Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. Πράγματα παλιά ξεχασμένα...

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.
Πράγματα παλιά ξεχασμένα...


Πράγματα και σκεύη παλιά που θα μας ταξιδέψουν σε περασμένες δεκαετίες, σε θολές αλλά όχι ξεχασμένες αναμνήσεις και σε μαγικά παιδικά όνειρα, γιατί "δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που 'ναι μικρή!"
Να πούμε κάτι γι’ αυτά τα πράγματα που παν να ξεχαστούν, και να γεμίσω παράλληλα καμιά άδεια ώρα, από εκείνες τις ατέλειωτες του άπραγου συνταξιούχου. Και να κάνουμε κι έτσι ας πούμε κι ένα αλλιώτικο μνημόσυνο για τη χαμένη εκείνη εποχή της νιότης μας, και για εκείνους όλους τους μακαρίτες που χρησιμοποίησαν αυτά τα άγνωστα σήμερα εργαλεία και σύνεργα και προσπάθησαν να διευκολύνουν τις δουλειές και γενικά τη ζωή τους.
Έτσι μου’ρχονται στο μυαλό και λέω εκείνα τα ταπεινά αλλά τόσο απαραίτητα πράγματα, εκείνα τα σκεύη και εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν σε παλιότερες εποχές και εξυπηρέτησαν τα νοικοκυριά και γενικά τις αγροτικές εργασίες, και που σιγά-σιγά έφυγαν απ’ τη ζωή μας, ξεχασμένα σε κάποια απόμερη γωνιά κάποιας αποθήκης, η τά φαγε το χώμα σε μια χωματερή.
Και είναι αρκετά αυτά τα εργαλεία και τα σκεύη τα πολύτιμα, που μού’ ρχονται ένα- ένα στο μυαλό και που θα καταπιαστώ μ’ αυτά, όπως τα θυμάμαι και να τα ξαναθυμηθούν οι παλιότεροι, και να τα μάθουν και οι νέοι, που δεν τα γνώρισαν ποτέ.
Θα τα περιγράψω όσο γίνεται καλύτερα και με όσες λεπτομέρειες θυμάμαι.
Και θα ξεκινήσω κάνοντας την αρχή με το πρώτο και καλύτερο που αντικρίζαμε ξυπνώντας κάθε πρωί κι έρχεται πάντα στο μυαλό μου, εκείνο το τενεκεδένιο ωραίο δοχείο, που το έφτιαχναν οι ντόπιοι ντενεκετζίδες...τον νιπτήρα.


      
ΒΡΥΣΑΚΙ

Ο νιπτήρας

Μαστορεμένο κατασκεύασμα, με καπάκι από πάνω, κολλημένο με καλάϊ έτσι που να ανοιγοκλείνει με ασφάλεια, για να μην μπορεί να μπει η σκόνη και τα διάφορα «μαμούνια». Σε σχήμα κορμού δέντρου σχισμένου στη μέση σε όρθια στάση, με το πίσω μέρος ίσιο για να κρεμιέται στον τοίχο και το μπροστινό μέρος του καμπυλωτό. Σ’ αυτό το καμπυλωτό τμήμα του είχε κολλημένη την μπρούντζινη βρυσούλα. Αυτός ήταν ένας συνηθισμένος νιπτήρας.
Αυτός λοιπόν ο τσίγκινος νιπτήρας, ήταν μονίμως κρεμασμένος στην κουζίνα πάνω από τον νεροχύτη, που απ’ ότι θυμάμαι, ήταν συνήθως τσιμεντένιος. Δίπλα συνήθως στο νιπτήρα, κρεμασμένος από ένα μικρό καρφί, ήτανε πάντα ένας μικρός καθρέφτης, για το ξύρισμα των μεγάλων, και για να γυαλιζόμαστε εμείς οι μικρότεροι, και να φτιάχνουμε τον καρέ.
Ο απαραίτητος αυτός νιπτήρας, που εξυπηρετούσε όλο το σπίτι, όσο ήτανε καινούργιος όλα ήταν μια χαρά. Έλα όμως, που απ’ τη πολυκαιρία και τη σκουριά, η από κάποιες τούμπες κατά το γέμισμα τρύπαγε, και έπρεπε να κάνει μια βόλτα για κόλλημα, γιατί οι αλχημείες που κάνανε οι νοικοκυρές με ζυμάρια, ξυλαράκια και άλλα τέτοια τερτίπια σπάνια πιάναν.
Ο νιπτήρας φιλοξενήθηκε στα περισσότερα σπίτια, για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που μπήκαν οι βρύσες στα σπίτια στο χωριό, αρχές δεκαετίας του 70, οπότε βγήκε κι αυτός σε αχρηστία. Κρεμάστηκε όμως για τα καλά απ’ το καρφί της μνήμης μου, και μένει εκεί για πάντα.




Το φανάρι
Οι άνθρωποι όχι πριν και πολλά χρόνια στη παιδική μας εποχή, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Έτσι για να διατηρηθούν και να παραμείνουν περισσότερο χρόνο, έπρεπε να είναι σε μέρος σίγουρο και προστατευμένο απ’τα έντομα και τα διάφορα «ζουζούνια» και σε μέρος όσο το δυνατόν πιο δροσερό.
Και δύο τέτοια μέρη, πολύτιμα και απαραίτητα σε κάθε σπίτι εκείνη την εποχή ήταν:
Η σήτα η το λεγόμενο αλλιώς φανάρι, και αργότερα το απαραίτητο σε κάθε σπίτι ψυγείο πάγου.
Ήταν ένα τετράγωνο κατασκεύασμα, σαν ένα μεγάλο λαδοφάναρο εκείνης της εποχής, φτιαγμένο με μεταλλικό ελαφρό σκελετό (τσίγκινο) που γύρω - γύρω καλυπτόταν από σήτα.
Μπροστά είχε πόρτα και μέσα δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα.
Το κρεμούσαν σε κάποιο δροσερό μέρος του σπιτιού, στο πιο δροσερό που υπήρχε και συνήθως καλά αεριζόμενο, φροντίζοντας πάντα να μην έχουν πρόσβαση οι γάτες, οι οποίες συχνά προσπαθούσαν να το φτάσουν.


     

Το ψυγείο
Αργότερα, εκεί στα τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έκαναν την εμφάνισή τους στα νοικοκυριά, τα πρώτα ψυγεία πάγου, που γνώρισαν μεγάλες δόξες και τιμές σε κάθε σπίτι.
Αυτό ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κουτί, επενδυμένο εσωτερικά με τσίγκο.
Είχε δύο πόρτες, μια πάνω και μια μπροστά, και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια.
Το πάνω μέρος άνοιγε και είχε μια σιδερένια μικρή δεξαμενή με καπάκι από πάνω, που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Εκεί σ’ αυτή τη δεξαμενή, ρίχναν το νερό με τη ποτίστρα για να παγώνει και έτσι είχαν πάντα κρύο. Λίγο πιο μπροστά απ’ τη δεξαμενή έμπαινε ο πάγος, τυλιγμένος με μια λινάτσα για να λιώνει όσο το δυνατόν αργότερα.
Στο κάτω μέρος, ανοίγοντας τη μπροστινή πόρτα, υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Τα νερά που έτρεχαν προς τα κάτω, πάγωναν τις επιφάνειες (από τσίγκο) του ψυγείου κι έτσι διατηρούνταν κρύα τα φαγητά.
Κάτω - κάτω υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, ένα συρτάρι ας πούμε, όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε, για να μη πλημμυρίσει όλο το σπίτι.
Κάθε μέρα το πρωί, έρχονταν ο πάγος.
Στη σειρά όλοι εκείνη την ώρα, έδιναν τη παραγγελία.
Ένα τέταρτο ή μισή κολόνα, που έκοβε με ένα πριόνι, κι ένα σιδερένιο μυτερό εργαλείο.
Κι εμείς τα παιδιά τρέχαμε να βουτήξουν κάποιο κομμάτι που έφευγε από το κόψιμο, και και φώναζαν οι μανάδες.




Η λάμπα
Για όσους απορούν κι αναρωτιούνται τι είναι αυτά τα δυό παράξενα αντικείμενα της φωτογραφίας, και για τους μη γνωρίζοντες: Λοιπόν αυτά τα αντικείμενα είναι δυό παροπλισμένες πλέον λάμπες πετρελαίου, από εκείνες που κάποτε ήταν γνωστές και απαραίτητες σε κάθε σπίτι. Κι έζησαν μεγαλεία σε εποχές παλιότερες πριν να τις παραμερίσει η πρόοδος και ο ηλεκτρισμός, τότε που ήταν απαραίτητες σε γλέντια και ξενύχτια και σε νυχτέρια ατέλειωτα. Αυτή η λάμπα ήταν η μόνη πηγή φωτός τη νύχτα πριν έρθει το ρεύμα στα χωριά, και μ’ αυτήν φέγγαμε στα σκοτάδια, μ’ αυτήν διαβάζαμε και συντροφιά μ’ αυτήν με κατεβασμένο το φυτίλι και τη φλόγα χαμηλωμένη για να μην καίει πολύ πετρέλαιο, έπλεκε η γιαγιά καθισμένη κοντά στη σόμπα η στο τζάκι πουλόβερ.
Άμα τη μελετήσεις καλά μια τέτοια λάμπα, δεν είναι απλό κατασκεύασμα, είναι ένα τέλειο φωτιστικό σώμα και αρκετά πολύπλοκο. Διαθέτει το κάτω μέρος, το δοχείο μέσα στο οποίο μπαίνει το καθαρό (φωτιστικό) πετρέλαιο, και τη Μηχανή που βιδώνει πάνω σ’ αυτό το δοχείο, και που περνάει ενδιάμεσα μέσα από μια σχισμή το βαμβακερό φιτίλι το οποίο μ’ ένα ρεγουλατόρο ροδέλα, το ανεβάζεις και το κατεβάζεις, ανάλογα με το πόσο φωτεινή θέλεις να είναι η φλόγα. Βέβαια υπήρχε πάντα μια αρχή. Δεν μπορούσες να σηκώσεις αυτό το φυτίλι πολύ, γιατί ζεσταίνονταν με τη φλόγα το λαμπογιάλι που ήταν και το λεπτό σημείο της λάμπας, και μπορούσε εύκολα να σπάσει και να τρέχεις στον μπακάλη να πάρεις άλλο. Και άμα τύχαινε - που πάντα σχεδόν τύχαινε να’ ναι νύχτα - άντε να βρεις.
Η μικρή η λάμπα διέθετε και καθρέπτη, ένα στρόγγυλο και γυαλιστερό κομμάτι από τσίγκο, στηριγμένο σε ένα χοντρό σύρμα περίτεχνα στραβωμένο, το οποίο έπιανε και συγκρατούσε μια λεπτή μεταλλική ταινία που αγκάλιαζε τη λάμπα, για να κρεμιέται στο τοίχο. Η μεγάλη η λάμπα η μπρούτζινη, δεν διέθετε καθρέπτη, ούτε κρεμιόνταν στο τοίχο. Αυτή ήταν ας πούμε κάπως πιο επίσημη, του σαλονιού.
Στην λάμπα συνέβαιναν με το πέρα-δώθε και αρκετά «ατυχήματα» από το σπάσιμο και την υποχρεωτική αντικατάσταση, μέχρι το ξεκόλλημα της μηχανής, που είχαν βρει όμως τρόπο να την ξανακολλάνε. