα φτηνή και πρόστυχη που όταν τη ρωτούσαν πότε θα παντρευτεί, απαντούσε την Κυριακή, χωρίς ωστόσο να έλθει ποτέ αυτή η Κυριακή.
                                                                                                    
Την κοιλοπονέτραν ούλ’ εγκούνα έταξαν κι όντας εγέννεσεν, έτρεξεν  ’ς σ’ αντρού ατ’ς τα παλεσάλβαρα.
Στην έγκυο όλοι έταζαν μωρουδιακά, κι όταν γέννησε έτρεξε στου άντρα της τα παλιοσώβρακα.
Λέγεται: Γι αυτούς που υπόσχονται βοήθεια για συγκεκριμένη περίπτωση και ξεχνούν την υπόσχεση όταν αυτή παρουσιαστεί.
                                                                                                    
Το γεροντάρ’κον  το βούδ’ εβγάλ’ αυλάκ’.
Το γέρικο το βόδι βγάζει (ανοίγει) το αυλάκι.
Οι γέροντες είναι εμπειρότεροι και αποτελεσματικότεροι.
                                                                                                   
Το γλυκίν η γλώσσα  εβγάλ’ τ’ οφίδ’ ας σο τρυπίν.
Η γλυκειά γλώσσα (ομιλία) βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα.
Με τον καλό τρόπο πετυχαίνεις περισσότερα παρά με αυστηρότητα.
                                                                                                   
Το καλόν το πουλίν ας τ’ ωβόν κιάν’ κελαίδεί.
Το καλό το πουλί μέσα απ’ το αυγό κελαϊδά.
Λέγεται: Γι αυτόν που από παιδί δείχνη σημάδια προόδου.
                                                                                                  
Το καρφίν ποίος πονεί, χάν’ και το πέταλον.
Όποιος πονάει (τσιγκουνεύεται) το καρφί, χάνει και το πέταλο.
Λέγεται: Γι αυτόν που ζημιώνεται λόγω της τσιγκουνιάς του.
                                                                                                   
Το κάστανον εξήβεν ας σο κουμούσ’ κι είπεν φτου κι απόθεν εξέβα.
Το κάστανο βγήκε από το περίβλημά του και είπε φτού από εκεί που βγήκα.
Λέγεται: Γι αυτόν που ντρέπεται για την ταπεινή καταγωγή του
                                                                                                   
Το  ’κ’  εγροικά το κιφάλ’, νεγκάζ’ τα ποδάρα.
Το κεφάλι που δεν κατανοεί, κουράζει τα πόδια.
Λέγεται: Γι αυτόν που αναγκάζεται να πάει κάπου για δεύτερη φορά γιατί δεν σκέφτηκε ή ξέχασε κάτι.
                                                                                                   
Το μωρόν αν  ’κι κλαίει τζιτζίν (βυζίν)  ’κι δίγ’ν ατο.
Το μωρό αν δεν κλάψει βυζί δεν του δίνουν.
Για να αποκτήσει κάτι κάποιος πρέπει να το απαιτήσει πολλές φορές επίμονα.
                                                                                                  
Το παπίν εθέλεσεν να ωβγάζει τη χήνας τ’ ωβγόν κι επετσέριξεν τον κώλον αχτε.
Η πάπια θέλησε να γεννήσει της χήνας το αυγό και ξέσκισε τον κώλο της.
Λέγεται: Γι αυτόν που ζημιώνεται προσπαθώντας να μιμηθεί ανωτέρους του.
                                                                                                 
Το παρότ’  ’ς σ’ άψιμον  καικά  ’κι ταενίζ’.
Το μπαρούτι κοντά στη φωτιά δεν αντέχει.
Εύκολα ανπτύσσονται ερωτικές σχέσεις μεταξύ ετερόφυλων νέων
                                                                                                  
Τ’ ορτακόν το βούδ’ αγλήγορα ψοφά.
Το συνεταιρικό βόδι γρήγορα ψοφά.
Λέγεται: Γι αυτόν που υπηρετεί πολλούς και δεν αντέχει, ή πράγμα που φθείρεται γρήγορα επειδή  χρησιμοποιείται από πολλούς.
                                                                                                  
