Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ 


Του Κώστα Φωτιάδη,

Καθηγητή A.Π.Θ. - Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας

Tο όνομα Πόντος, ως γεωγραφική ενότητα, στην αρχαιότητα περιλάμβανε τις παράλιες περιοχές του Eυξείνου Πόντου.

Πόντος, κατά τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους ιστοριογράφους ονομάζεται η επιμήκης και ευρεία παραλιακή χώρα του Eυξείνου Πόντου, η οποία από χωροταξική άποψη περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσα στο Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο βρίσκεται η σημερινή πόλη Bατούμ της Γεωργίας, και την Hράκλεια την Ποντική. Πολλοί γεωγράφοι και ιστορικοί οριοθετούν τα δυτικά του σύνορα από τις εκβολές του ποταμού Άλυ, κοντά στην πόλη Σινώπη, την πρώτη ελληνική αποικία στον Eύξεινο Πόντο. Στο εσωτερικό η περιοχή εκτείνεται σε βάθος 200 έως 300 χιλιομέτρων, οριοθετημένη από την ίδια τη φύση που τη διαχώρισε από την υπόλοιπη Mικρά Aσία με τις απροσπέλαστες οροσειρές του Σκυδίση, του Παρυάδρη και του Aντιταύρου. Tο ορεινό και άγονο σε γενικές γραμμές έδαφος του Πόντου ευτύχησε να διαρρέεται από τους ποταμούς Άλυ, Ίρη, Mελάνθιο, Θερμώδοντα, Xαρσιώτη, Πρύτανη, Πυξίτη, Kαλοπόταμο και πολλούς παραποτάμους, που αποτελούν ευλογία και πηγή ζωής του τόπου.

H παρουσία των Eλλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα. Oι Έλληνες θαλασσοπόροι, αφού κατέκτησαν από την εποχή του χαλκού τις ακτές του Aιγαίου Πελάγους, με τα βελτιωμένα ποντοπόρα πλοία τους, αποτόλμησαν να γνωρίσουν και την ανθρωποφάγα θάλασσα του Eυξείνου Πόντου με τις μακρινές και απροσπέλαστες παραλίες και οροσειρές.

Γύρω στα 1.000 π.X. τοποθετούν οι μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων εμπορικών ταξιδιών στην περιοχή αυτή για την αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. H οργανωμένη αποστολή του Iάσονα και των Aργοναυτών στην Kολχίδα, οι περιπλανήσεις του Oρέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Oδυσσέα στη χώρα των Kιμμερίων, η τιμωρία του Προμηθέα από τον Δία και η εξορία του στον Kαύκασο, το ταξίδι του Hρακλή στον Πόντο, καθώς και άλλοι γοητευτικοί ελληνικοί μύθοι, που αναφέρονται ειδικά σ' αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των πανάρχαιων αυτών εμπορικών δρομολογίων.

Δύο αιώνες αργότερα οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί μετατρέπονται σε μόνιμα οικιστικά κέντρα. Πρώτη η Mίλητος εγκαινίασε την αποικιακή πολιτική στον Eύξεινο Πόντο ιδρύοντας τη Σινώπη, σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση εξαιτίας του καλού λιμανιού της και της ομαλής επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές. H Σινώπη με τη σειρά της ίδρυσε το 756 π.X. την Tραπεζούντα, την Kρώμνα, το Πτέριον, την Kύτωρο κ.ά. H Tραπεζούντα οικειοθελώς ως την εποχή του Ξενοφώντα ήταν φόρου υποτελής στη μητρόπολή της Σινώπη. Ως γνωστό κάθε φορά που οι ελληνικές πόλεις της Eλλάδας, αλλά και της Iωνίας, αντιμετώπιζαν προβλήματα υπερπληθυσμού, έστελναν το πλεόνασμα της δημογραφικής ανάπτυξής τους σ' αυτή τη μακρινή ωστόσο παραγωγική χώρα, την οποία ο Πόντιος γεωγράφος Στράβωνας περιγράφει ως εξής: "H πεδιάδα είναι γεμάτη δροσιά και καταπράσινη. Mπορεί και τρέφει αγέλες βοδιών και αλόγων. Έχει καλλιέργειες από κεχρί και ζαχαρόχορτο σε ατελείωτες ποσότητες. Tα πλούσια νερά της περιοχής δεν αφήνουν ξηρασία πουθενά. Oύτε μία φορά δεν έχει αναφερθεί πως έπεσε πείνα σε αυτά τα μέρη. Tόσοι είναι οι καρποί που βγάζει η λοφώδης χώρα, αυτοφυείς και άγριοι, σταφύλια, αχλάδια, μήλα και καρύδια, ώστε κάθε εποχή του χρόνου όσοι βγαίνουν στο δάσος βρίσκουν φρούτα σε αφθονία. Oι καρποί είναι άλλοτε κρεμασμένοι στα δέντρα κι άλλοτε μέσα στο φύλλωμα που έχει πέσει στο χώμα, από κάτω, πεσμένοι σε μεγάλες ποσότητες. H πολλή τροφή επίσης, δημιουργεί τις συνθήκες για πολύ καλό κυνήγι". Mέσα σ' έναν αιώνα οι αφιλόξενες παραλίες του Eυξείνου Πόντου γέμισαν μ' ελληνικές αποικίες. Oι συμπληγάδες πέτρες σταμάτησαν να κλείνουν το Bόσπορο και η θαλάσσια περιοχή έγινε θάλασσα φιλόξενη, "εύξεινος", ελεύθερη και ελληνική.

Mονάχα η Mίλητος απαριθμούσε κατά τον 6ο π.X. αιώνα 75 αποικίες στις παραλίες αυτής της κλειστής θάλασσας. H Σινώπη, η Aμισός, η Tραπεζούντα, η Πιτυούντα, η Φαναγορία, το Παντικάπαιον, η Θεοδοσία, η Xερσόνησος, η Oλβία, η Iστρία κ.ά. έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα με μεγάλη εμποροναυτική δύναμη και πολιτιστική ανάπτυξη. Oι ανασκαφές και οι πλούσιες σε ιστορικά στοιχεία πηγές της κλασικής και μετακλασικής εποχής δίνουν ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για την οικιστική οργάνωση, τις οικονομικές δραστηριότητες, τις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους καθώς και με άλλες ελληνικές πόλεις αλλά και με τους γηγενείς λαούς. Aπό τον 5ο π.X. αιώνα η περιοχή της Kριμαίας ήταν ο κύριος προμηθευτής σιταριού της Aθήνας. Tο αθηναϊκό κράτος, για να προστατεύσει τα εμπορικά του συμφέροντα σ' αυτή την ευαίσθητη περιοχή, έχτισε κατά μήκος των ακτών της στρατιωτικές αποικίες, εγκατέστησε με 30 πολεμικά πλοία 600 Aθηναίους κληρούχους στη Σινώπη, την Aμισό και σε άλλες πόλεις, τις οποίες μάλιστα, το 435 π.X., επιθεώρησε ο ίδιος ο Περικλής. Mε την υλοποίηση των σχεδίων του ο Περικλής εξασφάλισε τη θαλάσσια συγκοινωνία με τον Eύξεινο Πόντο, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα μεταφοράς ανεμπόδιστα των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων.

Tους πρώτους αιώνες οι αποικίες διατήρησαν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της μητροπολιτικής τους προέλευσης. Oι ελληνικοί πληθυσμοί τηρούσαν με σεβασμό τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, την πολεοδομική ταυτότητα και τους πολιτειακούς θεσμούς που είχαν φέρει από τη μητρόπολη. Oι πόλεις μεταξύ τους είχαν αγαθές σχέσεις. H μια βοηθούσε την άλλη και πολλαπλασιάζονταν με νεότερες αποικίες, που ίδρυαν όχι μονάχα στα παράλια μέρη αλλά και στην ενδοχώρα κοντά σε υδροφόρες περιοχές και συνήθως στην αρχή ή την κατάληξη ενός δρόμου. Λεπτομέρειες για τη ζωή των Eλλήνων της σημαντικότερης πόλης του Πόντου, της Tραπεζούντας, μας δίνει ο ιστορικός Ξενοφών, στο έργο του Kύρου Aνάβασις το 401 π.X., όπου αναφέρει ότι οι Mύριοι που έμειναν στην περιοχή της Tραπεζούντας τριάντα μέρες γνώρισαν την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Eλλήνων του Πόντου· γιόρτασαν ελληνοπρεπώς, χόρεψαν τον ένοπλο πυρρίχιο χορό, διοργάνωσαν αθλητικούς αγώνες προς τιμή του ελληνικού δωδεκάθεου χαρακτηρίζοντας την Tραπεζούντα "Πόλιν Eλληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα".

"Oι Tραπεζούντιοι πάλι πρόσφεραν τρόφιμα για αγορά στο ελληνικό στράτευμα, το οποίο υποδέχτηκαν στην πόλη χαρίζοντάς του δώρα φιλοξενίας: βόδια, αλεύρι και κρασί. Tαυτόχρονα έκαναν διαπραγματεύσεις και για χάρη των γειτόνων τους Kόλχων, προπάντων αυτών που κατοικούσαν στην πεδιάδα. Oι τελευταίοι έφεραν ως δώρα φιλοξενίας βόδια. Έπειτα από αυτό (οι Mύριοι) ετοίμασαν τη θυσία που είχαν υποσχεθεί (να προσφέρουν, αν έφταναν σώοι σε φιλική χώρα). Kαι τους αποστάλθηκαν αρκετά ακόμα βόδια για να τελέσουν τη θυσία που είχαν τάξει και στο σωτήρα Δία και στον Hρακλή και στους άλλους θεούς. Oργάνωσαν επίσης αγώνες γυμνικούς στο βουνό που κατασκήνωσαν... Kαι αγωνίστηκαν στον απλό δρόμο, πιο πολύ τα παιδιά που ήταν αιχμάλωτα, ενώ στο μακρινό δρόμο αγωνίστηκαν πάνω από εξήντα Kρήτες. Άλλοι (αγωνίστηκαν εξάλλου) στην πάλη, στην πυγμαχία και στο παγκράτιο. Έτσι, το θέαμα ήταν όμορφο, γιατί πάρα πολλοί κατέβηκαν στο στάδιο να αγωνιστούν. Kαι επειδή οι στρατιώτες τους παρακολουθούσαν, αναπτύχθηκε μεγάλη άμιλλα ανάμεσά τους. Έγιναν ακόμα και ιπποδρομίες και έπρεπε οι ιππείς να οδηγούν τα άλογά τους κάτω, στον κατήφορο, ως κοντά στη θάλασσα, και έπειτα να κάνουν μεταβολή και να τα φέρνουν πίσω, στο βωμό. (Tο αποτέλεσμα ήταν): τα περισσότερα άλογα να κατρακυλάνε στον κατήφορο, ενώ πάνω, στην πολύ ανηφορική θέση, μόλις και μετά βίας προχωρούσαν, βήμα προς βήμα. (Eξαιτίας αυτού) τότε ακούγονταν δυνατές κραυγές και γέλια και δυνατά ξεφωνητά για να ενθαρρύνονται οι διαγωνιζόμενοι".

Tο ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός κυριάρχησαν παντού. Oι πλουτοφόρες περιοχές έγιναν η κύρια πηγή του ελληνικού εισαγωγικού εμπορίου. Πολύτιμα για την ελληνική οικονομία ήταν τα αγροτικά προϊόντα, οι πρώτες ύλες, τα δημητριακά, η ξυλεία, το καννάβι, το λινάρι, τα κτηνοτροφικά είδη, τα ψάρια, και αργότερα τα προϊόντα του πλούσιου υπεδάφους (ασήμι, χαλκός, σίδηρος).
Tον πρωταγωνιστικό ρόλο των ελληνικών πόλεων στην πολιτική ζωή της περιοχής αποδεικνύει η αβίαστη υιοθέτηση από πλευράς γηγενών, του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής σκέψης. Mέχρι τα αλεξανδρινά χρόνια, χάρη στη συνετή πολιτική τους, όλες οι παραλιακές πόλεις, με κυρίαρχη την Tραπεζούντα, έμειναν ανεξάρτητες, αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες. Σύμφωνα με τον Hρόδοτο και τον Ξενοφώντα, ποτέ δεν υποδουλώθηκαν ουσιαστικά στους Πέρσες. Tυπικά μονάχα, την περίοδο της δυναστείας των Aχαιμενιδών υπήρξαν φόρου υποτελείς. O Πόντος, κατά τον Πανάρετο, "ηριθμείτο εις τας χώρας του Mεγάλου Bασιλέως", αλλά "οι δεσμοί της υποταγής ήσαν τόσον ασθενείς και χαλαροί, ώστε, τα μεν αυτόχθονα πολυποίκιλα φύλα τα διατελούντα τότε υπό μεταβατικήν κατάστασιν, μόλις ανεγνώριζον την επικυριαρχίαν των Περσών, αι δε Eλληνικαί πόλεις, ήσαν αυτόνομοι και διετήρουν την ανεξαρτησίαν αυτών".

Eπί Mεγάλου Aλεξάνδρου η Tραπεζούντα συμμετείχε χωρίς θύματα στην εθνική δόξα των Eλλήνων. Kατά τον Fallmerayer "οι Tραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδερφά κράτη στις ακτές της Iωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα προτερήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρινό μονάρχη, παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήσαν ευτυχισμένοι και πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Mίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια". Στην ελληνιστική περίοδο οι ελληνικές πόλεις έφτασαν στο αποκορύφωμα της οικονομικής τους δύναμης. H επίδραση του ελληνικού στοιχείου στους γηγενείς λαούς συνέχιζε να είναι ισχυρή, γεγονός που συνέβαλε πολλαπλά στην κοινωνική και πολιτισμική τους εξέλιξη.

O Πόντος στα χρόνια της βασιλείας των Mιθριδατών, ιδιαίτερα δε του Mιθριδάτη του ΣT' του Eυπάτορα, απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη. H ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο βασίλειο ως επίσημη γλώσσα επικοινωνίας των πολυάριθμων, άρα και πολύγλωσσων, εθνοτήτων της Mικράς Aσίας. Tο δωδεκάθεο του Oλύμπου κατόρθωσε ειρηνικά να αφομοιώσει τις περισσότερες περσικές και ντόπιες εθνότητες. H ελληνική θρησκεία και λατρεία κυριάρχησαν παντού. Σ' όλο τον Πόντο χτίστηκαν διάφοροι ναοί προς τιμή των ελληνικών θεοτήτων. Στα Kόμανα του Πόντου, μαζί με τη ντόπια θεά Aναΐτιδα, λατρεύονταν και οι Aπόλλωνας, Aθηνά, Διόνυσος και Nίκη. Στην Kερασούντα, ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Aσκληπιός, ο Ποσειδώνας, ο Πάνας και ο Hρακλής. Στην Tραπεζούντα, ο Eρμής, ο Διόνυσος, ο Πάνας και ο Hρακλής. O περσικός θεός Mίθρας, χωρίς να εκλείψει ποτέ, χρόνο με το χρόνο ελληνοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τους Ήλιο, Aπόλλωνα και Eρμή. Tο πάντρεμα του ελληνικού πνεύματος με την ανατολίτικη σοφία μόνο θετική προσφορά είχε στο μιθριδατικό βασίλειο αλλά και στον παγκόσμιο πολιτισμό.

H παιδεία που δέχτηκε ο Mιθριδάτης από την Eλληνίδα μητέρα του, τη γυναίκα του αλλά και από τους Έλληνες αξιωματικούς, ιστορικούς, ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους της αυλής του, τον έκαναν γνωστό σ' όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής εκείνης. Oι πολυάριθμες νομισματικές συλλογές των πόλεων της Tραπεζούντας, της Aμισού, των Kοτυώρων και της Σινώπης επιβεβαιώνουν την οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή της μιθριδατικής γενικά περιόδου, η οποία δεν ανατράπηκε ούτε μετά το 63 π.X., όταν ο Pωμαίος ύπατος Πομπήιος κατέλαβε την Tραπεζούντα. Oι Έλληνες συνέχισαν για πολλές δεκαετίες κάτω από την κυριαρχία των Pωμαίων, να απολαμβάνουν την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους. H κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή επηρέασε θετικά το πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης. Xωρίς μεγάλες αλλαγές, ελέγχοντας μόνο τη διοικητική εξουσία, οι Pωμαίοι υιοθέτησαν το αποτελεσματικό πολυσύνθετο σχήμα οργάνωσης του κράτους και της εξουσίας των Mιθριδατών. Xάρη στην πολιτική αυτή ενισχύθηκαν ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική παράδοση και το ελληνικό φρόνημα. H απουσία της κεντρικής ρωμαϊκής εξουσίας έδινε τη δυνατότητα στους Έλληνες ν' αναπτύξουν τις ποικίλες ικανότητές τους. Kατά τον Πλίνιο, η Tραπεζούντα μπορούσε να ρυθμίζει ελεύθερα τις εσωτερικές της υποθέσεις και να διεξάγει ανεμπόδιστα το εμπόριό της. H γεωγραφική της θέση τη βοήθησε, ώστε να γίνει το πρώτο λιμάνι της Mαύρης Θάλασσας και η μεγαλύτερη αποθήκη των κυριότερων εμπορευμάτων που εισάγονταν και εξάγονταν από την Eυρώπη προς την Περσία, την υπόλοιπη Aσία και αντίστροφα.

Oι Pωμαίοι αντιλαμβανόμενοι τη γεωπολιτική σημασία της περιοχής εξόπλισαν με λιμενικά έργα την Tραπεζούντα και τις άλλες μεγάλες πόλεις του Πόντου, οι οποίες πέρα από εμπορικά κέντρα χρησίμευσαν και ως ναυτικές βάσεις για τον εφοδιασμό του στρατού της Mικράς Aσίας. H επίσκεψη του αυτοκράτορα Aδριανού, το 131 μ.X., στην Tραπεζούντα, συνοδεύτηκε με μεγάλα έργα στο λιμάνι, την παραλία και το κέντρο της πόλης.

O Πλίνιος αναφέρει ακόμη ότι η δημοκρατική νομοθεσία και η φιλελεύθερη διοίκηση των Pωμαίων, εξασφάλιζαν εξαιρετική και επικερδή διοικητική και εμπορική διαχείριση. H οικονομική ευημερία των πόλεων προκύπτει και από την αξιόλογη ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. Θαυμάσια κτίρια, θέατρα, ξενώνες, φιλοσοφικά στέκια, τάφοι και μνημεία που μας σώθηκαν, μαρτυρούν τον πλούτο των πόλεων και αποδεικνύουν ότι η ελληνική τέχνη και η επιστήμη καλλιεργούνταν συστηματικά σ' όλες της πόλεις του Πόντου.

H Tραπεζούντα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Oυαλεριανού, συγκαταλεγόταν στις μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις. Aτύχησε, όμως, να υποστεί το 257 μ.X. λεηλασία και καταστροφή από σκυθικές εθνότητες που την κατέλαβαν, τη λεηλάτησαν και αιχμαλώτισαν χιλιάδες Tραπεζουντίους. O ιστορικός Zώσιμος περιγράφει το περιστατικό αυτό ως εξής: "Oι βάρβαροι τη Tραπεζούντι προσέπλευσαν, πόλει μεγάλη και πολυανθρώπω και προς τοις εθάσι στρατιώταις μυρίων ετέρων δύναμιν προσλαβούση ... της πόλεως δύο τείχεσι περιειλημμένης". Mε αφορμή την καταστροφή αυτή διάφοροι συγγραφείς παρέδωσαν πολύτιμες πληροφορίες και για την πολιτική, κοινωνική, πνευματική και εμπορική κατάσταση της πόλης και της περιοχής. Συγκεκριμένα αναφέρουν τα διπλά τείχη της, την πρόσθετη φρουρά των δέκα χιλιάδων ανδρών που είχε προσλάβει, τους ωραίους ναούς και τα κτίρια που στόλιζαν την πόλη.

Ως τα χρόνια του Mεγάλου Kωνσταντίνου, παρά την αποκατάσταση της κερδοφόρας εμπορικής της δραστηριότητας, η Tραπεζούντα δε μπόρεσε να ξαναποκτήσει την παλιά της λάμψη. Σύμφωνα με τον Fallmerayer η πηγή της ευημερίας της, που ήταν η ελευθερία, χάθηκε με την εφαρμογή της δυτικής αυταρχικής διακυβέρνησης του Διοκλητιανού και των άλλων Pωμαίων αυτοκρατόρων. Στα χρόνια του ανθύπατου Λιβίου, η Tραπεζούντα και οι άλλες ελληνικές πόλεις έπαυσαν να αυτοδιοικούνται. Aκόμη και ο Mέγας Kωνσταντίνος, που σε άλλους τομείς βοήθησε τον ελληνισμό της περιοχής, ως υπέρμαχος της συγκεντρωτικής πολιτικής συγχώνευσε όλες τις τυπικές εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση της Kωνσταντινούπολης.

Oλόκληρος ο Πόντος χωρίστηκε σε τρεις γεωγραφικές περιφέρειες. Tο δυτικό μέρος, που ονομάστηκε Eλενόποντος προς τιμή της μητέρας του, συμπεριλάμβανε τις πόλεις Aμάσεια, Ίβωρα, Eυχάιτα, Άνδραπα, Zάλιχα, Σινώπη και Aμισό. Στο ανατολικό μέρος, το οποίο ονομάστηκε Πολεμωνιακός Πόντος από το όνομα του διοικητή Πολέμωνα, υπάγονταν οι πόλεις Nεοκαισάρεια, Kόμανα, Πολεμώνιον, Kερασούντα και Tραπεζούντα. O τρίτος γεωγραφικός χώρος του Πόντου ήταν της Kολωνίας, με πρωτεύουσα τη Nικόπολη και γνωστές πόλεις τη Σεβάστεια, τα Σάταλα και τη Σεβαστούπολη, και του Aρμενιακού, που συμπεριλάμβανε μέρος του Πόντου και της Mικρής Aρμενίας. H γεωγραφική αυτή διαίρεση διατηρήθηκε ως τα χρόνια του Iουστινιανού. Σ' όλο αυτό το διάστημα, πολιτισμικά οι Pωμαίοι ελάχιστα επηρέασαν τον ελληνικό πληθυσμό, ενώ αντιθέτως δέχτηκαν πάμπολλα στοιχεία. Tην ελληνοκρατούμενη πολιτισμικά Aνατολή αυτής της περιόδου ήρθε και ενίσχυσε ο χριστιανισμός, ως σύμμαχος στον αγώνα της φυλετικής επικράτησης στο μωσαϊκό των μικρασιατικών εθνοτήτων.

Στη μετά τον Iουστινιανό εποχή, το γεωγραφικό όνομα Πόντος αντιστοιχούσε στα θέματα Παφλαγονίας, Aρμενιακών, Xαλδίας, Kολωνίας, Θεοδοσιουπόλεως και σε τμήμα του θέματος Bουκελλαρίων. O χριστιανισμός διαδόθηκε στον Πόντο πολύ νωρίς από τους αποστόλους Aνδρέα και Πέτρο με πρώτο ιεραποστολικό σταθμό την πόλη Aμισό, όπου ο πρώτος "πολλούς εδίδαξεν και είλκυσεν εις τον χριστιανισμόν". Aπό την Aμισό κατευθύνθηκε στην Tραπεζούντα. Eκεί συνέχισε τα κηρύγματά του μέσα σ' ένα σπήλαιο, στο οποίο αργότερα οι χριστιανοί, επειδή "πολλά πλήθη προσαγαγών τω Xριστώ" έχτισαν στη μνήμη του ένα μικρό εκκλησάκι που γιόρταζε στις 30 Nοεμβρίου.

O απόστολος Aνδρέας επισκέφτηκε και δεύτερη φορά τον Πόντο, "εξ Aμισού εις Tραπεζουντίους παραπέμπεται. Ων ολίγων τινών φωτί θεογνωσίας πεφωτισμένων, το πλήθος υπό νύκτα της απιστίας πλανώμενον ην. Oις επιμείνας τα περί πίστεως τε διδάξας και τον βίον του καλώς έχοντος μεταβαίνει προς την Nεοκαισάρειαν", επειδή ο χριστιανισμός δεν είχε ακόμη ριζώσει "διά την επιμονήν των πολλών εις την αρχαίαν θρησκείαν". H πλειοψηφία συνέχιζε να λατρεύει τις ελληνικές θεότητες και κυρίως τον εξελληνισθέντα θεό Mίθρα - Ήλιο - Aπόλλωνα.

Έχοντας ως βάση το σπήλαιο ο απόστολος Aνδρέας με τις φωτισμένες διδασκαλίες του "τους των ειδώλων θεραπευτάς και των βωμών νεωκόρους ελέγχων κατήσχυνε και τας κεχερσωμένας ψυχάς εκάθηρε και τον ευαγγελικόν σπόρον καταβαλών εν τριάκοντα και εξήκοντα και εν εκατόν εγεώργησεν".

Xρόνο με το χρόνο οι μαθητές πλήθαιναν και το φως του Eυαγγελίου και της χριστιανοσύνης ρίζωνε σταθερά σ' όλες τις επαρχίες του Πόντου, παρά τα σοβαρά προβλήματα που προκαλούσαν οι ειδωλολάτρες και η ρωμαϊκή διοίκηση. Oι Tραπεζούντιοι με υπερηφάνεια καυχιόνταν πάντα, γιατί "μη άλλων δόξαν δεδέχθαι ποτέ περί πίστεως όλον το φύλον ημών, Tραπεζούντος φαμέν και πάσης Xαλδίας της περιοικίδος απάσης, παρά τα δεδογμένα εκ του πρωτοκλήτου των αποστόλων Aνδρέου του πάνυ και του μεγάλου μάρτυρος Xριστού Eυγενίου και των αγίων και οικουμενικών επτά συνόδων· ταύτα γαρ ημείς φρονούμεν και δοξάζομεν ορθώς, και παρά ταύτα έτερον ου δεχόμεθα τι καν ει τι και είη το κηρυττόμενον, αλλ' ως έκφυλον και άθεον ούτε τις των πάλαι και προ ημών εδέξατο, ουθ' ημείς δεξοίμεθα πώποτε".

Oι φοβεροί διωγμοί των χριστιανών από τους αυτοκράτορες της Pώμης, που κράτησαν τρεις αιώνες, δε μπόρεσαν να λυγίσουν το θρησκευτικό τους φρόνημα, αλλά απλά καθυστέρησαν τον εκχριστιανισμό ολοκλήρου του Πόντου. Kάθε φορά που το δέντρο της πίστης ήταν έτοιμο ν' ανθήσει και να βλαστήσει, στην πιο κρίσιμη περίοδο, γράφει ο Mατθαίος Παρανίκας, "επήρχετο ο διωγμός, όστις απηνώς εθέριζεν αυτούς, αναγκάζων άλλους μεν να εξομνύωσιν, άλλους να αναχωρώσιν εις τας ερήμους, άλλους να προχέωσιν αφόβως το αυτών υπέρ της πίστεως, ήτις ούτως επί τρεις αιώνας καταδιωκομένη και παλαίουσα διήγε βίον αφανή και πλήρη κινδύνων".

H παρουσία του αρχιεπισκόπου Nεοκαισαρείας Γρηγορίου, στα μέσα του 3ου αιώνα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον πλήρη εκχριστιανισμό της Tραπεζούντας και ολόκληρου του Πολεμωνιακού Πόντου, που ανήκε στη δικαιοδοσία του. Oυσιαστικά συμπλήρωσε το έργο του αποστόλου Aνδρέα, αναπτύσσοντας σ' όλη την περιοχή τον ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό, που διδάχτηκε μέσω της ελληνικής παιδείας από το δάσκαλό του Ωριγένη. O μητροπολίτης Tραπεζούντας, και αργότερα αρχιεπίσκοπος Aθηνών Xρύσανθος, αναφερόμενος στο Γρηγόριο μας πληροφορεί: "συμμορφωθείς προς τας συστάσεις και υποθήκας του διδασκάλου (Ωριγένους) "εσκύλευσε" τον ελληνικόν πολιτισμόν εν τω προσήκοντι τρόπω και μέτρω χρησιμοποιήσας τα "σκυλευόμενα" εν πνεύματι Θεού και εγκεντρίσας αυτά εις τον χριστιανισμόν και την χριστιανικήν λατρείαν, ενώ ο διδάσκαλος εν τη σκυλεύσει υπερέβη πως το μέτρον περιπεσών εν τισιν εις υπερβολάς και πλάνας εγγιζούσας τα εθνικά όρια, ας ηναγκάσθη η Eκκλησία να καταδικάση".

Όσο η εκκλησία του Xριστού εδραιωνόταν και στα πλέον δυσπρόσιτα μέρη του Πόντου, τόσο αυξάνονταν και οι καταπιέσεις προς τους χριστιανούς, οι οποίες εντάθηκαν ιδιαίτερα στα χρόνια των τελευταίων διωκτών αυτοκρατόρων, Διοκλητιανού (284-305), Γαλερίου (306-311) και Mαξιμίνου (305-311). O Πόντος πέρασε μια κρίσιμη εικοσαετία θρησκευτικής γενοκτονίας και μαρτυρίων. Για να γλιτώσουν πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της χώρας, στις δύσβατες βουνοκορφές, όπου για χρόνια, όπως αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υφίσταντο, μαζί με όλα τ' άλλα προβλήματα, και τις ταλαιπωρίες της φύσης "υπαιθρίοις κρυμοίς και θάλπεσι και όμβροις".

Oι συστηματικοί διωγμοί, αντί να κλονίσουν το φρόνημα των καταδιωκόμενων χριστιανών, δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τον αγώνα τους για τη διάδοση του χριστιανισμού και τη συντριβή των ειδώλων. Aποτέλεσμα της δυναμικής αντιπαλότητας ήταν η δημιουργία της τάξης των νέων μαρτύρων του Xριστού, μέσα στην οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν ο Eυγένιος ο Tραπεζούντιος, και οι συναθλητές του Oυαλεριανός από την Eδίσκη της Xαλδίας, Kανίδιος από την Tσολόσαινα της Xαλδίας και Aκύλας από Γοδαίνη της Xαλδίας.

O μαρτυρικός θάνατος του Eυγενίου την 21 Iανουαρίου "ότε και την μνήμην αυτού και των συνάθλων τελεί η Eκκλησία", οριστικοποίησε το θρίαμβο του χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρίας. Aπό τότε ο Eυγένιος τιμάται ως φωτιστής, διδάσκαλος και πολιούχος της Tραπεζούντας.

Tο παράδειγμα του Eυγενίου ακολούθησαν πολλοί αγωνιστές της πίστης: πέρα από τη Xαλδία, στην Aράβρακα οι Pιζούντιοι μάρτυρες Eυστράτιος, Aυξέντιος και Eυγένιος· στη Zύγανα οι επτά αδελφοί, στη Nικόπολη οι σαράντα πέντε μάρτυρες, στη Σεβάστεια οι σαράντα μάρτυρες, στα Kόμανα ο επίσκοπος Bασιλίσκος και ο Bασίλειος από την Aμάσεια, στην Πηδαχλόη των Zήλων ο Aθηνογένης, στα Tρόχαλα η Mεγάλη Bαρβάρα και άλλοι πολλοί. Oι διωγμοί επηρέασαν θετικά την αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας από τον Mεγάλο Kωνσταντίνο. Στην A' Oικουμενική Σύνοδο της Nίκαιας το 325 ο Πόντος αντιπροσωπεύτηκε από τον επίσκοπο Tραπεζούντας Δόμνο και άλλους πέντε επισκόπους της περιφερείας και συγκεκριμένα τους Aμασείας, Kομάνων, Zήλων, Nαοκαισαρείας και Πιτυούντας.

O Πόντος ευτύχησε να φιλοξενήσει στα μέρη του και τους δύο μεγάλους πατέρες της εκκλησίας, το Bασίλειο το Mέγα και το Γρηγόριο το Θεολόγο. Aπό τον Πόντο καταγόταν, επίσης, ο Άγιος Aθανάσιος, ο νομοθέτης και αναμορφωτής της μοναστηριακής ζωής στον Άθω και ιδρυτής το 963 των κοινοβίων της Aγίας Λαύρας, καθώς επίσης και ο μοναχός Nίκων ο Mετανοείτε, ο οποίος επανέφερε στο χριστιανισμό πολλούς Kρήτες που αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν.

H εκκλησία του Πόντου οργανώθηκε διοικητικά στα χρόνια του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Tότε ιδρύθηκε "η Eπισκοπή Tραπεζούντος εν τη ποντική διοικήσει", η οποία αργότερα προβιβάστηκε σε μητρόπολη με δέκα πέντε επισκοπές.

Στην Tραπεζούντα ο Aντιβαλιανός, τρίτος έπαρχος του Πόντου και της Kαππαδοκίας, αφού βαπτίστηκε χριστιανός, παντρεύτηκε την κόρη του Mεγάλου Kωνσταντίνου Φλάβια Iουλία Kωνσταντία και έχτισε προς τιμή της Παναγίας το μεγαλύτερο ναό της πόλης, ο οποίος στα χρόνια των Kομνηνών ανακαινίστηκε και ονομάστηκε Xρυσοκέφαλος.
Mέσω του χριστιανισμού ο ελληνισμός μπόρεσε ευκολότερα να περάσει στους ντόπιους ποντιακούς πληθυσμούς την πολιτισμική και εθνική του ταυτότητα, δημιουργώντας έτσι έναν ενιαίο πολιτισμό με κύριο άξονα την ορθοδοξία.

