Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Το καλαντόνερον

Το καλαντόνερον

Το πρώτο νερό της Πρωτοχρονιάς
Καλαντόνερον

























- Καλαντόνερον ονομαζόταν το πρώτο νερό που έπαιρναν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς. Από την βρύση, την πηγή ή το πηγάδι, από όπου προμηθευόταν μια οικογένεια το πόσιμο νερό της. Τη λήψη του καλαντόνερου, προηγούνταν το καλαντίασμαν της βρύσης ή του πηγαδιού!
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, κάποιος από την οικογένεια, συνήθως ένα κορίτσι (ιδιαίτερα οι ελεύθερες κοπέλες), έπρεπε να πάει να «καλαντάζ το πεγάδ». Δηλαδή να αφήσει διάφορα δώρα στη βρύση/πηγάδι. Τοποθετούσαν διάφορα δώρα, όπως ξηρούς καρπούς (φουντούκια, καρύδια, σύκα) στάρι, γλυκά, μήλα, κυδώνια, κ.λ.π.


Λέγοντας χαμηλόφωνα την παρακάτω ευχή:
Κάλαντα και καλός καιρός, άμον τ’ ανοίγω το πεγάδ να ανοίεται η τύχη μ’
και άμον το τρέχ’ το νερό να τρέχ’ και η ευλογία!

Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν κι όταν έφευγαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Αυτός που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας, θα την ερωτευόταν και θα την παντρευόταν γιατί επενεργούσαν κάποιες μαγικές δυνάμεις, κατά την Ποντιακή λαϊκή δοξασία και πίστη:
Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν το μήλον σο πεγάδιν,
το μήλον είχεν φάρμακον και το πεγάδ’ μαείας.
Μαεύ’ εμέν, μαεύ’ κι εσέν, μαεύ’ τοι δυς εντάμαν.
Η κορ’ μαεύ’ Ελλενικά, Ρωμαίικα παλικάρια…

Τα κορίτσια που παίρνανε το καλαντόνερο, μέχρι να το πάνε στο σπίτι δεν κοιτούσαν πίσω τους. Ούτε μιλούσαν σε κανέναν, για να μη πάρουν οι μάγισσες τη φωνή τους!
Από το καλαντόνερο έπινε όλη η οικογένεια από λίγο, για να πάει καλά η χρονιά. Τα δε κορίτσια έβρεχαν τα μαλλιά τους, για να μακραίνουν! Με το υπόλοιπο καλαντόνερο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τις αποθήκες, τα ζώα και τα χωράφια. Οι νοικοκυρές, στα δωμάτια του σπιτιού έριχναν χούφτες από ξηρούς καρπούς, λέγοντας την παρακάτω ευχή:

Κάλαντα και καλός καιρός και ευλογημένος.
Έμπα καλόν χρονία και έβγα κακόν χρονία και τη χρόν’ με καλόν καρδίαν!


Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Αυτό που ο Θεός γράφει, δεν ξεγράφεται! Ο Θεός ντό γράφτ 'κι απογράφκεται

Αυτό που ο Θεός γράφει, δεν ξεγράφεται!

 
Ο Θεός ντό γράφτ 'κι απογράφκεται
Ποντιακό παραμύθι
Το παρακάτω παραμύθι παρουσιάστηκε στην Ποντιακή διάλεκτο, τον Φεβρουάριο του 1954 μέσα από τα «Χρονικά του Πόντου», που εξέδιδε τότε ο Σύλλογος Ποντίων «Αργοναύτες Κομνηνοί». Πρόκειται για παραμύθι της περιοχής Χαλδίας, που το κατέγραψε και το απέδωσε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης.
Έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε γιο «κιαμούλ καί αχουλούν», φρόνιμο κι έξυπνο δηλαδή. Ο βασιλιάς χαιρόταν, πως όταν πεθάνει, θα αφήσει πίσω του διάδοχο… «πεδιξασμένον». Στα κάμποσα χρόνια επάνω, ο γιος του βασιλιά παρακάλεσε τον πατέρα του, να του δώσει την άδεια, να περιδιαβεί στο βασίλειο του και να γνωρίσει τους ανθρώπους του. Να δει τα «ατέτα» τους (τις συνήθειες τους δηλαδή). Να μάθει πολλά πράγματα και να κυβερνήσει κι εκείνος σαν τον πατέρα του, όμορφα!
Ο βασιλιάς του έδωσε την άδεια και ένα σακούλι με λίρες και τον «επροβόδωσεν»…
Το βασιλόπουλο για να μην τον γνωρίσουν φόρεσε «λώματα» (ρούχα δηλαδή) χωριάτικα. Κρέμασε στη μέση του ένα σπαθί και βγήκε στο δρόμο. Στις δύο ημέρες, πήγε  σε μία πολιτεία και είδε πως ένας άνθρωπος έγραφε πάνω σε κομμάτια χαρτιού. δυο τρία λόγια και τα πετούσε στη θάλασσα. Τον πλησίασε και τον καλημέρισε. «Καλώς το βασιλόπουλο!» απάντησε ο γέροντας. Ο νεαρός θαύμασε και τον ρώτησε...
- «Πώς γνωρίζεις που είμαι βασιλόπουλο;»
- «Εγώ ξέρω του καθενός την τύχη!» είπε ο γέρος...
Έβγαλε τότε το βασιλόπουλο και του έδωσε ένα φλουρί και ο γέροντας, πρόβλεψε:
- «Σε ένα χωριό που θα πας, θα βρεις ένα εφτάχρονο κορίτσι άρρωστο, που θα την πάρεις για γυναίκα σου»!

Ξαναθαύμασε την ικανότητα του γέροντα το βασιλόπουλο και έβαλε στο νου του να πάει να βρει το κορίτσι και να το σκοτώσει! Γιατί άρρωστη γυναίκα δεν ήθελε να πάρει. Αφού γύρισε αρκετά χωριά, κάποτε έφτασε μουσαφίρης και στο χωριό που του ‘χε πει ο γέρο-μάντης. Οι οικοδεσπότες που τον δέχθηκαν στο σπίτι τους, ήταν άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι! Μα τόσο πολύ φτωχοί που… «πεντικός απέσ’ ’ς οσπίτ’ν ατούν ’κ ελευρούτον». Δηλαδή και το ποντίκι νηστικό έμενε στο σπίτι αυτό, μιας κι ούτε καν αλεύρι δεν μπορούσε να βρει, για να φάει. Τους λυπήθηκε το βασιλόπουλο και έβγαλε και τους έδωσε ένα φλουρί κι αυτοί πήγαν κι αγόρασαν «το κάλλος του Θεού» κι έφαγαν και διασκέδασαν.
Εκεί που έτρωγαν ακούσανε μια φωνή:
- «Μάνα, φέρε μου λίγο νερό».
Ρώτησε ο νέος ποιος τους φώναξε κι εκείνοι του είπαν πως είχαν μια κόρη, που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο. Πως ήταν εφτά χρονών, πολύ άρρωστη και δεν πέθαινε να σωθούνε! Το βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν η τύχη του! Όπως το είχε προβλέψει ο γέρος μάντης. Έτσι έβαλε στο νου, να τη σκοτώσει!
Τη νύχτα, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του κοριτσιού, σηκώθηκε κρυφά, κοίταξε και είδε πως σε μια κούνια μέσα κοιμάται ένα «μεχλέντς, άρρωστο και νεραξίαν». Ένα μικρό άρρωστο σίχαμα δηλαδή. Σήκωσε το σπαθί του και το κάρφωσε στου μωρού την κοιλιά. Φοβούμενος τις συνέπειες, έφυγε τρέχοντας. Ξεχνώντας τα φλουριά, κάτω από το μαξιλάρι του.

Ο Θεός όμως δεν ξέχασε το πλάσμα του και το μαχαίρι «επήγεν εξώφυλλα» (δεν κατόρθωσε να επιφέρει το θάνατο της). Καθώς το κορίτσι είχε στην κοιλιά του μια άσχημη πληγή, σύρθηκε κι έτρεξαν από μέσα αίματα και φαρμάκια μαζί. Πήρε ανάσα και «εκούηξεν»:
- «Μάνα έλα, κάτ’ έπαθα»!
Έτρεξαν οι γονείς της και βρήκαν το μαχαίρι. Τους είπε τότε η κοπέλα πως ένα παληκάρι το κάρφωσε στην κοιλιά της κι έτσι έτρεξαν έξω τα δηλητήρια κι έγινε καλά!  Κατάλαβαν πως ο μουσαφίρης το έκανε κι έτρεξαν στο δωμάτιο του. Μα εκεί βρήκαν μόνο τα φλουριά. Με τις λίρες που βρήκαν έχτισαν ένα μεγάλο χώρο φιλοξενίας. Όποιος έφτανε στα μέρη τους, πήγαινε στον οντά τους! Έτρωγε, έπινε, κοιμόταν, τους ευχόταν και μετά έφευγε.  Όλος ο κόσμος άρχισε να συζητά το καλό που έκαναν. Ήταν καλό Χριστιανικό, που ούτε ο βασιλιάς το έκανε!
Σαν το έμαθε ο βασιλιάς, στέλνει στο χωριό τον γιο του, να δει ποιος ήταν αυτός που έκανε τέτοιο «σοχρέτ»! Θεοφιλές έργο δηλαδή. Όταν έφθασε εκεί ο γιος του βασιλιά, είδε μια όμορφη και χιλιέμορφη κοπέλα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντά ένα μαντήλι. Από την ομορφιά της έλαμπε σαν τον ήλιο και την αγάπησε αμέσως!
Κάθησε λίγες ημέρες στον τόπο εκείνο κι έπειτα γύρισε και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει προξενητάδες και να τον αρραβωνιάσουν με την κοπέλα που αγάπησε. Τι να έκανε κι ο βασιλιάς; Εκπλήρωσε το χατίρι του γιου του κι έστειλε τον έμπιστο του άνθρωπο και αρραβώνιασε το γιο του με την κοπέλα και στις 40 ημέρες επάνω, έκαναν και τη «χαρά».

«Ντο καιρόν ντό επαρεθέκαν άτ’ς» (όταν βρεθήκαν μόνοι, θα λέγαμε σήμερα εμείς) ο νεαρός είδε τη «σύχναν», το σημάδι δηλαδή του μαχαιριού, στης κοπέλας την κοιλιά. Την παρακάλεσε να του πει πως έγινε και είχε τέτοιο σημάδι επάνω της. Η κοπέλα «σιφτέν ’κ εθέλεσεν» (στην αρχή δεν θέλησε), αλλά μετά τα παρακάλια, του είπε πως ένας κλέφτης πήγε κι έμεινε κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος τη μαχαίρωσε. Αλλά ο Θεός την λυπήθηκε και κακό δεν έπαθε! Μοναχά τα δηλητήρια που την κρατούσαν άρρωστη έτρεξαν έξω κι έτσι έγινε καλά...
Τότε ο νεαρός, έπεσε στα χέρια της και της είπε πως εκείνος έκανε το κακό και «εψαλάφεσεν συγχώρησιν» και έζησαν καλά και ευτυχισμένα! Έτσι βγήκε και ο λόγος που λέει:

«Ο Θεός ντό γράφτ’ 'κι απογράφκεται»


Μετάφραση: Λένα Σαββίδου

Τα Χριστούγεννα του Μολλά Μουσταφά στην Τραπεζούντα

Τα Χριστούγεννα του Μολλά Μουσταφά στην Τραπεζούντα

 
Μια πραγματικά συγκινητική μαρτυρία
Χριστούγεννα στην Τραπεζούντα
Δεν ήταν ούτε 30 χρόνων η Δέσποινα όταν έχασε τον Σάββα, τον άνδρα της, και έμεινε χήρα με το τρίχρονο παιδάκι της, τον Νίκο. Ο μακαρίτης ήταν καλός άνθρωπος και χρυσός νοικοκύρης. Με τις δυο λίρες (216 γρόσια) μισθό που έπαιρνε, ζούσε την γυναίκα και το παιδάκι του, χωρίς να τους στερήσει τίποτε. Οικονόμος ο ίδιος, καλή νοικοκυρούλα η γυναίκα του, τα βόλευαν μια χαρά, σε βαθμό που η γειτονιά τους παίρναγε και για πλούσιους!
Είχαν έξι χρόνια παντρεμένοι. Την βραδιά που θα γιόρταζαν την επέτειο των γάμων τους, έφεραν τον Σάββα νεκρό στο σπίτι του. Τη στιγμή που πλήρωνε τον μανάβη, για τα φρούτα που αγόρασε, γονάτισε ξαφνικά και ξεψύχησε πάνω στο δρόμο. Τρέξαν οι καλοί άνθρωποι και φέραν γιατρό. Μα ήταν περιττό. Είχε πάθει συγκοπή. Ο γιατρός δεν είχε να κάνει τίποτε. Την άλλη μέρα τον θάψανε στην Ελεούσα.
Με τα 216 γρόσια που έπαιρνε το μήνα ο Σάββας, δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσει τίποτα κατά μέρος. Έπειτα ήταν τόσο νέος και γερός, που δεν μπορούσε να σκεφθεί τον θάνατο. Η χήρα και τ’ ορφανό μείνανε έτσι αναπάντεχα, από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς κανένα πόρο ζωής. Όταν τέλειωσαν όλες οι θλιβερές διατυπώσεις της κηδείας, και την νύχτα της ίδιας ημέρας, έφυγε από το χαροκτυπημένο σπίτι και η τελευταία πονόψυχη γειτόνισσα, η Δέσποινα έμεινε μόνη, κοντά στο παιδάκι της, που είχε αποκοιμηθεί νωρίτερα, για να σκεφθεί όλη την τραγωδία που άρχιζε, για κείνη και για το μικρό της. Και πράγματι ήταν τραγική η θέση της κακομοίρας!
Δεν είχε κανένα συγγενή, ούτε δικό της, ούτε απ’ την πλευρά του μακαρίτου, στην Τραπεζούντα όπου ζούσαν. Ορφανοί και οι δυο, άφησαν και ο ένας και η άλλη το χωριό τους, κάπου εκεί στην περιφέρεια της Αργυρουπόλεως, όταν ήταν παιδιά. Με τα χρόνια τους ξέχασαν και οι λίγοι μακρινοί συγγενείς τους, όπως δεν τους θυμούνταν κι αυτοί. Η μοίρα το θέλησε να γνωρισθούν μέσ’ στη μεγάλη πολιτεία. Αγαπήθηκαν και πάρθηκαν.
Τ’ αφεντικό του μακαρίτου, από ευσπλαγχνία, είχε αναλάβει όλα τα έξοδα της φτωχικής κηδείας και η γυναίκα του, σαν επέστρεψαν απ’ το νεκροταφείο, ξεμονάχιασε τη Δέσποινα και της έδωσε 300 γρόσια.
- Αυτά είναι απ’ τους μισθούς του σχωρεμένου. Σου τα στέλνει ο άντρας μου.
Στην πραγματικότητα ήταν ελεημοσύνη, γιατί ο μισθός εκείνου του μηνός ήταν πληρωμένος.
Η χήρα δεν βγήκε απ’ το σπίτι της, σύμφωνα με το συνήθειο του τόπου, ως την ημέρα του μνημόσυνου. Σαράντα μέρες!

Όλο αυτό τον καιρό την βασάνιζε η μοναδική σκέψη... Πώς να ζήσει το παιδάκι της, πώς να το μεγαλώσει και πώς να το μορφώσει. Όπως το ήθελε και το ονειρεύονταν ο μπαμπάς του, μα κι η ίδια. Μπορούσε βέβαια να ξενοδουλέψει, μα σε ποιόν ν’ αφήσει το μωρό; Ευτυχώς ήξερε «κέντημα», ήξερε και να πλέκει, ακόμη και να ράβει. Είχε και τη ραπτομηχανή της. Πήρε την απόφαση. Θα δούλευε σπίτι της, κοντά στο παιδί της.
Έτσι η χήρα, η Δέσποινα, δουλεύοντας 15 και 20 ώρες το μερόνυχτο, μεγάλωσε τον Νίκο της. Ήταν η χαρά, η περηφάνια και η παρηγοριά της. Δεν έλειψαν οι τύχες και οι ευκαιρίες. Ήταν όμορφη και προκομμένη η Δέσποινα. Της έγιναν πολλές προξενιές τα πρώτα χρόνια. Μάλιστα ένας χήρος, που γύρισε απ’ τη Ρωσία πολύ πλούσιος, την ζήτησε επίμονα. Μα η Δέσποινα δεν ήθελε να δώσει πατριό στο παιδί της και δεν μπορούσε να δώσει και το μικρότερο κομμάτι απ’ την καρδιά και τη ζωή της, σε άλλη ύπαρξη. Όλα τα είχε για το μονάκριβο της!


Πέρασαν δέκα χρόνια...

Η εντατική και πολύωρη δουλειά, τ’ ατέλειωτα ξενύχτια και η έλλειψη της πιο στοιχειώδους ανάπαυσης, την γεράσανε πρόωρα την Δέσποινα. Πολλές φορές της έφευγε η βελόνα απ’ το χέρι ή σταματούσε η ραπτομηχανή, γιατί το χέρι δεν είχε την δύναμη να γυρίζει τον μικρό γυαλιστερό της τροχό. Την βοηθούσε ο Νίκος σ’ αυτό, σαν βρισκόταν κοντά της. Ανησυχούσε η δύστυχη η μάνα. Έβλεπε πως δεν έβγαζε πια δουλειά όπως πρώτα. Λιγόστευαν οι «πρόσοδοι», ενώ απ’ την άλλη μεριά περίσσευαν τα έξοδα, γιατί το παιδί μεγάλωνε κι εκείνη δεν ήθελε να του στερήσει τίποτε.
Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, άρχισαν ν’ αδυνατίζουν τα μάτια της. Κάθε μήνα και χειρότερα. Έβαλε γυαλιά, μα δεν την βοηθούσαν κι αυτά, όσο έπρεπε στη λεπτή της δουλειά. Όταν ο Νίκος έγινε 16 χρονών και πήγαινε στην προτελευταία τάξη του Γυμνασίου, η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο. Η Δέσποινα δεν μπορούσε να περάσει την κλωστή στη βελόνα, ούτε και με τα γυαλιά!
Θέλησε να ξενοδουλέψει. Δούλα, πλύστρα, μα δεν την άκουγαν τα πόδια της. Την σακάτεψαν οι ρευματισμοί. Γέρασε πρόωρα!
Όταν κάποια καλή της γειτόνισσα την συμβούλεψε να βγάλει τον Νίκο απ’ το Γυμνάσιο (κι ας ήταν ο πρώτος σ’ όλα τα μαθήματα) και να τον βάλει σε δουλειά, για να τα βολέψουν, η Δέσποινα (που δεν την άκουσε ποτέ κανείς να πει κακό λόγο κανενός) της μίλησε απότομα και την έδιωξε σχεδόν απ’ το σπίτι της.
- Ακούς εκεί, να βγάλει τον Νίκο απ’ το σχολειό!


Δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατο του αντρός της...

Άρχισε η Δέσποινα να ξεπουλάει τα λίγα κοσμήματα που είχε. Δαχτυλίδια, βραχιόλια, σταυρό. Ύστερα ένα δυο χαλιά. Τελευταία την ραπτομηχανή, που αν και της ήταν άχρηστη, δεν μπορούσε να την αποχωρισθεί. Δεν χωρίζεται κανείς ένα σύντροφο είκοσι χρόνων, τόσο εύκολα! Κάποτε σώθηκαν και τα χρήματα απ’ τη μηχανή. Πουλήθηκε και το «σαμοβάρι», για ν’ αγοραστεί το ύφασμα για τη μαθητική στολή του Νίκου.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και το παιδί δεν είχε «στολή» σαν κι εκείνη την ομοιόμορφη που είχαν οι συμμαθητές του, κι όλα γενικά τα παιδιά του Γυμνασίου. Το ύφασμα αγοράστηκε, μα έλειπαν τα ραφτικά. Αυτό τό ξερε μόνον η Δέσποινα, μα δεν ήταν δυνατό να πικράνει το παιδί της, αφήνοντας το δίχως νέο κουστούμι τις γιορτές.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να βρεθούν τα χρήματα. Έπρεπε να πουληθεί πάλι κάτι. Μα τι, που δεν είχε απομείνει τίποτε σχεδόν στο σπίτι;
- Τίποτε; Και το χρυσό ρολόι του μακαρίτη, με τη χρυσή καδένα;
- Α! Όλα κι όλα! Το ρολόι δεν θα το πουλούσε ποτέ! Όταν τ’ αγόρασε ο Σάββας της είχε πεί: «Αυτό θα το χαρίσω στον γιό μας, όταν θα τον αρραβωνιάσουμε!».
Πάντως έμειναν λίγες μέρες για τα Χριστούγεννα και το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Πήγε στον ράφτη. 80 γρόσια ήταν τα ραφτικά. Θα τα πλήρωνε όταν θα ‘παιρνε έτοιμο το κοστούμι. Σε τρεις μέρες έμπαινε στο σπίτι ο Νίκος χαρούμενος και περήφανος. Έτρεξε κι αγκάλιασε τη μάνα του.
- Μητερούλα μου, έκανα πρόβα, είναι έξοχο!


Παραμονή Χριστουγέννων

Όλη η Τραπεζούντα σκεπασμένη με χιόνι, που δεν έπαψε να πέφτει πυκνό. Ο Νίκος κοιμότανε ακόμη (χόρταινε ύπνο τώρα που είχαν διακοπές), όταν η Δέσποινα τυλιγμένη στο σάλι της, βγήκε απ’ το σπίτι και τράβηξε κατά την αγορά, περνώντας απ’ τα στενά σοκάκια του Αγίου Βασιλείου. Βρήκε τον Μολλά Μουσταφά τον ωρολογά στο εργαστήρι του. Στην πρόσοψη του, δίπλα στην πόρτα είχε ένα παράθυρο, όπου ήταν ακουμπισμένος από μέσα ο πάγκος της δουλειάς του. Ένα τενεκεδένιο μαγκάλι ζέσταινε όπως - όπως, το ιδιόρρυθμο εκείνο εργαστήρι.
- Καλώς την κυρα Δέσποινα! Τι κάνει το παλληκάρι σου;
Κάθησε η Δέσποινα κοντά στο μαγκάλι και ζεσταίνοντας τα παγωμένα χέρια της, λέει του Τούρκου:
- Μολλά Μουσταφά, ο μακαρίτης ο άντρας μου μούλεγε πως σ’ αγαπούσε σαν πατέρα και συ τον αγαπούσες σαν παιδί σου. Έτσι κι εγώ, όπως έμεινα έρμη με τ’ ορφανό μου, χωρίς κανένα συγγενή, ήρθα σε σένα για μια χάρη, που δεν μπορώ να την ζητήσω από κανένα Χριστιανό! Γιατί δεν θά θελα να μάθει κανείς το μυστικό μου…
- Σ’ ακούω, κυρα Δέσποινα, όπως θάκουγα την κόρη μου λέγε…
Η Δέσποινα έβγαλε απ’ τις δίπλες του ζωναριού της τ’ ρολόι με τη χρυσή του καδένα και τ’ άπλωσε του γέρου:
- Είναι τ’ ρολόι του Σάββα. Δεν θέλω να το πουλήσω. Μα έχω ανάγκη από χρήματα. Θέλω να στ’ αφήσω ενέχυρο, για μια λίρα.
Και του διηγήθηκε την ιστορία «της στολής» του Νίκου. Του είπε στο τέλος πως ήταν πρόθυμη να δώσει τον τόκο που θα ώριζε εκείνος.

Ο Μολλά Μουσταφάς την άκουσε τραβώντας το χοντρό του κομπολόι. Σηκώθηκε έπειτα, σκάλισε μέσ’ στο συρτάρι του πάγκου του και βγάζοντας 2 λίρες χρυσές, τις άπλωσε της Δέσποινας.
- Τ’ ρολόι αξίζει πολύ περισσότερα. Πάρε δυο λίρες, γιατί δεν θα χρειαστείς μόνο τα ραφτικά. Όσο για τον τόκο, να μη γίνεται λόγος. Μόνη σου το είπες. Τον Σάββα τον αγαπούσα σαν παιδί μου.
Πήρε τ’ ρολόιμε την καδένα και το κλεισε στο ίδιο συρτάρι απ’ όπου έβγαλε τις λίρες. Η Δέσποινα τον ευχαρίστησε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
- Μια στιγμή, της λέγει ο Μολλάς. Θα σου ζητήσω κι εγώ μια χάρη.
- Σ’ ακούω, Μολλά Μουσταφά.

Ο Τούρκος σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη μπρος στην πόρτα, με τρόπο που να μη μπορεί να την ανοίξει κανείς απ’ έξω.
- Άκου, κόρη μου! Πρώτα θέλω να μ’ ορκιστείς στην ψυχή του Σάββα, πως θα κρατήσεις μυστικό αυτό που θα σου πω. Μπορείς;
- Στην ψυχή του Σάββα; Ορκίζομαι, είπε κατηγορηματικά η Δέσποινα.
- Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Άκουσε τώρα. Απόψε τη νύκτα… ίσως τα μεσάνυχτα, θα στείλω σπίτι σου μια γυναίκα με το κοριτσάκι της. Πρέπει να πάνε μ’ εσένα και τον Νίκο μαζί στην εκκλησία. Είναι Χριστούγεννα και πρέπει να κοινωνήσουν…
- Δεν είν’ απ’ εδώ;
-Μη με ρωτάς! Άφησε να τελειώσω. Μετά την μετάληψη, θα τις πάρετε μαζί στο σπίτι σου. Θα φύγουν πάλι την νύχτα. Όποιος σε ρωτήσει ποιες είναι, θα πεις πως είναι γνωστές σας από το χωριό ή από κάποια άλλη πολιτεία.
- Μα, αφού ορκίστηκα, γιατί δεν μου λες ποιες είναι;
Ο Μολλά Μουσταφάς δεν απάντησε αμέσως. Άνοιξε την πόρτα, έριξε μια ματιά έξω στο δρόμο. Ξανάκλεισε και ακούμπησε και πάλι με την πλάτη στην πόρτα και μίλησε:
- Κυρα Δέσποινα. Η γυναίκα που θα σου 'ρθεί είναι η κόρη μου και το κοριτσάκι της είναι η εγγονή μου! Για να καταλάβεις πόσο είναι επικίνδυνο αυτό που θα γίνει, μάθε πως ο άντρας της, ο γαμπρός μου, είναι ο γιουζπασής ο Σελίμ, Τούρκος - Μουσουλμάνος. Μένουν στα Πλάτανα. Τις έφερα εδώ για μια βδομάδα στο σπίτι μου, για τα Χριστούγεννα.
- Θεέ μου! Ξέφυγε σαν κραυγή τρόμου, η επίκληση αυτή, απ’ το στόμα της Δέσποινας.
- Αν φοβάσαι, δεν θα έρθουν, λέει με χαμηλή φωνή ο Μολλά Μουσταφάς.
- Όχι όχι, να έρθουν! Φώναξε η Δέσποινα και τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα.

Δακρύζει και ο Μολλάς, και ξεκολλάει από την πόρτα, τραβά και κάθεται δίπλα στο μαγγάλι, χωρίς να πει τίποτε άλλο.
Σηκώνεται η Δέσποινα. Πρωτού ν’ ανοίξει την πόρτα, ρωτάει με σιγανή φωνή:
- Πώς είν’ τ’ όνομα της;
- Η κόρη μου Μαρία, η κορούλα της Άννα. Εκείνες ας κοινωνήσουν. Εγώ θα κάνω Χριστούγεννα με «τ’ αντίδωρο» που θα μου φέρουν.
Δυο ώρες απ’ τα ξημερώματα τράβηξαν για την εκκλησία η Δέσποινα με την Μαρία και την οκτάχρονη Άννα. Ο Νίκος, με την καινούργια του στολή, τους συνόδευε. Ήταν ακόμη άδεια η εκκλησία. Οι γυναίκες ανέβηκαν στον «γυναικωνίτη» και έπιασαν την πιο απόμερη σκοτεινή γωνιά. Με το τέλος της λειτουργίας κατέβηκαν, κοινωνήσαν και επέστρεψαν στο σπίτι, κρύβοντας το πρόσωπο κάτω απ’ το σάλι τους. Όπως έκανε όλος ο κόσμος το παγωμένο εκείνο πρωινό…


Πέρασαν δέκα χρόνια από κείνα τα Χριστούγεννα

Πέθανε σ’ αυτό το διάστημα ο Μολλά Μουσταφάς. Πέθανε και ο Σελίμ, ο γαμπρός του. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. 23 χρόνια ύστερα απ’ τον θάνατο του Σάββα, η Δέσποινα έδωσε το χρυσό τ’ ρολόι με την καδένα του, στον γιό της τον Νίκο! Την ημέρα που τον στεφάνωνε με την Άννα, την εγγονή του Μολλά Μουσταφά... :)

ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ ΣΤON ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟ



ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ ΣΤON ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟ

ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΠΑΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 



Παιδικά χρόνια, ονειρεμένα χρόνια !!!
Θα κάνω μία αναδρομή, 50 περίπου χρόνια πίσω, εκεί γύρω στο 1970, στα χρόνια των πατεράδων, παππούδων και προπαππούδων κατά περίπτωση, για την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, μέσα στα βαριά καιρικά φαινόμενα, σαν τα σημερινά αλλά και ακόμα χειρότερα.
Τα σπίτια ήταν μικρά, χωρίς καμία μόνωση, πλινθόκτιστα, από κιρπίτσια δηλαδή από πλίνθους από χώμα και αποξηραμένους στην ήλιο, χωρίς ψήσιμο, όπως είναι τα τούβλα. Ο σουβάς κι αυτός από λάσπη με άχυρο, που δεν αντέχει στην έκθεση στη βροχή και την υγρασία.Μέσα τα 1-2 δωμάτια με ταβάνι όχι από σανίδια, αλλά από καλάμια από σκούπες, σοβαντισμένα κι αυτά με λάσπη.


Σπίτι παλιότερης εποχής με κιρμπίτσια .
Η βασική θέρμανση ήταν η σόμπα και μάλιστα η μικρή στενόμακρη. Ως καύσιμη ύλη στα χωριά της περιοχής Ροδοπόλεως είχαν κλαδιά από δέντρα, ψιλά. Κάποιοι από τους πιο πλούσιους αγόραζαν καυσόξυλα από χωρικούς που έρχονταν με τα ΄΄αμάξια΄΄ τους (κάρα) φορτωμένα σε μεγάλο ύψος.
Μπορεί ο νους σας να πηγαίνει στα καυσόξυλα που αγοράζουμε σήμερα, κομμένα και σχισμένα στο επιθυμητό μέγεθος. Τα ξύλα που έφερναν ήταν ΄΄κουτούκια΄΄, δηλαδή ρίζες από βελανιδιές, ακανόνιστου μεγέθους και σχήματος. Οι αγοραστές έπρεπε να τα σχίσουν με το τσεκούρι ή και με διάφορους καμάδες (=σφήνες), δουλειά χρονοβόρα και πολύ κουραστική.

Η κυριότερη όμως καύσιμη ύλη για την πλειονότητα των ανθρώπων ήταν τα ΄΄καλάμια΄΄. Πολλά άτομα, κυρίως οι νεότεροι, δεν γνωρίζουν τι ήταν αυτά τα καλάμια. Ήταν ο κορμός του σκουπόχορτου, το οποίο καλλιεργούταν σχεδόν αποκλειστικά στα καμποχώρια της περιοχής. Απέραντες εκτάσεις κάλυπταν τον κάμπο, πυκνοφυτεμένα και σε ύψος 2,5-3 μέτρων, σχηματίζοντας απέραντα αδιαπέραστα δάση, όπως θα τα θεωρούσε ένας επισκέπτης που θα τα αντίκριζε για πρώτη φορά. Έκοβαν και επεξεργάζονταν, τον κορμό, τα καλάμια ύψους περίπου 2 μέτρων τα έδεναν σε δεμάτια. Τα μετέφεραν στην αυλή του σπιτιού τους και τα στοίβαζαν σχηματίζοντας πολλές μικρές καλύβες, έτσι που να καλύπτεται το εσωτερικό τους για να μην βρέχονται τα καλάμια.
Το χειμώνα, όταν το κρύο ήταν τσουχτερό, άναβαν οι σόμπες και ένα άτομο, κυρίως ο παππούς, αναλάμβανε το ρόλο του τροφοδότη. Καθισμένος δίπλα στη σόμπα έπαιρνε μια χούφτα καλάμια από ένα δεμάτι που είχε εκεί κοντά του, τα έσπαζε σε μικρά κομμάτια μήκους 40 εκατοστών περίπου και τα έχωνε μέσα στη σόμπα. Αυτά καίγονταν πολύ γρήγορα, έδιναν πολλή φλόγα αλλά λίγη θερμότητα και ως να ετοιμαστεί η άλλη ΄΄χεριά΄΄, καίγονταν. Η έλλειψη όμως ικανοποιητικής θέρμανσης υπερκαλυπτόταν από την οικογενειακή αγάπη και θαλπωρή που θέρμαινε τις καρδιές των ανθρώπων εκείνα τα χρόνια.



Πηγάδι με τσικρίκι και γούρνα για τα ζώα.
Το νερό εκείνες τις εποχές ήταν πολύτιμο και γι’ αυτό και γινόταν και σχετική οικονομία. Για τις ανάγκες του σπιτιού σε πόσιμο νερό, μετέβαινε η μάνα μας στο πηγάδι, φορτωμένη με μια λαγήνα, στάμνα, αμολούσε το τσικρίκι (=μαγγάνι) και μετά γυρνώντας το, ανέβαζε επάνω τον γεμάτο κουβά, που στην περίπτωση αυτή ήταν δεμένος με αλυσίδα, τοποθετούσε στα χείλη της λαγήνας το χωνί και σιγά σιγά το έριχνε μέσα. Έβαζε το στούπωμα (=πώμα ) στη λαγήνα, που ήταν συνήθως από παρτσάλ(ι) (=κουρέλι) πεπιεσμένο, κρεμούσε τον κουβά στο τσικρίκ(ι) και τοποθετώντας τη λαγήνα στον ώμο ερχόταν στο σπίτι. Όταν όμως χρειαζόταν νερό για πλύσιμο ή μαγείρεμα, μετέφερε συνήθως με δύο κουβάδες, σε δυο και τρεις διαδρομές και γέμιζε το καζάνι και την μπακίρα . Πώς να μην θεωρείται λοιπόν πολύτιμο το νερό, αφού χρειαζόταν τόσος κόπος για την απόκτησή του !!!



Για τα ζώα, που στην δική μας περίπτωση ήταν ένα ζευγάρι αγελάδες, η εύρεση του πόσιμου νερού ήταν ακόμα πιο δύσκολη. Μέσα στο κρύο , στα χιόνια και στους πάγους, τα μεταφέραμε στην άκρη του χωριού, στο ποτάμι.


Γύρω στο 1970 για τις καθημερινές ανάγκες σε νερό τοποθετήσαμε μια τουλούμπα





Τα χιόνια εκείνα τα χρόνια ήταν πολλά και οι θερμοκρασίες πολύ χαμηλές. Θυμάμαι μια χρονιά που έριξε πάρα πολύ χιόνι, τόσο, που οι αυλές των σπιτιών ήταν καλυμμένες σε μεγάλο ύψος. Η πρώτη δουλειά του πατέρα μας το πρωί, όταν αντίκρισε το χιόνι, ήταν να ανοίξει μονοπάτια προς το αχούρι, όπου ήταν τα ζώα, προς την τουαλέτα που εκείνα τα χρόνια ήταν υπαίθρια αλλά και προς το δρόμο, για να υπάρχει μετακίνηση. Μάλιστα στο δρόμο που ήταν μπροστά στο σπίτι μας, με τη βοήθεια και του ανέμου, το χιόνι ήταν τόσο πολύ, που δεν φαίνονταν τα σπίτια της γειτονιάς. Για να περάσουμε από εκεί φτιάξαμε ένα τούνελ, που για μας τα παιδιά ήταν το ένα μαγικό παιχνίδι.
Το χιόνι το απολάμβαναν πρώτα τα σκυλιά. Έβλεπες να τρέχουν σαν τρελά μέσα στο χιόνι, να κυλιούνται κάτω, να γαυγίζουν και καταλάβαινες ότι ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι.



Τα σκυλιά απολαμβάνουν το χιόνι.
Φυσικά ακόμα πιο διασκεδαστικά ήταν για εμάς τα παιδιά. Για να προστατευτούμε από το κρύο ήμασταν πολύ καλά ντυμένοι φορώντας στο κεφάλι τη μάλλινη κουκούλα και κάποιοι λίγοι τυχεροί με γάντια στα χέρια, μάλινο παντελόνι και τσουράπια τα οποία είχε πλέξει με τις σακοράφες η μάνα μας.
Συγκεντρωνόμασταν στο σπίτι μας και ριχνόμασταν σε άγριο χιονοπόλεμο. Οι κραυγές από τον πόνο της χιονόμπαλας, που την σφίγγαμε για να γίνει συμπαγές και επομένως να πονάει, ανακατευόταν με τα γέλια και τα χάχανα. Οι μύτες κατακόκκινες, τα πόδια μουσκεμένα, και τα χέρια παγωμένα, αλλά η χαρά και το γέλιο απερίγραπτα.



Χιονάνθρωπος.
Όταν μετά από πολλή ώρα επερχόταν η κόπωση, ξεκινούσε το φτιάξιμο χιονάνθρωπου. Όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά συμμετείχαν στην κατασκευή, που συνήθως γινόταν πολύ μεγάλος για να εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. Για την διευκόλυνση της κατασκευής δινόταν στάση καθιστή. Έτσι έφτιαχναν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια, ενώ τα μάτια , τη μύτη και το στόμα τα έβαφαν με κάρβουνο για να είναι έντονα τα χαρακτηριστικά. Λόγω του ψύχους, πάγωνε, σταθεροποιούταν και έμεινε άθικτος επί πολλές ημέρες.
Προς το βραδάκι άρχιζε κατασκευή μιας γλίστρας. Στην ανατολική πλευρά της μεγάλης αυλής μας το έδαφος ήταν κατηφορικό. Συγκεντρώναμε το χιόνι, το πατούσαμε καλά με τα πόδια, φτιάχνοντας ένα διάδρομο, πλάτους περίπου μισού μέτρου και μήκους μέχρι τον φράχτη περίπου 30 μέτρων. Πετούσαμε από πάνω νερό, οπότε με την μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας κατά τη νύχτα πάγωνε και γινόταν μία πίστα από πάγο.
Την άλλη ημέρα το πρωί άρχιζε το παιχνίδι. Φορούσαμε τα λαστιχένια παπούτσια, τα οποία από κάτω ήταν φαγωμένα, που τα κάναμε για χιονοπέδιλα στην γλίστρα. Ένας έμπαινε πρώτος, ο οδηγός του τρένου και οι άλλοι από πίσω, όλοι καθιστοί και πιασμένοι από τη μέση του προηγούμενου. Με το σύνθημα ΄΄τούτ!!! Το τρένο φεύγει !!! Ο συρμός αρχίζει να κατεβαίνει, γλιστρώντας περίτεχνα επάνω στη γλίστρα η ταχύτητα βαίνει αυξανόμενη, οι φωνές είναι ανακατωμένες με τα γέλια και στο τέρμα κατά κανόνα, λόγω της σύγκρουσης, γίνεται η ανατροπή, χωρίς θύματα, παρά μόνον με πολλή ευχαρίστηση. Αξέχαστα παιδικά παιχνίδια μέσα στη φύση, μέσα στο χιόνι, τον πάγο, τη βροχή !!! Η παντοτινή χαρά των παιδιών !!!
Τα αχούρια, οι στάβλοι δηλαδή των ζώων ήταν συνήθως κολλητά με το σπίτι. Στο δικό μας ήταν ένα στενόμακρο, που καθώς έτρεχαν τα νερά από τα λιωμένα χιόνια, σχημάτιζαν παγοκρυστάλλους, σαν λαμπάδες μήκους μέχρι δύο μέτρων. Τις κόβαμε, τις σπάζαμε , παίρναμε κομμάτια πάγου και τα γλείφαμε, όπως περίπου γλείφουν τα παιδιά της σημερινής εποχής τις γρανίτες κατά το καλοκαίρι. Εμείς δεν είχαμε παγωτά παρά μόνον χειμερινές γρανίτες. Και όμως νομίζω ότι ήταν πολύ νόστιμες!!!



Το ψωμί ήταν το βασικό στη διατροφή.
Το διαιτολόγιό μας ήταν φτωχό αλλά και πλούσιο σε θερμίδες. Κάθε πρωί ζεστό τραχανά ή γιοφκάδες, ή τσάι με ψωμί και λίγες ελιές όταν υπήρχαν.Φαγητά με όσπρια, κυρίως φασόλια, αλλά και ρεβίθια, φακές, πατάτες, πράσα, λάχανο, τουρσί λάχανο, τουρσί ντομάτες, αλλά το κυριότερο, ένα είδος καβουρμά, φτιαγμένο από κρέας γουρουνιού, ενώ για λάδι χρησιμοποιούσαν τη λίγδα, λίπος δηλαδή του γουρουνιού λιωμένο. Το ψωμί φτιαγμένο από τα χέρια της νοικοκυράς και το μόνο στην επιθυμητή ποσότητα, ενώ τα άλλα τρόφιμα ήταν πάντα σε μετρημένη ποσότητα.
Τα παιδιά, μεταξύ παιχνιδιού και εργασίας, συμπλήρωναν το διαιτολόγιό τους με … ψημένα σπουργίτια.
Όταν έριχνε χιόνι, τα σπουργίτια γύριζαν απελπισμένα από αυλή σε αυλή, περιμένοντας να πέσουν κάποια ψίχουλα από κάποιο τραπέζι ή να περισσέψει κάποιος σπόρος από τις κότες για να τον αρπάξουν. Τα παιδιά εκμεταλλεύονταν αυτήν την αδυναμία των σπουργιτιών.
Παίρναμε μια σκάφη που ήταν εκείνα τα χρόνια ξύλινη σκαλιστή σε χοντρό ξύλο και χρησίμευε για το πλύσιμο των ρούχων. Την τοποθετούσαμε στην αυλή, πάνω στο χιόνι, βάζοντας και ένα ξύλο για να στέκεται στερεωμένη με το κοίλο μέρος στραμμένο προς τα κάτω. Το ξύλο που στήριζε την σκάφη το δέναμε με ένα μακρύ σχοινί και το άπλωναμε μέχρι το σπίτι μας. Παράλληλα πετούσαμε λίγους σπόρους από σιτάρι, κ.λ.π. έξω από την σκάφη και πολλούς κάτω από την σκάφη.



Αυτή η σκάφη θα πιάσει πολλά σπουργίτια !!!

Τα σπουργίτια, νηστικά όπως ήταν, έτρεχαν κοπαδιαστά και έτρωγαν τους σπόρους. Δεν αργούσαν να μπουν και κάτω από την σκάφη. Εμείς που παρακολουθούσαν κρυμμένα μέσα από το σπίτι, μόλις γέμιζε από κάτω η σκάφη, τραβούσαμε το σχοινί, έπεφτε η σκάφη και εγκλώβιζε από κάτω τα σπουργίτια, τα οποία χτυπιούνταν κάτω από τη σκάφη.
Τρέχαμε με φωνές και χώναμε προσεκτικά τα χέρια μας, προσπαθώντας να τα συλλάβουμε. Αρκετά βεβαίως έβρισκαν την ευκαιρία και απελευθερώνονταν. Ακολουθούσε το άναμμα της φωτιάς σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος, κυρίως στα αλώνια, και το ψήσιμο του εδέσματος.
Το πρωί που πήγαιναμε στο σχολείο, κουβαλώντας απο 2 ξύλα  κάθε μαθητής και μέσα στην σάκα μας είχαμε και ένα κομμάτι ψωμί και ένα κουτάλι,, εκεί ανάμεσα στα τετράδιά μας και στο βιβλίο μας. Λέω βιβλίο μας γιατί είχαμε ένα μόνο βιβλίο, το ΄΄Αναγνωστικόν΄΄, κι αυτό ξεχαρβαλωμένο από την πολυχρησία, καθώς μεταβιβαζόταν από αδελφό σε αδελφό και από γειτονόπουλο σε γειτονόπουλο.
Μόλις λοιπόν φτάναμε στο σχολείο, πηγαίναμε και παίρναμε μέσα από το τώλ το κατσαρόλι τους που ήταν κρεμασμένο σε καρφί. Ήταν από αλουμίνιο και επάνω είχε χαραγμένο το όνομά μας για να το αναγνωρίζουμε. Μετά μπαίναμε στις γραμμές και όταν φτάναμε μπροστά στο μεγάλο καζάνι μας έβαζαν μια κουτάλα γάλα, ένα κομματάκι κασέρι και ένα κομματάκι βούτυρο, Έτριβαμε μέσα στο γάλα το ψωμί και με το κουτάλι απολαμβάναμε το ζεστό πρωινό μας.''


Μη βιάζεστε, όλοι θα πάρετε συσσίτιο !!!
Όταν έλιωναν τα χιόνια, παρατηρούνταν πλημμυρικά φαινόμενα γέμιζαν από νερό τα ρέματα. Σχεδόν σε κάθε δρόμο σχηματιζόταν ένα μικρό ρέμα, συνήθως ορμητικό, που δυσκόλευε τις μετακινήσεις των κατοίκων. Έξω απο το χωριό, ήταν το ποτάμι, που εκείνη την εποχή γινότανε ορμητικό, δημιουργώντας ακόμη πιο πολλά προβλήματα στους κατοίκους. Αλλά και στις άκρες των δρόμων, παρά την επίπεδη επιφάνεια του κάμπου, δημιουργούνταν διάφορα ρυάκια.
Αυτά τα νερά χρησιμοποιούσαν τα παιδιά, για να βάλουν τις γνωστές βάρκες τους, φτιαγμένες από χαρτί που το δίπλωναν περίτεχνα. Όμως γρήγορα τα νερά παρέσυραν τη βάρκα ή τη βούλιαζαν κάτω από την ορμή τους.

Πολλά ακόμη θα μπορούσα να αναφέρω για τα κρύα, τα χιόνια, τις δυσκολίες και τις στερήσεις των ανθρώπων της παλιότερης εποχής. Θα πρέπει όμως οι νεότεροι να γνωρίσουν και οι παλιότεροι να συνειδητοποιήσουν πως οι βιοποριστικές δυσκολίες καθώς και οι δυσκολίες της καθημερινότητας δεν εξαφάνιζαν την ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων, τη χαρά, το γέλιο, τη θαλπωρή και οικογενειακή τους ευτυχία. Κι αυτό αποτελεί μάθημα και οδηγό για όλους μας στους σημερινούς απρόβλεπτους και χαλεπούς καιρούς !!!




Οι περισσότερες από τις εικόνες αντλήθηκαν από το διαδίκτυο.

Χριστούγεννα στον Πόντο-Τα Ποντιακά Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς-Δωδεκαήμερο ή Καλαντόφωτα Από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα-Οι Μωμόγεροι ή Μαμώεροι

Χριστούγεννα στον Πόντο

Χριστουήμερα και καλοκαρδία
Χριστούγεννα στον Πόντο
- Την παραμονή σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και απλά συμπλήρωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη μεγάλη γιορτή. Τα κάλαντα τα έλεγαν τα παιδιά συνήθως το απόγευμα ή το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων.
Στις 4 το πρωί χτυπούσε η καμπάνα για να πάνε στη εκκλησία. Η απόλυση γινότανε με την ανατολή του ήλιου. Τα Χριστούγεννα ή τη Χριστού, ήταν η πρώτη κατά σειρά γιορτή του Δωδεκαημέρου. Η μέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού και στην οικογένεια. Όλοι θα φορούσαν καινούργια γιορτινά ρούχα και παπούτσια και θα ετοίμαζαν τα πιο καλά φαγητά.
• Στα Σούρμενα, τα κάλαντα τα έλεγαν μεγάλοι άνδρες πηγαίνοντας τη νύχτα των Χριστουγέννων στα σπίτια. Τα έσοδα που μάζευαν τα έδιναν στα σχολεία.
• Στη Νικόπολη όλοι οι άνδρες μετά την απόλυση της εκκλησίας περνούσαν από το σπίτι του ιερέα και του εύχονταν μακροβιότητα, ζητώντας την ευλογία του.
• Στη Χαλδία έλεγαν το τραγούδι «Έρθεν κι ο Χριστιεννάρτς, η τρυγόνα, έπαρ’ την χαράν σ΄ ομμάτ΄ τς» με το οποίο παρακινούσαν τη νέα να λάβει υπόψη τον γάμο, με τον ερχομό των Χριστουγέννων.

Σε πολλά μέρη έβαζαν στο τζάκι ένα κούτσουρα το «Χριστοκούρ» το οποίο άναβαν μόλις χτυπούσε η καμπάνα και θα κρατούσαν αναμμένη τη φωτιά τρεις μέρες τα «Χριστουήμερα» όπως έλεγαν τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων. Αλλού έκαιγαν κούτσουρο από µηλιά, αλλού από αχλαδιά, κι αλλού από το κυρίαρχο δέντρο της περιοχής. Από αυτό το κούτσουρο κρατούσαν φωτιά και για τις δώδεκα ημέρες, αντικαθιστώντας το με άλλο πριν σβήσει. Πρόσεχαν να καίγεται όρθιο και να μην πέσει, γιατί πίστευαν πως θα χαλάσει το γούρι!
Για γούρι σε άλλες περιοχές, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκαιγαν στην φωτιά ένα χλωρό κλαδί από απιδιά και το νέο έτος από μηλιά.
Από το βράδυ τα παιδιά της ευρείας οικογένειας, έκοβαν κλαδιά αχλαδιάς πού τα καβαλούσαν σαν άλογα, έφταναν στη πόρτα του σπιτιού και μπαίνοντας φώναζαν:
«Χριστούγεννα και κάλαντα και φώτα και καλοχρονία και καλοκαρδία και να ζήσει ο πατέρας και η μητέρα και όλοι οι σπιτικοί»
Μόλις έμπαιναν στο σπίτι, ο πατέρας τους έδινε φιλοδώρημα. Μετά έπαιρνε τα φανταστικά άλογα, κάρφωνε στο δήθεν στόμα τους από μια μπουκιά ψωμί και τα έβαζε κοντά στο τραπέζι, οπότε άρχιζαν το φαγητό! Όλοι συγκεντρώνονταν σε κοινό τραπέζι στη μέση του οποίου έβαζαν ένα κλαδί μηλιάς που το έφερνε το πιο μικρό παιδί, το οποίο φιλοδωρούσαν ο παππούς και η γιαγιά, πιστεύονταν ότι έφερνε ευτυχία.


Το τραπέζι της Παναγίας

Παραμονή Χριστουγέννων και στην Πατρίδα οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, αφιερωμένο στην Παναγία, το λεγόμενο «Τραπέζ της Παναΐας». Στολισμένο με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, δείχνοντας έτσι την εκτίμηση και τη αγάπη τους στην Μεγάλη Βοηθό τους, στις δύσκολες στιγμές.

Πίτες και γλυκά

Για τα Χριστούγεννα, στον Πόντο, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες και γλυκά, όπως αλευροχαλβά, κατμέρια και πουρμά (ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί). Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα Xριστόψωμα, τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο Xριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού.
Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά «κετέ» και «ισλί». Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ.

Ένα σημαντικό έθιμο των Χριστουγέννων στον Πόντο ήταν και οι Μωμόγεροι.

Τα Ποντιακά Κάλαντα

 
Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς
Ποντιακά Κάλαντα
- Ο πλούτος των αποχρώσεων και διαφοροποιήσεων των Ελληνικών εθίμων, αποτυπώνεται και με τα Ποντιακά κάλαντα. Τα Ποντιακά κάλαντα αποτελούν ακόμη ένα αποδεικτικό στοιχείο της διάσωσης πολλών Βυζαντινών εθίμων, από τους Πόντιους.
Συνοδεύονταν από την πατροπαράδοτη Ποντιακή λύρα και τα έψελναν μικροί και μεγάλοι, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες. Επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού, την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής, κυρίως μετά τη δύση του ήλιου. Καθώς όμως τα περισσότερα χωριά του Πόντου βρίσκονταν σε ορεινές περιοχές και τα κάλαντα ψέλνονταν κατά τη χειμερινή περίοδο, οι μορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες ανάγκαζαν μικρούς και μεγάλους, να ψέλνουν τα κάλαντα και κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οι «καλαντάδες» (ραψωδοί) εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρνουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι, για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο καράβι, εν είδη συναγωνισμού.
Οι νοικοκυραίοι ανάλογα με την περιοχή, έδιναν στους καλαντάρηδες φρούτα, ξηρούς καρπούς (καρύδια, φουντούκια, σταφίδες), αλλά ακόμη και αυγά, βούτυρο, καβουρμά και πληγούρι
• Σε περιοχές όπως η Σάντα, που δεν είχε πολλά οπωροφόρα δέντρα, τα δώρα ήταν αποκλειστικά φρούτα.
• Στην Ορτού συνήθιζαν να βάζουν πάνω στα φρούτα και μερικές δεκάρες.
• Ένα άλλο δώρο που συνήθιζαν να δίνουν, κυρίως στην Γαράσαρη, ήταν τα “κολόθαι”, που ήταν μικρά τσουρέκια, που έμοιαζαν με γλυκό ψωμί.


ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του Χριστού, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Θανάτωση του. Γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Στα Ποντιακά Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα συναντούμε σημαντικές παραλλαγές, με σημαντικότερες αυτές της Γαράσαρης. Όλοι σχεδόν οι στίχοι είναι αφιερωμένοι στην υπό Τούρκικη κατοχή Κωνσταντινούπολη. Μεταβάλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της έλευσης της νέας χρονιάς, σε θρήνο και μοιρολόι!
 

Δωδεκαήμερο ή Καλαντόφωτα

 
Από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα
Καλαντόφωτα ή Δωδεκαήμερο στον Πόντο
Τα Καλαντόφωτα ή Δωδεκαήμερο ήταν για τους Έλληνες του Πόντου μια περίοδος με πληθώρα μαγικών στοιχείων! Ήταν ημέρες (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου) που ξέφευγαν από τον καθημερινό χρόνο και την κανονικότητα της ζωής και περνούσαν στον «Ιερό» χρόνο! Υπήρχε μια μαγεία στην ατμόσφαιρα, γεγονός καθόλου τυχαίο...
Τα Χριστούγεννα ή τη Χριστού, ήταν η πρώτη κατά σειρά γιορτή του Δωδεκαημέρου. Την Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και με μεγάλη χαρά ετοιμαζόντουσαν να δεχτούν τη γέννηση του Θεανθρώπου! Τα Καλαντόφωτα (και κυρίως τον Ιανουάριο ήταν κατάλληλες ημέρες, για να τελέσουν τα διάφορα μυστήρια (βαφτίσια, αρραβώνες, γάμους), καθώς τότε ερχόντουσαν οι ξενιτεμένοι και ήταν όλοι μαζεμένοι στο χωριό.
Καλαντάρτς και νέον έτος... κόρ' θα παίρωσε οφέτος!
Παραμονές Χριστουγέννων, μαζευόντουσαν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος έσφαζε γουρούνι, άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κλπ. Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Από το γουρούνι που έσφαζαν, με το κρέας έφτιαχναν «γαβουρμά» και «τσιλγάνια», όπως τα λένε στα Ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσαν σε πίτες και φαγητά.
Σε πολλά µέρη του Πόντου, την παραµονή της Πρωτοχρονιάς ο αρχηγός της οικογένειας «εκαλαντίαζεν τ' οσπίτ'». Σκορπίζοντας διάφορους καρπούς µέσα στο σπίτι, έλεγε: «Άµον το ρούζ'νε αούτα τα καλά, αετσ' πα να ρούζ'νε απές΄ σ΄οσπίτ΄ ν΄εµουν τ΄ευλοϊας και τα καλοσύνας». Την παραµονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ, στα σπίτια ήταν συγκεντρωµένα όλα τα µέλη της οικογένειας, καθώς και συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Το τραπέζι το έστρωνε η νύφη, κι αν δεν υπήρχε, η πρωτοκόρη και ο αρχηγός της οικογένειας έδινε φιλοδώρημα.


ΚΑΛΑΝΤΟΦΩΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Η λαϊκή πίστη περιγράφει δαιμόνια, μαγείες, δεισιδαιμονίες, μύθους, ευχές που πραγματοποιούνται, προλήψεις... Καλικάντζαρους! ΟιΚαλικάντζαροι, είναι ειδικά δαιμόνια που εμφανίζονται μόνο τα Καλαντόφωτα. Πίστευαν πάντα ότι ο Άδης είναι «ανοιχτός» αυτές τις μέρες και ότι οι ψυχές παίρνουν διάφορες μορφές. Έτσι , λοιπόν, έπρεπε να εφευρεθούν τρόποι, ώστε να κρατήσουν μακριά από κάθε σπίτι τα δαιμόνια αυτά. Ο πιο διαδομένος και... αποτελεσματικός τρόπος, σ΄ολόκληρο τον Πόντο, ήταν το καλαντοκούρ΄.
Τη παραμονή έβαζαν στο τζάκι το «Χριστοκούρ» ή αλλιώς «Καλαντοκούρ»
Επρόκειτο για κούτσουρο (από μηλιά ή αχλαδιά κυρίως) κομμένο ειδικά για τα Καλαντόφωτα. Άναβε στο τζάκι συνέχεια κατά ταΧριστουήμερα (οι 3 ημέρες των Χριστουγέννων), ιδιαίτερα όμως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Για να κρατήσουν την φωτιά καθ’ όλο το Δωδεκαήμερο, αντικαθιστούσαν το κούτσουρο, με άλλο, πριν σβήσει. Η φωτιά κρατούσε μακριά το δαιμόνιο! Ακόμα κι αν τολμούσε να πλησιάσει, η φωτιά το έκαιγε! Έτσι εξηγούσαν τους περίεργους θορύβους στο τζάκι. Αν για κάποιο λόγο έσβηνε η φωτιά, το θεωρούσαν κακό σημάδι.
Σε κάποιες περιοχές του Πόντου, «Καλαντοκούρ» ονομάζουν τη λεπτή βέργα, που τοποθετούν πάνω στη βασιλόπιτα, κυρίως τα πρωτότοκα παιδιά, λέγοντας: «Εξέβαμε ασ΄σην κακοχρονίαν, εσέβαμε σην καλοχρονίαν, υ΄είαν κι ευλο΄ίαν, δώσ΄τεν τ΄άλογον κριθάρια».

Οι Μωμόγεροι ή Μαμώεροι

 
Από τον Πόντο στην Ελλάδα
Μωμόγεροι
Ένα έθιμο βγαλμένο μέσα από την Ποντιακή παράδοση, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Δηλαδή από τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως και τα Φώτα. Το έθιμο των «Μαμώερων» ή «Μωμόγερων» προέρχεται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν μεταμφιεσμένοι αντάρτες κατέβαιναν στα χωριά με σκοπό τη συλλογή και διάχυση πληροφοριών.
Η κορύφωση ήταν ο τελετουργικός χορός των Μωμόγερων, η αλληγορία του οποίου ανύψωνε το ηθικό των συμπατριωτών τους, αλλά και τους προετοίμαζε για τον ξεσηκωμό, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, που επίσης συμμετείχαν στα δρώμενα, χωρίς να καταλαβαίνουν τι γινόταν!

Οι πηδηχτοί, θορυβώδεις χοροί είναι γνωστοί στον πρωτόγονο άνθρωπο σε όλα τα μέρη του κόσμου. Είναι ένα τελετουργικός χορός που προτρέπει τη γη να καρπίσει. Η μεταμφίεση των ανθρώπων σε ζώα ή κακούς δαίμονες και οι θορυβώδεις χοροί έχουν σκοπό την απομάκρυνση του κακού, την προστασία του νεαρού θεού, την καρποφορία και τη βλάστηση.
Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Μώμος, Θεός του γέλιου και της σάτιρας στην Αρχαία Ελλάδα, ο οποίος παρότρυνε τους 12 ακόλουθούς του - τους Μωμόερους - να βρουν αφορμή για να σατιρίσουν και να προκαλέσουν το γέλιο στους συγκεντρωμένους.
Κατά πολλους η λέξη μωμό(γ)ερος είναι πιθανό να προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης γέρος με τις αρχαίες μώμος (ψόγος, μομφή) ή μίμος, μια που και οι δύο προσιδιάζουν στις σκωπτικές και μιμητικές παραστάσεις τους και θυμίζουν τους αρχαίους μίμους. Κατά άλλους το δρώμενο έχει πολεμικό χαρακτήρα και οι ομάδες χορευτών χορεύουν με τελετουργικό τρόπο, έναν ατέλειωτο πολεμικό χορό. Οι χορευτικοί θίασοι των Μωμόγερων συγκροτούν σοβαρές και πειθαρχημένες ομάδες, που χορεύουν με την καθοδήγδη του αρχηγού έναν πολεμικό χορό.


ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 6 ΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ 15 ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Με τα παραγγέλματα ο αρχηγός κατευθύνει τις κινήσεις του χορού. Με το «τιζουλούμ πακαλούμ» μπαίνουν οι χορευτές πολεμιστές στη σειρά, με το «ικεσέρ» μπαίνουν σε δυάδες με το «αρς» ξεκουράζονται με το «σέρτ» κινούνται πιο γρήγορα.
Οι 12 χορευτές συμβολίζουν τους δώδεκα μήνες του χρόνου, ενώ η νεαρή νύφη είναι σύμβολο της γονιμότητας και της βλάστησης.
Η μεταμφίεση του άνδρα σε γυναίκα συμβολίζει την εναρμόνιση των αντιθέτων αρσενικού και θηλυκού, την ένωση αυτών που φαίνονται να είναι χωρισμένα, τη θεία ένωση του άνδρα με τη γυναίκα, που πρέπει να γίνουν ένα, για να κερδίσουν υγεία και μακροβιότητα. Στο δρόμενο μπορούν να συμμετέχουν και άλλες φιγούρες (μορφές), που διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Παντού όμως υπάρχουν η νύφη και ο διάβολος. Έτσι, το κλέψιμο της νύφης είναι κοινό σε όλους τους θιάσους και συμβολίζει, κατά πως λέγεται, την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου των εορτών οι Μωμόγεροι γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών, χορεύουν και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους, προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά. Όταν δύο παρέες μωμόγερων συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, το έθιμο των Μωμόγερων, αναβιώνει σε όλη την Ελλάδα, αλλά κυρίως σε χωριά της δυτικής Μακεδονίας, από Ποντιακούς Συλλόγους.


ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Είναι πολλά τα χωριά της δυτικής Μακεδονίας που διεκδικούν τη μεταφορά του χορού απ’ τον Πόντο στην Ελλάδα. Το σίγουρο είναι ότι το έθιμο των Μωμόγερων υπήρχε στην περιοχή του Πόντου από Αρχαιοτάτων χρόνων και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες του χωριού Λιβερά του Πόντου. Ως πρώτος χορευτής που αναβίωσε το έθιμο αναφέρεται ο Ταπαντζίδης Νικόλαος, με καταγωγή από τα Λιβερά του Πόντου, που μετοίκησε στο χωριό Κομνηνά Εορδαίας. Από τότε οι Μωμόγεροι των Κομνηνών θεωρούνται οι πλέον έγκυροι εκπρόσωποι του δρόμενου.
Δείτε και απολαύστε στο παρακάτω video, τους αυθεντικούς Μωμόγερους των Κομνηνών...



ΠΗΓΗ https://www.lelevose.gr