Το σόπ’ ας σο σεκέρ’ ’κι χωρίζ’.
Τη στύψη (στυπτηρία) απ’ τη ζάχαρη δεν το ξεχωρίζει.
Λέγεται: Για τον επιπόλαιο και ανόητο.
                                                                                                   
Το σύκον το σύκον τερεί και γίνεται.
Το σύκο, το σύκο κοιτάζει και ωριμάζει.
Δια της μιμήσεως πολλαπλασιάζονται τα καλά και τα κακά.
                                                                                                    
Το τεστίν πολλά φοράς πάει  ’ς σο πεγάδ’, άμα μίαν τζακούται.
Η στάμνα πολλές φορές πηγαίνει στη βρύση αλλά μια φορά σπάει.
Μετά από πολλές επιτυχίες ενδεχόμενη είναι και μια αποτυχία.
                                                                                                    



Το τρανόν το ραχίν τρανά χόνα έχει.
Το μεγάλο βουνό έχει και μεγάλα (πολλά) χιόνια.
Αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα έχει και μεγάλες ευθύνες.
                                                                                                    
Το τσιβαλτούζ’ κι αν ρίεται, βελόνιν καταστένει.
Η σακοράφα κι αν λεπτύνει, βελόνα αντικαθιστά.
Λέγεται: Για πλούσιο που έχει υποστεί μεν πολλές οικονομικές ζημιές αλλά έχει ακόμα οικονομικές δυνάμεις.
                                                                                                    
Τουζ τουζ και νε μέλ’ νε κερίν.
Τουζ τουζ και ούτε μέλι ούτε κερί.
Λέγεται: Για τον επιδεικτικά και με θόρυβο (όπως η μέλισσα) εργαζόμενο, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
                                                                                                   
Τ’ υστερ’νόν το πουσμαντζαλούχ’ παράδας  ’κ’ ευτάει.
Η καθυστερημένη μεταμέλεια δεν έχει αξία.
Η αναγνώριση λανθασμένων ή κακών ενεργειών πρέπει να γίνεται άμεσα.
                                                                                                   
Το χαμελόν τ’ άλογον όλ’ καβαλκεύ’ν ατο.
Το χαμηλό το άλογο όλοι το καβαλικεύουν.
Λέγεται: Για άνθρωπο ήσυχο και βολικό που τον κάνουν ότι θέλουν.
                                                                                                    
Τον άντραν ατ’ς πη  ’κ’ έκλαψεν, κάπου εθάρρος είχεν.
Αυτή που δεν έκλαψε τον άντρα της, κάπου θάρρος (υπόσχεση γάμου από άλλον άντρα) είχε.
Λέγεται: Γι αυτόν που προβαίνει ασυνήθιστα σε  θαρραλέα πράξη λόγω κρυφής υποστήριξης άλλου.
                                                                                                    
Τον κολυμπετήν  ’ς σην έμπαν  ’κι τερούν ατον, ’ς σην έβγαν τερούν ατον.
Τον κολυμβητή όταν μπαίνει δεν τον κοιτούν, όταν βγαίνει τον κοιτούν.
Η ικανότητα κάποιου φαίνεται όχι όταν αρχίζει ένα έργο αλλά όταν το τελειώνει.
                                                                                                  
Τον λύκον ετραυαγγέλιζαν κι εκείνος ερώτανεν, πόπα τ’ αιΐδα σ’ μέρκιαν’ πάγ’νε.
Τον λύκο τον τραυαγγέλιζαν κι εκείνος ρωτούσε: παπά τα γίδια σου προς τα που πηγαίνουν;
Τα φυσικά κακά ένστικτα δεν αλλάζουν με ηθικές συμβουλές.
Τραυαγγελίζω = Διαβάζω σε άρρωστο το Ευαγγέλιο για να γίνει καλά
                                                                                                    
Τον μισαφίρ’ άγγεψον και το σκαμνίν καλοθέκον.
Τον επισκέπτη ανάφερε και το κάθισμα καλοβάλε.
Λέγεται: Γι όποιον παρουσιάζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι αυτόν.




Σημ. Οι παραπάνω παροιμίες δεν αποτελούν το σύνολο των Ποντιακών παροιμιών αλλά ένα ελάχιστο δείγμα.


ΠΗΓΗ  http://mavropouloskostas.wordpress.com/