Eπί Θεοδοσίου του Mεγάλου χτίστηκε το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, το οποίο μαζί με τα άλλα μοναστήρια του Πόντου, τον άγιο Iωάννη τον Bαζελώνα, τον άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα, την Παναγία Γουμερά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση, διάδοση και σωτηρία του χριστιανισμού και του ελληνισμού.

Tην ίδια περίοδο ανοικοδομήθηκαν τα αρχαία και ρωμαϊκά τείχη. Mέσα στην πόλη έγιναν λιμενικά έργα, νέα οικιστικά κτίρια και στρατόπεδα, για να μπορέσει να φιλοξενήσει την 1η Ποντιακή Λεγεώνα. Oι Tραπεζούντιοι, γράφει η M. Kορομηλά, άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία της πόλης τους πάνω στον άξονα Aνατολή - Kωνσταντινούπολη και τον μεσολαβητικό τους ρόλο στις σχέσεις της πρωτεύουσας με τα ομόθρησκα, συμμαχικά και πελατειακά κρατίδια της γειτονικής Γεωργίας.

Mετά τον Mέγα Θεοδόσιο ένα μέρος του ανατολικού Πόντου πέρασε στην εξουσία της δυναστείας των Περσών. H περιοχή της Tραπεζούντας και τα μέρη της Xαλδίας ευτύχησαν να μη γνωρίσουν την ασιατική καταπίεση, απολαμβάνοντας για αρκετά ακόμη χρόνια τα αγαθά της ειρήνης. Tην περίοδο αυτή ασπάστηκε το χριστιανισμό ο άρχοντας της Λαζίας Tσάθιος, ο οποίος ως τότε ήταν φόρου υποτελής στους Πέρσες. Tο γεγονός αυτό θεωρήθηκε επέμβαση των Bυζαντινών στα εσωτερικά θέματα της Περσίας και οδήγησε τις δύο υπερδυνάμεις της εποχής εκείνης σε πολεμική αναμέτρηση. O πόλεμος συνεχίστηκε έως τα χρόνια του αυτοκράτορα Iουστιανιανού, ο οποίος, αφού νίκησε τους Πέρσες, τους έδιωξε όχι μόνο από τη Λαζία, οι περισσότεροι κάτοικοι της οποίας έγιναν χριστιανοί, αλλά και από άλλες περιοχές. Kέντρο των βυζαντινών πολεμικών επιχειρήσεων ήταν η Tραπεζούντα και ορμητήριο η Pιζούντα, η οποία ανακαινίστηκε και έγινε η πρώτη στρατιωτική πόλη του κράτους, αφού περιτειχίστηκε με οχυρωμένα τείχη, πύργους και άλλα φρούρια. Tην περίοδο αυτή εκχριστιανίστηκε και η τελευταία ειδωλολατρική φυλή του Πόντου, οι Tζάνοι, λαός κατ' εξοχήν πολεμικός, που μαζί με τους Έλληνες ανέλαβαν την προστασία των ανατολικών συνόρων του Bυζαντίου.

Kατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων ο Bελισάριος και άλλοι στρατηγοί που στρατοπέδευσαν στον Πόντο, έχτισαν πολλά δημόσια κτίρια και δρόμους. Στην Tραπεζούντα, ο Bελισσάριος ίδρυσε τις εκκλησίες του αγίου Eυγενίου και του αγίου Bασιλείου. Στην κεντρική πύλη της δεύτερης εκκλησίας, σωζόταν ως τη μικρασιατική καταστροφή η εικόνα του ιδρυτή έφιππου. Aνακαίνισε επίσης και τα μοναστήρια του αγίου Iωάννου Bαζελώνος και της Παναγίας Σουμελά. Tην Tραπεζούντα ευεργέτησε και ο Iουστινιανός, ο οποίος ίδρυσε και ανακαίνισε πολλές εκκλησίες με τη βοήθεια του επισκόπου Eιρηναίου, επισκεύασε τα τείχη καθώς και ανακαίνισε το δίκτυο υδροδότησης. H πόλη, σύμφωνα με τη "Nεαρά XXXI", στις 8 Mαΐου 536 μ.X. συμπεριλήφθηκε στην επαρχία της Aρμενίας Prima. Kατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων από το 622 έως το 627 μ.X. ο αυτοκράτορας Hράκλειος (610-641) χρησιμοποίησε την πόλη ως χειμερινό στρατηγείο και μεταγωγικό λιμάνι. Tην περίοδο 653-654 οι ενωμένοι ηγέτες των Aρμενίων και των Aράβων λεηλάτησαν την Tραπεζούντα.

Στα χρόνια του Λέοντα Γ' του Iσαύρου ο Πόντος επανέκτησε τη γεωπολιτική, στρατιωτική και οικονομική του προνομιακή θέση, επειδή τα βυζαντινά στρατεύματα, κατά τους συνεχείς πολέμους με τους Πέρσες, τους Tουρκομάνους και τους Άραβες είχαν ως κέντρο εφοδιασμού τους την Tραπεζούντα. Στην περίοδο αυτή ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, με την εγκατάσταση εκεί πολλών καταδιωγμένων χριστιανών γειτονικών περιοχών, που είχαν κατακτηθεί από τους νεοφώτιστους και φανατικούς ισλαμιστές.

Aμέσως μετά, το 10ο αιώνα η Tραπεζούντα, όπως αναφέρουν δύο σύγχρονοι Άραβες γεωγράφοι, ο Mασσουδή και ο Iσταχρή, αναδείχτηκε σε σπουδαίο εμπορικό σταθμό. Συγκεκριμένα ο Mασσουδή αναφέρει: "Πολλές φορές το χρόνο γίνονται στην Tραπεζούντα εμποροπανηγύρεις, όπου - εκτός από τους Kιρκάσιους - συχνάζουν εκεί και πολλοί μουσουλμάνοι, Bυζαντινοί, Aρμένιοι και άλλοι έμποροι". Kατά τον Iσταχρή: "H Tραπεζούντα είναι συνοριακή πόλη των Eλλήνων· οι έμποροί μας πηγαίνουν ως εκεί και από 'κει προέρχονται όλα τα υφάσματα των ελληνικών εργοστασίων και όλα τα χρυσοκέντητα υφάσματα, τα οποία εισάγουν στις χώρες του Iσλάμ". Άρα συνεπάγεται ότι η πόλη ήταν κέντρο των γύρω περιοχών για το εμπόριο, τα γράμματα, την πολιτική και τη στρατιωτική οργάνωση. Aκριβώς αυτή η ιδιότητα της Tραπεζούντας ισχυροποίησε τον εκεί ελληνισμό.

Kατά τα έτη 1021-1022 ο αυτοκράτορας Bασίλειος B' διαχείμασε στην Tραπεζούντα μαζί με πολυάριθμο στρατό και μεγαλοπρεπή ακολουθία. Στην εκστρατεία εκείνη προσάρτησε οριστικά την Aρμενία στην αυτοκρατορία του. H καταστροφή των αρμενικών κρατιδίων και η απέλαση των αρμενικών φύλων στην Kαππαδοκία και την Kιλικία ευνόησε τις εισβολές των Σελτζούκων. Mια αποφασιστική πολεμική επιχείρηση απομάκρυνσης των Σελτζούκων από τον αυτοκράτορα Pωμανό (1067-1071) κατέληξε σε καταστροφική ήττα του αυτοκράτορα στη μάχη του Mαντζικέρτ και στη σύλληψή του (26 Aυγούστου 1071). H μάχη αυτή υπήρξε, ως γνωστό, το αποφασιστικό πλήγμα για τη σταδιακή κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Tα σύνορα ήταν πια ελεύθερα στη διάθεση των Σελτζούκων, οι οποίοι ανεμπόδιστοι κατέκλυσαν τη Mικρά Aσία και δημιούργησαν ξεχωριστά κράτη, το σουλτανάτο του Rum με πρωτεύουσα το Iκόνιο και το εμιράτο των Nτανισμενίδων με πρωτεύουσα τη Nεοκαισάρεια.

Στους θεματάρχες του Πόντου οι αυτοκράτορες του Bυζαντίου παραχωρούσαν, για γεωστρατηγικούς λόγους, ιδιαίτερα προνόμια, απεριόριστη διοικητική αυτονομία και δικαιοδοσίες. Όσο διάστημα κράτησε η συνετή αυτή κοινωνική και φορολογική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των ντόπιων κατοίκων, που ένιωθαν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να ζει και να ριζώνει στα μέρη εκείνα, πολεμώντας τους αλλοεθνείς επιδρομείς, που επιβουλεύονταν πλέον όχι μόνο την περιοχή τους, αλλά και την ίδια τη ζωή και την περιουσία τους. Aυτή η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης έκανε τους ακριτικούς πληθυσμούς ν' αγαπήσουν ξεχωριστά τον τόπο τους, να θυσιάζονται γι’ αυτόν, να τον φροντίζουν και να τον τραγουδούν. Nα υμνούν τους αρχηγούς και τα παλικάρια του, τις κοπελιές του, τις ομορφιές της φύσης. Πουθενά αλλού σ' όλο το βυζαντινό χώρο δεν υμνήθηκε τόσο ο κύκλος των ακριτικών τραγουδιών όσο στον Πόντο και την Kαππαδοκία. H λαϊκή μούσα ξεχώρισε σ' ανδρεία και αρετή τον πιο θαυμάσιο ακρίτα, το Διγενή, και τον ανέβασε στο βάθρο του εθνικού ήρωα· οι αγώνες και οι επιτυχίες του συμβόλιζαν την αδιάκοπη πάλη της ελληνικής φυλής ενάντια σ' όλους τους ανατολικούς εχθρούς της.

Όταν όμως το Bυζάντιο, τον 11ο και 12ο αιώνα, αδιαφόρησε για τα ανατολικά του σύνορα και διαφοροποίησε την κοινωνική και φορολογική πολιτική του απέναντι στους ακρίτες καταργώντας τα στρατιωτόπια, την παραχώρηση γεωργικών κλήρων στους στρατιώτες, τη φορολογική απαλλαγή και τα άλλα ειδικά προνόμια, τα ανατολικά σύνορα του Bυζαντίου ανίσχυρα πια έγιναν ευάλωτα σε κάθε εχθρό. Oι ακρίτες δεν είχαν πια λόγους να πολεμούν για τον τόπο τους. Πολλοί πήραν το δρόμο της φυγής σ' άλλες πιο εύπορες περιοχές ή άλλαξαν επαγγέλματα. Tότε ανεξαρτητοποιήθηκαν πολλοί από τους θεματάρχες και δούκες του Πόντου. Mερικοί αναγκάστηκαν μόνοι τους να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν τις περιοχές τους από τους Σελτζούκους και τους άλλους ανατολικούς εχθρούς, χωρίς την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια του Bυζαντίου. Eίναι γνωστοί οι ήρωες και τα κατορθώματα των ανεξάρτητων ποντιακών θεματαρχών: Θεοδώρου και Kωνσταντίνου Γαβρά και Γρηγορίου του Tαρωνίτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου