Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γλωσσάρι


Γλωσσάρι
ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ


Ο Sot Arachnoid B δημιούργησε έγγραφο.

Α
αβατσνιά = βάτος.
αβτζής = κυνηγός, αβτζηλίκ(ι) = κυνήγι.

αγκίρτσα = στραμπούλιξα.

αδράχτ’ (το) = αδράχτι.

αϊλιάκ’ς ή αγλιάκ’ς = χασομέρης.

αληθνός = αληθινός.

αλώνι = το μέρος που αλώνιζαν. Αλώνι φεγγαριού = κυκλικό νέφος γύρω από το φεγγάρι.

αμπάρια = αποθήκες σιτηρών.

ανσκαίνουμαι = σιχαίνομαι, ανασκαμένος (ο) = σιχαμένος.

άντα = όταν.

αντάης –σίνα = φίλος –λη.

αντίδερο = αντίδωρον.

αντίκρυ = απέναντι.

αντραλιάζουμαι = τα χάνω, ζαλίζομαι

αντροκαλιά (η) = το φίδι δενδρογαλιά.

αξεκούμπουτους,η,ο = ξεκούμπωτος,η,ο. Ομοίως αξυπόλητος,η,ο, αγλείφω, απόθανα (πέθανα), απόεμα (απόγευμα) κλπ.

απάν απανωτός = ο ένας επάνω στον άλλον. Απάν = επάνω.

απκάζω = απεικάζω = από–εικάζω = εννοώ, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα. Άπκασες; = Μπήκες στο νόημα;

απόμκει = έμεινε.

απόρριξε = απόβαλλε (συνήθως για ζώα).

απόσωσε = τελείωσε.

αράδα = σειρά, παραδ. πέτα μ’ τ’ν αράδα = πέστα με την σειρά.

αραμπατζίδ’κό = μαστοράδικο αραμπάδων (=κάρων). Εμείς στους Ψαθάδες τα κάρα τα λέμε αμάξια.

αράπς = αράπης = άνθρωπος σκούρου δέρματος.

αργαλειός = εργαλειός. è εξαρτήματα: Καλάμισμα = μάζωμα του καλαμιού του στημονιού. Γίδιασμα = ίσασμα στη διάστρα = ισιάστρα. Αντί = ξύλο κυλινδρικό όπου τυλίγεται το στημόνι. Δύο αντιά μεταχειρίζονται. Βγαίνει από την λέξη εντείνω=τραβώ, απλώνω και τανύω=τανώ (τεντώνω). Μιτάρια = τα νήματα τα οποία στηρίζονται σε 2 ξυλαράκια. Χτένι = οδοντωτό κατασκεύασμα με αγκίδες καλαμιού και περνούν τα νήματα του στημονιού. Κομπόδεμα = το κομπόδεμα του στημονιού. Μασούρι και Μασουριάζω = μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι. Σαΐτα = το εργαλείο που περιλαμβάνει το υφάδι για ρίξιμο. Απλουτάρ = το ξύλο που στηρίζει το αντί το οπίσθιο. Το μπρόσθιο λέγεται ζάναζου (στο Αμόριο). Καρούλια = τροχαλίες. Πατή(θ)ρες = ξύλινοι μοχλοί που πατά η υφάντρια (και εναλλάσσονται τα μιτάρια) για να ανοίγει το στιμόνι. Τσιμπάρια ή προγκίδια = είδος πήχη με τσιμπίδες στο άκρο, με το οποίο τεντώνουν στον αργαλειό το υφαντό: μονά υφάσματα, δίμιτα, μαρμαροδίμιτα, ψηφωτά, καραμελωτά. Στιμόνι λέγεται το φελεμένι προφανώς από το έλασμα από του οποίου δένεται το δέμα. Η συκευασία δηλ. του νήματος. Ρίχνουν το ύφασμα με 1 κλωστή στα 6 δηλ. 6 κομμάτια. Το νήμα το διαπερώμενο από μιτάρι με μία θηλιά λέγεται κοτυλέτσι. Tώρα όλα αυτά τα κεντημένα (-υφαμένα) όνειρα μιας ζωής, τυλιμένα στους μποχτσάδες (= ύφασμα προστατευτικό περιτυλίγματος προικιών) λείψανα καταχωνιασμένα στα μπαούλα.

αργιάνι = το αποβουτυρωμένο γάλα, το ξυνόγαλο.

αρέζουμαι (αόρ. αρέστηκα) = μου αρέσει (όμοιο με το αρέσω και αρέζω)

αρίζι (το) = η ξύλινη κατασκευή που ενώνει το ζυγό με το κάρο.

αρμούτι = αχλάδι.

αρνίθ(ι) = πετινός (βλ. πέκνιους), π.χ. λάλσαν τα αρνίθια = λάλισαν οι πετινοί.

αρτένουμει = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά.

αρχεύω = αρχίζω.

ασημκά = άργυρά αντικείμενα.

ασημογκιόρντανα = γυναικεία περιλαίμια, ασημένια (διάφοροι τύποι) δώρο του γαμπτού προς τη νύφη (Καβακλί- Μ. Γέφυρα - Μεταξάδες).

ασημοζούναρο ή Κορώνα=Γυναικεία νυφική επισμαλτωμένη ζώνη. Στη μέση, τις καθημερινές, φοράνε μάλλινο ζωνάρι και τις γιορτές πάντα ασημοζούναρο, δώρο του γαμπρού προς τη νύφη που είχε τη θέση δαχτύλιου αρραβώνα, αγορασμένο από τους κουγιουμτζήδες (χρυσοχόους) του Διδυμοτείχου.

Ασ-λού = εν γένει.

αφεντάκης = πεθερός.

αφέντης = κουνιάδος.

αχαμνός = κακός, κακόβουλος, ανοικονόμητος. Αχαμνά (=επίρρημα) τρώει δηλ. πολύ τρώει, άσχημα τρώει.

αχταρτίζω = ανακατεύω.

Β

βασλεύω = βασιλεύω.

Βούλγαρ’ς (ο) = Βούλγαρος, η Βουλγάρα = Βουλγάρσα.

βουνιά = η ακαθαρσία της αγελάδας, πληθ. βουνιές.

Γ

γάβρα (τα) = ένα από τα άκαρπα δένδρα, το ονομαζόμενο στο Καβακλή θράψου (τό), τουρκιστί γκολγκέν.

γαϊτάνι (το) = το γαϊτανάκι, φρ. ...σαν γαϊτανι θα παένει.

γανιάζω = στενοχωρούμαι.

γδί = γουδί, μεγάλη ξύλινη κατασκευή για το κοπάνισμα των σπόρων.

γερλεστίζω = τακτοποιώ

γιαλάκι = γούρνα πέτρινη για το πότισμα οικιακών ζώων.

γιαμουρλούκ(ι) = κάππα.

γιαουκλής = αραβωνιαστικός.

γιαρμάδες = ζωωτροφές = χονδρό άλεσμα με σιτάρι, καλαμπόκι κλπ

γιαχανάς = σουσαμόμυλος, από το σουσάμι παρήγαγε σουσαμιέλαιο και κούσπα = ίδος ζωοτροφής.

γιουμπλίκια (τα) = παχνία – φάτνες.

γκ(ι)ζεράω = γυρνάω σε διάφορα μέρη. Γκζερνώντας = γυρίζοντας. Παρόμοια λέξη είναι το αραδίζω = βαδήζω.

γκαβός ή κιόρς = τυφλός.

γκαγκαρέντζες = γενικά η ακαθαρσίες, ιδικά δε των γιδιών και προβάτων.

γκάιντα = άσκαυλος, λαϊκό μουσικό όργανο.

γκατζιόλι = μουλάρι.

γκέντις = το δίχαλο κόκκαλο του στήθους της κότας.

γκζάν(ι) ή ουλιάν(ι) = μικρό παιδί

γκιμπέρτσει = ψώφισε

γκιμπρίτια = σπίρτα

γκιόζι ή σβανάς = κλαδευτίρι.

γκίολα = μικρή λίμνη με στάσιμο νερό (έλος), (βλ. γούρνα).

γκιουρλούκια = σκουπίδια.

γκιουρντάνι = (βλ. ασημογκιόρντανα)

γκουγκουστέρα = σαύρα.

γκουλιόπτα = πίττα με κολοκύθι με ένα μόνο χονδρό φύλλο στρωμμένο κατω.

γκουρτσιά (η) = αγριοαχλαδιά (δένδρο), καρποφορεί κάτι μικρά και σληρά αχλάδια = τα γκόρτσα.

γκουτζούϊκια = κολοβή

γκρέμσα = έπεσα, γκρεμάω = πέφτω.

γκρούλι = αποδιμητικό λευκό πουλί (αγνοώ την επιστημονική ονομασία του), λέγεται γκρούλι από τον ήχο (γκρού – γκρού) που βγάζει, πληθ. γκρούλια.

γλέπω = βλέπω.

γλήγουρα = γρήγορα.

γλιντάω = διασκεδάζω, γλιντζές = αυτός που του αρέσουν οι διασκεδάσεις, που διασκεδάζει συνεχώς.

γνέμα = νήμα, ψιλή λινή κλωστή.

γνεύω = κάνω νεύμα, έγνεψα = έκανα νεύμα.

γόνα = γόνατο.

γούρνα = τρύπα με στάσημο νερό (βλ. γκιόλα), Β) δεξαμενή εκ μονολίθου, χωρητικότητος 1 περίπου κυβικού μέτρου ή βάθους 5 εκατοστών του μέτρου, χρησιμεύουσα δια να πλύνουν εν αυτή τα ρούχα. 

γριντιά = ξύλινα δοκάρια της στέγης (καδρόνια).

Δ

δάχλο = δάχτυλο.

δγε = δές, κοίτα.

δε = δεν.

δικός,ή,ό μ’ = δικός,ή,ό μου. Ομοίως, αντί για μ’ = μου, σ’ = σου, τ’ = του ή ντου = του, ντους = τους, ντης = της ή τ’ς =της κλπ.

δικράνι = δίκρανον, γεωργική περόνη ξύλινη με 2 οδόντας, ή σιδηρά με 2 ή και περισσοτέρους.

δκός = δικός σου.

δλειά = δουλειά, δλέβου = δουλέυω, δλέψει = δούλέψε. δλέψ = δουλέψει, να δουλέψεις.

δριπάνι = δρεπάνι, απαρέτητο εξλαρτημα θεριστού.

δρουτσλέοι == τα ιδρώα εξανθήματα (του ιδρώτα τα σπυριά).

δω = εδώ. Παραδ. δω δγε = εδώ κοίτα, δωπέρα = εδώ πέρα, σ’ αυτό το μέρος.

δώθε = από εδώ, όχι από πέρα. Αντίθ. λ. κείθε

Ε

έδεκει = ακριβώς εκεί, επιτότου.

Εικονοστάθ’ = εικονοστάσι.

εμέν ή αμέν = ξαφνικά, απρόοπτα.

Ζ

ζαμπακόνω = παραγεμίζω, παραφουσκώνω.

ζαμπούνα = αυλός (φλογέρα) από το στέλεχος κρίθης ή βρώμης.

ζαπώνω = καταλαμβάνω αυθαιρέτως.

ζμπούλι = ζουμπούλι = υάκινθος.

ζνάρ = λωρίς μαλλίνου υφάσματος, μήκους 2–5 μέτρων προς περιτύλιξιν της οσφύος, επάνω από το πατούρι.

ζορλαντίζω = δυσκολεύω.

ζουρνάς = ξύλινο λαϊκό μουσικό όργανο.

ζρουφλίνγκα = επίρραπτο διακοσμητικό με σκόρδο, νόμισμα και γαλάζια χάντρα, σύμβολα αποτρεπτικά, λ χ. σε σκούφια παιδική.

Η

ηύρα = βρήκα

Θ

Θάμα (το) = αντί ’θαύμα και ρήμ. θαυμάζου === θαυμάζω και θαυμάζομαι.

Θάματις === ως φαίνεται : θάματις θα βρέξ κλπ.

Θαμπό = αμυδρό.

Θαναΐς και Θουδώρς== Αθανάσιος και Θεόδωρος.

Θανατικό == λοιμός, πανώλη, φρ. Στου μεγάλου θανατικό...

Θαρρώ == voμίζω. Τι θάρσεις του λόγους; == Τι ενόμισες;

Θαφτικά (τα) = οι οίκογενειακοι τάφοι.—Που έχτι τα θαφτικά σας;

θέλει = πρέπει, π.χ. θέλει να γίν’ αυτό = πρέπει να γίνει αυτό.

Θέλου λέγεται καί φέλου, συνωνυμον έχει το χαλεύου π. χ. τσάι μου θέλς γιόκσαν καϊβέ χαλεύς == Τι αγαπάτε κύριε ;

Θεραπευμέν και ξετιναγμέν == εύσωμος, ευτραφής. Έξαφνα πιτάχκη ένας λαγώς θεραπευμένος. θεραπευμένος άνδρας == μεγαλόσωμος. Ξετινάχκη = επάχυνεν, εμεγάλωσε.

Θέρμη και θιρμασιά == ο πυρετός.

Θημουνιά (ή) == ο σωρός των σταχυών.

Θηρίο (το) == θηρίου, β') ως έπιφ. θηρίου! ==σκληρέ και αιμοβόρε άνθρωπε, θηριό μουνάχου == γενναίος ως ο λέων, έγεινι θηρίου == εξηγριωθη.

Θιρίζου == θερίζω, θέρους, θερισταδες. 2) Mι θέρσι την καρδιά == μοι επροξένησε βαθειαν λύπην.

θλίκοσα = το πέρασα θηλιά, π.χ. θλίκουστο έτσ’ = πέρασέ το θηλία έτσι.

Θουλός == θολός , ουχί καθαρός. 2) Τα πράματα θόλουσαν ή είνι θουλουμένα == ουχι ευχαρίστα, προμηνύουν καταστροφήν. Του νερό όσου δεν θουλώσ’ δεν καθαρίζ == ιvα επέλθη βελτίωσις εις την κατάστασιν, πρέπει να καταντήσουν είς το έσχατον σημείον της εξαχρειώσεως καί διαφθοράς. Ό μουλουχτός ου άνθρουπους μοιάζει θολό, πουτάμ == εγκρύπτει δηλ. όλεθρον.

Θουμάς == ο Θωμάς, β`) ο έχουν την ιδιότητα του εν λόγω αποστόλου :—Εγώ είμι απ’ του Θουμά του σόϊ = δηλ. δύσπιστος.

Θουρειά (ή) == θεωρεία, χρώμα. Έχσι την θουρειάτ, κάθι ώρα αλλάζ θουρειά, ή θουρειάτ ήρτι στουν τόπο της.

Θρέμμα (το) == συνημμένον πάντοτε με το γέννημα προς εκδήλωσιν του ιθαγενούς στοιχείου. Είνι γέννημα θρέμμα απ’ κει.

Θρουνίζουμι === θρονίζομαι, καθημαι επί θρόνου. Κύτταξι που πήγι κι θρουνίσκι === έκαθισε δηλ. επί θέσεως μη ανηκούσης.

Θυμητικό == εvθυμητικόv, μνήμη. Μεγάλου θυμητικό ή δυνατό θυμητικό == έπι του εχοντος ισχυράν μνήμην.

Θυμιάμα (η) === το θυμίαμα. Δεν δίν στουν διαβουλου θυμίαμα, φρ. λεγομένη επι των άκρως φυλαργύρων.

Θυμιατό (το) = Θυμνιατήριον. β') Τί εχ και τι δεν εχ ο θυμιατός θά του δείξ’ = ο θάνατος.

Θύρα (ή) == ή θυρα εν τοις χωρίοις, παρ’ ημιν πόρτα.

Θωρώ εκ του θεωρώ κατά συγκοπήν το ε == βλέπω. Συλλογισμένουν σε θωρώ θέλου να σε ρουτήσου, αν είνι άπ’ τουν έρουτα να σι παληγουρήσου.

Ι

Ίγκα == εγενόμην, αόρ. του γίνουμι.

Ίδγιους == ο ίδιος, ίδγιους κ’ απαράλλακτους.

Ίδρους και γίδρους == ο ιδρώς και γιδρόνου == ίδρώνω. Για να μάθη καλά πρέπ να ιδρώς ο πισηνός.

Ίληά (ή) == α`) ή έλαια το δένδρον, β') ο καρπός, γ') σημειον του σώματος έχων σχήμα και χρώμα ελαίας. Παροιμ. Τούν έδοσα της ιληάς, του μέσα κι τ' αυγού του οξω === τίποτε.

Ινγκέ == ή θεία = σύζυγος του αδελφού του πατέρα και ειναι τουρκ. λέξη. (βλ. και τέτι).

Ίσιαζω == κάμvω τι ίσιο, διευθετώ, τακτοποιώ.

Ίσιους == ευθύς, τουναντίον, στραβός, β') ίσιος άνθρωπος == ο αγαπών την ευθύτητα, την ίσιάδα. Την ίσιάδα να σε πώ==τήν αλήθεια. Επίσης με την ίδια ένοια είχαμε και τη λέξη ντούϊσκα, φρ. να παέντς ντούϊσκα = να πηγαίνεις ευθία, ίσια, όχι στραβά.

Ίσκιους (ο) === ή σκιά, τον έπιασε ίσκιους, β’) ή χάρη το επαφρόδιτον (ιδ λ. αέρα) : αυτός δεν έχ ίσκιου η είνι αισκίουτη == άχαρις, γ`) έχ βαρύν ισκιου == άνθρωπος βαρύς, επιβλητικός, δύσκολος.

Κ

καβάκι = λεύκα (δέντρο), γι’ αυτό και το Καββακλί ονομάστηκε έτσι, από τα πολλά καβάκια που είχε η περιοχή.

καβαλίκια = καβάλα

Καββαδάτο (τό) == λέγεται το ωον του Πάσχα, όταν δι' οξέος εργαλείου σχηματίζωσιν επί του φλιού διαφορά σχήματα.

Καζί (το) ή κάζα (η) = αποδιμητικό σκουρόχρωμο πουλί (αγνοώ την επιστημονική ονομασία του), πληθ. κάζες ή καζιά.

Καθήκ (το) και αγγείο ίδ. λέξ. β') Τι καθηκ πού εισι=πρόστυχος, ελεεινός.

Καϊβές (ο) === ο καφές και β’) το καφενειον, όπερ όμως λέγεται και καιβενές και καϊβετζής καί βραδύτερον καφετζής ο καταστηματάρχης. Εις τον εισερχόμενον πελατην ο υπάλληλος λέγει : τσιαϊ μου θέλς, καϊβέ μου χαλευ .

Καίνουργιους == καινός νέος. Καινούργιου κόσκινου, που να σι κριμάσου, φρ. επί των προφύλασσαντων τα ενδύματα αυτών όταν είνε νέα.

καϊσιά = βερύκοκκα με γλυκόν πυρήνα.

Κακιά (ή) ρημ. κακιόνου == ή δυσαρέσκεια, δυσαρεστούμαι.

Κάκου εν Σουφλίω == ή γραία , β') ή κυρία, ή λέξις φαίνεται Σλαυϊκή, γ') του κακού έπίρρ. == εις μάτην . Του κακού πήγες κλπ. == είς μάτην.

Κακουψύχ (τό) === ή εγκυμοσύνη, οταν έκδηλουται δι' εμετού ή άλλων διαταραξεων και ρήμα κακοψυχώ =έχω κακοψύχ.

Καλάθ (το) == α') κάλαθος, β`) είνι ένα καλάθ δηλ. χωρίς μυελό, αυιός έπλιξι του καλάθιτ == εξησφαλισε καλώς τα συμφέροντα του.

Καλαμάδραχτους (ό) == η άτρακτος, εν η θέτοντες τα μεγάλα πινία περιτυλίσσομεν εις αυτά ανά έν πασμα του μέλλοντος να χρησιμεύση ως στήμων νήματος.

Καλαμίδια (τα) == τρεις κάλαμοι χρησιμεύοντες δια την εξύφανσιν του πανιού.

Καλαμπούκι == αραβόσιτος , λέγεται παρ` ήμιν μισίρι, ιδ. λ. βλαχοστιαρου .

Καλιβόνω και καλιγόνω == πεταλώνω , β’) Άπατώ. Τουν καλίβουσα == τόν ηπάτησα, συνών. τουν πέρασα κιουλιαφ.

Κάλλια === καλλιον. Κάλλια πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτερεί.

Καλουπιάνω == περιποιούμαι τίνα, προσπαθώ ινα εξευμενίσω αυτόν εάν τον είχον δυσαρεστήσει, ή να προσεταιριστώ.

Καλούτσκους == θωπευτικώς αρκετά καλώς, β’) ωραίος.

καλπαζάνς = τεμπέλης

καλπάκι = καπέλο

Κάλτσα (ή) == τό βαμβακερόν περιπόδιον, ενώ το μάλλινων λέγεται τσιουράπ. Β`) Είνι του διαβόλου κάλτσα == άvθρωπως τετραπέρατος.

Καλώ == προσκαλώ εις την φρ. Είνι καλεσμένος. Μένα δεν με κάλεσαν στην χαρά.

κάμαρα (ή) == δωμάτιον, λεξις ευπρεπεστέρα εκ του Ιταλικού, αντί του συνήθους odas.

καμάρα (ή) === αψίς. Του γεφύρ εχ πέντε κάμαρις.

καμαρώνω == σοβαρεύομαι. Η νυφ καμάρων, τουν καμάρων τουν γιοτς = εναβρύνεται βλέπουσα τον υιόν της.

καματηρά (ή) == εργάσιμη ημέρα, εις τα χωρία = καθημερνή.

κάμμουσαν τα μάτια μ’ == εκάμμωσαν, ήρχισαν να κλειούν από ύπνου, εν τοις χωρίοις ή φρασις, παρ’ ήμιν : σφάλσαν τα ματιά μ`.

κάμνου (καμς, καμ, καμουμι, καμτι, κάμνουν. Παρατ. Έκαμνισκα, έκαμνισκις, έκαμνισκι, εκαμνισκαμι, εκαμνισκιτι εκομνισκαν == ποιώ. Θα τα κάμου άπου πάνουμ και θά λερωθώ == θα χεσθώ.

καμόνουμι == προσποιούμαι, φρ. Να σι καμουθή και να σκάϊς === έπι των θελόντων να δικαιολογήσωσι παραλειψιν καθήκοντος, διότι δήθεν έκαμον κατί.

καμπάτκο = μαλακό, απαλό.

καμώματα (τα) == προσποιήσεις. Β`) Άταξίαι και βιαιοπραγίαι. Τι κάμωματ' είνε τούτα.

κανακάρης (ο) και θηλ. κανακαριά = μοναχογυιός, μονογενής. Μας κάμνει κανακαριές = φέρεται όπως τα πολύ χαιδευμένα κανακαρικα.

κανάτ(ι) (τό) == λ.τ. πτερό, β') το παραθυρόφυλλο, όπου σήμερα λέγεται παντζιούρι, αλλά και η σανίδα των πλαϊνών του κάρου, γ') πήλινο δοχείο των παραλίων της Θράκης.

κανέλλα == το κινάμωμον, β') ή βρύση των βαρελιών, λέγεται δε και κάνουλλα.

καντήλα (ή) === η κανδήλα, β’) φρ. Αγάλια την καντήλα, υβριστικώς επί των τυφλών.

καπίστρ (τό) == ή σέλλα του αλόγου, ξικαπίστρουτους = αυθαδης και ελεεινός μη γνωρίζων μήτε τι λέγει, μήτε τι πράττει.

καπλαντίζω = σκεπάζω.

καπτίζω = αρπάζω, κάπτσα = άρπαξα.

καράβ (το) == πλοίον, β’) χαμένου καράβ και χαμένου ρούχου και χαμένου κουρμί συνώνυμα === ανόητε.

καραβάνα (ή) === τό γνωστόν χαλκινον σκεύος του μαγειρείου εν ω τίθεται φαγητόν δια πολλούς ανθρώπους, στρατιώτας λ.χ. β’) τα πλατέα βρακία ως τα των νησιωτών, γ’) ανάξιος λόγου η προσοχής π.χ. Αυτά είνι, λόγια της καραβάνας = ανάξια πίστεως.

καραβίδα == είδος μικρού ποταμίου αστακού, κάμμαρος.

καραγάτσι = (δεντρο).

καρακάξα (ή) == ή κορώνη, β') ή φλύαρος γυνή.

καραπιλέκι = καλαθιά (δένδρο), δεν καίγεται, έχει πολύ δύσκολη καύση.

κάργκα = πουλί, πληθ. καργκιά.

καρδάρ(ι) (το) = ξύλινο δοχείο για εξαγωγή βουτύρου από το γάλα.

καρδιοχτύπ (το) == οι βίαιοι παλμοί προερχόμενοι εκ σφοδρός συγκινήσεως.

καρέκλα (η ) == καρέκλα, το σκαμνίον όταν έχη ερεσίνωτον.

καριόλα = κρεβάτι.

καρπούζ (τό) === το καρπούζι, καί καβούν (καούνι) το πεπόνι.

καρτάλι = αετός.

καρτιρώ == καρτερώ, περιμένω, αναμένω. Καρτέρ == ή ενέδρα.

κασέρ και κασκαβάλ = κασέρι, είδος κεφαλοτύρου.

κάσσα == το χρηματοκιβώτιο, β’) ο ταμίας, αυτός είνι η κάσσα, αλλά και γ’) το φέρετρο.

κάστρου == το φρούριον, β’) το άστυ, ή πόλις, καστρινός == ό αστός.

κατακωριάζου == ή ηρεμία εις ην διατελώ μετά την τιμωρίαν.

κατεβγάζω == Κατεβάζω. Κατέβγη του γάλα μ’ === ήρχισε να έρχηται, κατέβκαν τα νερά = ή πλημμυρά έπαυσε, κατέβκαν τα κατσίκια === έπαυσεν ο θυμός.

κατσιβελειά (ή) == ή φιλαργυρία, πληθ. κατσιβέλ, κατσιβιλαργειό == πλήθος αθιγγάνων.

κατσίβελους == ο αθίγγανος και θηλ. κατσιβέλα, β') φιλάργυρος.

τσιπουδιάζω = τσαλακώνω, π.χ. θα σε τσιπουδιάσω = θα σε τσαλακώσω, δηλ. θα σε περιποιηθώ καταλλήλος.

κατσουρντάω = μου γλιστρά από τα χέρια λόγω απροσεξίας.

καύκαλου (τό) == όστρακον της χελωνης και των λοιπών οστρακόδερμων β’) νους, μυελόν., Πετεινουκαύκαλος == χωρις νουν, ηλίθιος.

καυκί (τό) == μικρό ποτήρι (φλιτζάνι του καφέ), το μεγαλύτερο λέγεται κούπα ή μπιλιούρ και όταν είναι από χαλκό ή από λευκοσιδήρο μαστραπάς. Η κούπα είναι από πορσελάνη, το μπιλιούρ από γυαλί.

καχίρ (τουρκ.) = ντέρτι, καϋμός

κεί = εκεί, παραδ. κειπέρα =εκεί πέρα, κειπάν = εκεί πάνω κλπ.

κεραμαριό = κεραμοποιείο, κεραμάρς = κεραμοποιός.

κινά = χρώμα κόκκινο

κιρπίτσα (τα) = πλίθοι (αντί τούβλων, τα οποια δεν υπήρχαν παλιά).

κλιά (ή) == ή κοιλία. Είχι μια κλιά, τέτοια.

κόμ = μόριον συγκρίσεως, κομ καλός = ακόμη πιο καλός.

κόνεψε = στάθηκε

κόρα (ή) == ή εξωτερική επιφάνεια του άρτου, ή ξηρά, β') το επουλωμα της πληγής.

κόρζα (η) == ο κοριός.

κορώνω = ανάβω, βάζω φωτιά. Κόρωσα = α) κάηκα, β) έκαψα.

κόσα (η) = θεριστικό δρεπάνι με μακρυά λαβή, μήκους 2 μέτρων, κατάλληλο για κοπή χόρτου.

κοσί = δρόμος ταχύτητος ή αντοχής, κόσιατει μουρ’ χωριανοί = τρέχτε μωρέ χωριανοί.

κουγιουμτζήδες = χρυσοχόοι.

κουκούλι = μεταξοσκόλυκας.

κουλί(κά)κια = μικρά κουλουράκια σε σχήμα πλεξούδας.

κουλτούκ(ι) = μασχάλη.

κουμπλιά (η) = η κορομηλιά (δένδρο).

κουντουστέκομαι == διακόπτω συχνά την πορεία και στέκω.

κουπάνα (η) = λεκάνη – σκάφη μπανιαρίσματος.

κουρκούτ(ι) = χυλός, πολτός νερού και αλεύρου.

κουρμπάνι = θυσία.

κουρουτζής = αγροφύλακας

κουρσίμ(ι) = μεταλική σφαίρα (βόλος), πληθ. κουρσίμια.

κουσκούσια = είδος ζυμαρικού.

κουτρουμπάν(ι)(το) = λαθρεμπόριο, κουτρουμπατζής = λαθρέμπορας.

κουτσουμύλ(ι) = νερόμυλος

κουτσουριάζουμει = κάθησα νωχελώς σαν το κούτσουρο. Τι κουτσουριάσκεις κι δεν σκώνησει να δλέψ (=δουλέψεις).

κρένω == ομιλώ, έκρενα = μίλησα.

κυράτσα = κουνιάδα.

Λ

λα(λι-)μπαντέ = κοντός γυναικείος μανικωτός επενδύτης κεντημένος με πούλιες (απλώς, το παλτό στους Ν.Ψαθάδες)

λάλος == θείος == αδερφός του πατέρα.

λάλτσει = λάλησε, φώναξε, φρ. λάλτσαν τα πικνιάρια = λάλησαν οι πετινοί.

λείπεται (μου) = μου λείπει, π.χ. «Να με λείπεται το βύσσινο»

λέλιακας ή λελέκι = πελαργός, πληθ. λελιακαίοι ή λελέκια.

λιάζω = ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο.

λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός

λινίτσια (τα) = άγριοι λελέδες αγριολούλουδα.

λόϋρα = ολόγυρα = πέριξ.

λούφαξα = σιώπησα, κατάπια την γλώσσα μου.

Μ

μακροσκοινίζει = τον δένει με μακρύ σχοινί σε πάσαλο, όπως τα ζώα.

μαλαματένια = χρυσά αντικείμενα.

μανίτσα = γιαγιά, λέγεται όμως και μπάμπου(-ω).

μάξως = επίτηδες.

μασάλι = παραμύθι.

μασιά = τσιμπίδα για το τζάκι ή τη σόμπα, β) Σιδερένιο μουσικό λαϊκό όργανα· ο κορμός του αποτελείται από 2 σκέλη που καταλήγουν σε κλώνους με ζιλια (κύμβαλα).

μαστραπάς = (βλέπε καυκί)

μαχαλάς = γειτονιά, φρ. στουν πέρα μαχαλά = στην άλλη γειτονιά.

μεϊντάνι = πλατεία.

μεντεμπούρ’ς (ο) = ψεύτης.

μερεμέτια = επιδιορθώσεις.

μεσάλα = τραπεζομάνδηλο.

μεσάλι = χειρόμακρον, πετσέτα.

μέστια = υφασμάτινα παπούτσια.

μετζί = όταν κάποιος έκτιζε το σπίτι του τον βοηθούσαν οι συχωριανοί του με πολύ χαρά, αυτός κερνούσε φαγητό και κρασί.

μετσίτια = μάλλινο κάλυμμα ποδιών (σαν μακριά μέστια).

μισιά (η) = ο μεσές (δένδρο).

μουμούδια = ζωΰφια.

μουρνταρεύω = βρωμίζω, μουρντάριδες = βρομιάρηδες. Ξέρς τι μουρντάρς είνει; = ξέρεις τι βρομιάρης είναι;

μούτκου = αμίλητο, άφωνο, φουβό.

μοχαέρι ή τερλίκι = νυφικός γυναικείος μανικωτός επενδύτης κεντημένος με ελαφροκλωσμένο βαμβάκι. Μεγάλο Μοχαέρι ή Τερλίκι μανικωτός γυναικείος επενδύτης που τον φορούσαν τις Απόκριες.

μπαϊράκι = Γαμήλιο λάβαρο που αποτελείται από γαλάζιο και άσπρο ύφασμα, μ' ένα μήλο και βασιλικό στην απόληξη του κονταριού και διακοσμείται με σταφίδες και καλαμπόκι περασμένα σε κλωστή. Η χρήση των καρπών στο μπαϊράκι ταυτίζεται με τη γονιμότητα της νύφης.

μπακράκι = μικρή μπακήρα = χάλκινο δοχείο με κινητή κυρτή λαβή απ’ επάνω, μπακιρτσόξυλο = ξύλινη κατασκευή που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για την μεταφορά νερού από τα πηγάδια με "μπακράτσια" = μπακίρια, μπακ-ηρκά = χάλκινα σκεύη.

μπαλκαμπάκι = κίτρινο γλυκό κολοκύθι.

μπαλντούζου = κουνιάδα

μπαλτάς = τσεκούρι.

μπαλτνούρα = πόδι.

μπαντέμια = αμύγδαλα

μπαξίς = φιλοδώρημα.

μπασιάς = γαμπρός, συζυγος της αδερφής

μπάτης = μεγάλος αδερφός

μπαχτσές = κήπος, πληθ. μπαχτσέδες.

μπαχτσιαβάντς = κηπουρός.

μπελιά = μπελάς – βάσανο.

μπερεκέτ = ευλογία, μπερεκετλίδικος = εύφορος, ευλογημένος.

μπιζέρσα = βαρέθηκα.

μπιλτζίκια = βραχιόλια, δώρα γάμου προς τη νύφη.

μπισίκι = παιδική κούνια και πιλένια (παιδική κουβέρτα).

μπιτίζω = τελειώνω

μπογιατζίδικο = βαφείο, ρήμα μπογιάτζα = έβαψα. Βαφικά υλικά: Μπλοστούρια – θράψος (βλ. γάβρα) - Ρούδι ή Τιτιρές.

μπόζαρικ = φίδι

μπόντσα = με πήλινο καπάκι, ταψί για ψήσιμο πίτας.

μπορδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθει = μπουρδουκλώθηκε)

μπόρσε = μπόρεσε, π.χ. δε μπόρσει = δεν μπόρεσε.

μποτίνια = μακρυές γαλότσες.

μπουγανίκια = τραπέζι που παρατίθεται σε αίσια γέννηση νεογνού. Σημαίνει ίσως τα επινίκεια. Νίκη του μπουγά=ταύρου.

μπουγάτσια = ψωμί

μπουκλούκι = κοπριά, σπαναιότερα δε αντί της λέξης μπουκλούκι = κουπριά πληθ. κουπρές.

μπούλα = μεγάλη αδερφή.

μπουλάκιμ = μακάρι, λ.χ. μπουλάκιμ να βρέξ = μακάρι να βρέξει.

μπουλάσια (τα) = αγριόχορτα πλατύφυλλα

μπουμπόσαρους = καρνάβαλος. Μεταμφίεση του Δωδεκαήμερου που γίνεται μέχρι σήμερα στο Ρήγιο Διδυμοτείχου. Κάτω από διαφορετικό όνομα (Ρουγκάτσια - Μπαμπαλιαροί -Ντυλίγαροι) συναντούμε τις μεταμφιέσεις αυτές σ' όλη τη Θράκη και τη Μακεδονία. Το έθιμο συνδέεται με την ευτηρία και τη γονιμότητα της γης και των ανθρώπων.

μπουμπούνιτο = βροντή, παράγεται από τον ήχο της, δηλ. το μπουμ-μπουμ.

μπουντούτς = στάμνα.

μπουσμπουντάκι(το)= η οξιά (δένδρο).

μράζω = μοιράζω, διανέμω.

Ν

νόρι (το) = τυρόγαλο βρασμένο.

νούνους –να = νουνός –νά.

νταβραντώ = γίνομαι καλά.

νταής == θείος, σύζυγος της αδερφής του πατέρα και β’) άδρας == υποκ. νταΐκος = ανδράκι.

νταϊρές (ντέφι) = λαϊκό μουσικό όργανο με ζίλια.

νταλώνομαι = ζαλίζομαι, ναρκώνομαι. Νευριάζω.

ντάμι = σταύλος.

νταούλι = μεμβρανόφωνο λαϊκό μουσικό όργανο.

ντβάρ(ι) = τοίχος.

ντερέμπεης = (μεταφ.) αυτός που κάνει ό,τι του αρέσει, δίχως να δείνει λογαριασμό.

ντιάν(ι) = τηγάνι.

ντιζένι = σκεύος.

ντιλιμπάις-άισσα = τρελός –λή.

ντίμπιντουζ = εντελώς.

ντιπ = καθόλου, φρ. Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου.

ντιρλίκουσα = έφαγα πολύ με απληστεία. Παντζαρώθ(η)κα = χόρτασα πολύ. Πρίστηκε η κοιλιά μου απ’ φαΐ. Λιμάζω = δεν χορταίνω, αχόρταγος, λιμαγμένος.

ντολμάς = εμπροσθογεμές όπλον κυνηγίου, β) φουρνιστό αμπελόφυλλο, γεμιστό με ρύζι.

ντουκάνα = ξύλινο γεωργικό εργαλείο για το αλώνισμα, δενόταν με το τσιβγάρι, ένα ξύλο που σέρνει πίσω του το ζευγάρι.

ντουνταλιά = συκαμηνέα ή ασκαμνιά ή μουριά (δενδρο). Ο καρπός της νουνταλιάς (λεξη τουρκική) λέγεται μούρα ή ντόνταλα ή ντουντούνες ή ζούλες γιατί ευκολα ζουλίζονται.

ντουντούκα = μουσικό πνευστό όργανο.

ντριμόνι = μεγάλο κόσκινο με το οποίον κοασκινίζουν τα γεννήματα στο αλώνι, ντρεμονίζω=κοσκινίζω.

ντροβάνα = ξύλινο δωχείο για παρασκευή βουτύρου.

Ξ

ξ(ι)άλη (η) = αξίνα = βέργα, μυτερή από τη μια για τα ζώα, και σπάτουλα από την άλλη για όργωμα και αλώνισμα. Λέγεται και φκέντρα (βουκέντρα), αλλά σ’ εμας έτσι λέγεται η ξιάλη χωρίς τη σπάτουλα με την οποία καθαρίζουν το υνί, σπάζουν τα τιζέκια κ.ά.

ξανεμίζω = λιχνίζω.

ξεθαρρεύουμει = ξανοίγομαι, φέρομαι απερίσκεπτα.

ξεκλαδεύω = τελειώνω το κλάδεμα, ομοίως ξεσπέρνω, ξεοργώνω, ξεμπολιάζω κλπ.

ξέφλιζα = ξεφλούδιζα. Ξέφλιζαν το καλαμπούκ=ξεφλούδιζαν το καλαμπόκι.

ξιάρισμα (το) = το καθάρισμα του στάβλων από τις κοπριές των ζώων, ρήμα ξιαρίζω.

ξίικο = ανισόρροπο, ανόητο, χαζό.

ξινόμ’σα = έδιωξα, απομάκρυνα τα ξένα κοτόπουλα

ξιψιρίζω = ξεψειρίζω, καθαρίζω μία κεφαλή από τις ψείρες.

ξυλοπνάκα = μεγάλη ξύλινη γαβάθα για διάφορες οικιακές χρήσεις.

Ο

οκνά = πάθησις (νομίζω των χειρών).

ουρταλούκι = κόσμος – ντούνιας

όχτρα = εχθρα, εχθρότης, οχτρός = εχθρός.

Π

παϊτόνι = μικρό κάρο με δύο τροχούς και ιπποζύγιο.

παλαγγιά (η) = ο ιστός της αράχνης.

παλαμαριά = ξύλινη λαβή με εσωχές (τρύπες) όπου έμπαινάν τα δάτυλα για να πιάνουν τα στάχυα στο θέρισμα.

παλικάρ(ι) = άγαμος ανδρας.

παπάρα = άρωτρο.

πεισμώνουμει = θυμώνω.

πέκνιος = πετινός, πληθ. πικνιάρια, υποκορ. πικνιαράκι.

πελέκι = απόκομμα ξύλου διά σκεπαρνιού ή μαχαιρίου.

πελιαβάντ’ς = παλαιστής.

πιρτσιά = τσουλούφι.

πισ-μανεύω = μετανοώ.

πκάμσο = εσωτερικό γυναικείο ρούχο, γενικά όμως το πουκάμισο

πλαδίτσα ή πλάδα = κοτοπουλίτσα, μικρή κότα.

πλάστρης = ο ξύλινος ράβδος που είναι απαρέτητος για το πλάσημο πιτών.

πλέξες = ταινίες με επιίρραπτα ασημένια νομίσματα.

πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων (εκτός τις ένοιας που της δίνεται).

ποδήματα = τα μέχρι γονάτων υποδήματα.

πόσι = μαντίλα.

πουσπουρίζω = λέω κάτι στο αυτί. Ψυθιρίζω.

πουτούρια = το παντελονι της ανδρικής ενδυμασίας.

προβόδ(η)σε = έστειλε και ξεπροβόδσε=ξαπόστειλε

προσφώλι = το αυγό που αφήνουν στην φωλιά για να προσελκύσει τις όρνιθες.

πρου(-ω)τόψωμο = Ψωμί του γαμπρού και της νύφης ζυμωμένο από 3 πρωτοστέφανες γυναίκες. Χορεύεται τελετουργικά πριν από το γάμο. Μ.Γ.

προυσκέφαλου = προσκέφαλο (σκέφαλο = μαξιλάρι)

πυροστιά με "ούτοι"= μεταλλική κατασκευή εστίας με πέτρινη λεία επιφάνεια για το ψήσιμο φύλλων πίττας - "αλλαγκίτες" (είδος κρέπας).

Ρ

ρακοκάζανο = καζάνι για την παρασκευή του τσίπουρου (ρακί) με πλάγια σωληνωτή έξοδο.

ρμάνια (τα) = δάση.

ρόκες = υφαντικά εργαλεία με ιδιότυπη καθιστή μορφή για το κλώσιμο βαμβακερής ή μάλλινης κλωστής.

Σ

σα = πρός, σα παν =προς τα επάνω.

σαγιά = μαντρί.

σάζ(ι) = υδρόβιο φυτό, από το οποίο κατασκευάζονται οι ψάθες.

σαλβάρ(ι) = φαρδιά βράκα, το τοπικό παντελόνι.

σάλια = μεγάλες βάρκες με τις οποίες γινόταν η επικοινωνία των από πέρα του Έβρου χωριών με το Διδυμότειχο και οι οποίες μπορούσαν να μεταφέρουν από την μία όχθη άλλη ώς και τρία βοϊδάμαξα. Ναυπηγείο που κατασκέυαζε «σάλια» υπήρχε στην ακροποταμιά μεταξύ Μάντρας και Λαβάρων. Το χειμώνα σαν πάγωνε ο Έβρος και τα «σάλια» ακινητοποιούνταν, τα κάρα περνούσαν πάνω από το παγομένο ποτάμι.

σάλτσα = άπλωσα το χέρι μου να αρπάξω κάτι.

σαν είναι = αν είναι – πρέπει, σαν είν’ να ’ παένει θα παένει = αν πρέπει να πηγαίνει θα πηγαίνει.

σαντίρ = σεdίρ τουρκιστί = ο καναπές.

σαπλαντίζω = μαχαιρώνω, σαπλάτσα = μαχαίρωσα.

σάτσι = πέτρινη κατασκευή με λεία επιφάνεια για το ψήσιμο αλλαγκίτας (είδος κρέπας), (βλ. πυροστιά με "ούτοι").

σβάρνα = ξύλινο εργαλείο γεωργικό με πλεκτές βέργες, για σπορά σουσαμιού. Αυλακοστρώστης (βλ. τουρμούκι).

σγραμπούλα = σανίδι κοφτερό στην άκρη που έχει καρφομένη κάθετα μακρύα λαβή και μ’ αυτό μάζεύαν τους σπόρους στο αλώνισμα.

σερσεμλεντίζουμαι = παραλογίζομαι, παλαβόνω, σερσέμδες = παράλογοι, παλαβοί.

σιακεί = κατακεί και σιαδώ = καταδώ . 

σιαλβάρα = παντελόνι τοπικής ένδυσης.

σιάπς = μεγάλο φαρμακερό σαυραϊδές.

σιγύρισει = στριφογυρίσει.

σισ(ι)έ = μπουκάλι.

σιώμαι = κουνιέμαι.

σκαρπίνια = παπούτσια.

σκαφίδα = σκάφη.

σκεπάρι (το) = σκεπάρνι.

σκουντηξιά (η) = σπρωξιά.

σμαζώνητει = συμμαζεύεται, συχνάζει.

σνίκι = μεταλλικό δοχείο 7,680 κιλών (μονάδα βάρους) για το μέτρημα του σταριού, καλαμποκιού κλπ. Η ξύλινη κατασκευή από μονοκόματο κορμό δέντρου (σέσουλα) λεγεται ξύλινο σνίκι.

σουρτουκεύω = περιέρχομαι προς αναψυχήν.

σουφράς ή σνί = τάβλα, είδος πολύ χαμηλό ξύλινο τραπεζιού.

σταροδέρμονο = κόσκινο μεγάλο με δέρμα για το καθάρισμα των δημητριακών ή άλλων σπόρων.

στερνός, η, ο = τελευταίος, α, ο. Στα στερνά τ’ πισμάνεψε = στα τελευταία του μετανόησε.

στριβώλια = αγκαθερά κόκκοι μεγέθους μικρου ρεβυθιού.

στχίζω = προσλαμβάνω εις την υπηρεσίαν μου αντί ορισμένου μισθού. Προσλαμβάνομαι εις υπηρεσίαν.

σύβραση = το κάψιμο του λαδίου.

σύ μέλετει = πας γυρεύοντας (μεταφ.)

συνουρίζουμει = τα βάζω με κάποιον. Παρεξηγώ.

σύρτς = σύρτης, αμπάρα.

σφαλίζω = κλείνω καλά, κλειδώνω.

σφοντύλια = υφαντικά εργαλεία για το κλώσιμο της μάλλινης και βαμβακερής κλωστής.

Τ

ταβάς = είδος μεγάλου χάλκινου ταψιού.

ταχιά = αύριο

τεζέκες = χονδροί βολβοί χώματος.

τέντζερες = κατσαρόλα, χύτρα.

τερζής = ράφτης και κεντηματάς ρούχων, πληθυντ. τερζήδες.

τέτι = θεία = αδερφή του πατέρα.

τζ(ι)ντάν’ = πορτοφόλι.

τζιαμπλάκι = βάτραχος, πληθ. τζιαμπλάκια.

τζιγέρι = σικότι.

τζιουμάκα = μαγκούρα.

τλούμ = ασκός.

τοίρα = όρα (αρχ.) = δες, κοίτα.

τουμπελέκι = πήλινο μεμβρανόφωνο, λαϊκό όργανο.

τουρμούκι = σβάρνα (βλ. λέξη) εργαλείο γεωργικό για τη σπορά δημητριακών.

τρανός = μεγάλος, τράνιψει = μεγάλωσε.

τραχανάς,τσιορμπάς= είδος ζυμαρικού, όταν βράσει λέγεται τσιορμπάς.

τραχηλιές = κόρφος, κεντήματα κόρφου.

τριάρι (μπράντος) = μηχανή για τη διαλογή καλαμποκιού ή σπόρων.

τροχούλι (το) = η ρόδα, ο τροχός. Τροχλιά = ροδιά (η), το ίχνος του τροχού στο χώμα.

τσάκια = δισάκια υφαντά, αντί της λέξης χιμπέδες (τουρκιστί) που λέγεται σ’ άλλα χωριά

τσάκνο = ξυλαράκι.

τσαντήλα = σάκκος λινός ή ύφασμα για το στράγγισμα τυριού ή γάλακτος.

τσεβρές = κέντημα λεπτό δουλεμένο με ατλάζι.

τσεκίτς = σφυρί

τσεμπέρ = φακιόλι.

τσενές = σαγώνι.

τσέργα = ύφασμα (τύπος τέντας) που κάλυπτε καμαρωτή κατασκευή, στο κάρο που πήγαινε η νύφη.

τσεσ-μές = βρύση.

τσιαΐρι = χωράφι με χόρτο που μαζεύεται για να φαγωθεί από τα οικόσιτα ζώα το χειμώνα.

τσιάκος = σουγιάς.

τσιαλί = αγκάθι, ακανθώδης θάμνος. Πάτσα τσιαλί = πάτησα αγκάθι.

τσιανάκα = πιάτο.

τσιαταλωτός = διχαλωτός.

τσιάτσα = βρήκα, φρ. βρε μπελιά που τσιάτσα = βρε μπελά που βρήκα, β) έραψα

τσιγκέλι = κατεργασμένος κλάδος δέντρου για ανάρτηση αντικειμένων.

τσιουράκι = υπηρέτης.

τσιράπια = κάλτες.

τσιρπούλι = σπουργίτι.

τσίτσα = τρύπισα.

τσιτσιδώνουμει = γυμνώνομαι, τσιτσίδι = γυμνός, η, ο.

τσιτσιλιάγκος = πουλί (μάλλον ο δρυοκολάπτης).

τσιφτές = δίκανο.

τσούκνα = φόρεμα της γυναικείας ενδυμασίας.

τύφλιακας = φίδι (τυφλό).

Φ

φκιάν’ = κάνει

φλάουμει = φυλάγωμαι.

φουκάλι (το) = σκούπα και φουκαλάω = σκουπίζω, β) είδος χόρτου το οποίο μαζευόταν για να φτιαχτεί φουκάλι=σκούπα .

φούντα = τελετουργικό αντικείμενο γάμου που κατασκευάζεται από βασιλικό και χάρτινα πολύχρωμα λουλούδια, επικολλημένος στο κέντρο, καθρέφτης.Φούντα μικρή=βασιλικός δεμένος με πολύχρωμες κλωστές και κορδέλες, μοιράζονταν στους συγγενείς ως προσκλητήριο.

φράχτς = φράχτης, περίβολος από πασσάλους και αγκάθια.

Χ

χαϊβάν(ι) = ζώο.

γλωσσάρι: καμπάκω = χωρίς κέρατα, τσελέκω = μ’ ένα κέρατο, γκουτζούϊκια = κολοβή, χωρίς ουρά, καραγκιόζα = έχει μαύριμα πάνω από τα μάτια, μπέλα = άσπρη, αλατζιάδκο = σταχτί, καραμπάσκο = παρδαλό-ασπρόμαυρο ιδίως στο κεφάλι, μαργιά = γερασμένο θηλυκό, τουκλιά ή μπλιόρια = νεαρά, σαμάλια = τα γεννημένα, ξ(ί)ρκα = τα στείρα, γιαρμά = αλεσμένο σιτάρι ή καλαμπόκι (ζωοτροφή). Θηλαστικά: πράματα = αγελάδες, μπβάλια = βουβάλια, γκατζιόλι = γαϊδούρι, κότσ(ι) = κριάρι, πούρτσιος = τράγος, ταουσιάν = λαγος, γρούν(ι) = γουρούνι (χοίρος). Πτηνά: οδρέκ(ι) = πάπια, μπιμπίνι = γαλοπούλα, κουκουμάους = κουκουβάγια, καζί = αγριόχηνα, καρτάλι = γεράκι, τσιρπούλ(ι) = σπουργίτης. Ερπετά-αμφίβεια: τζιαμπλάκ(ι) = βάτραχος, γκουγκουστέρα =σαύρα, αντρουκαλιά = δενδρογαλια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου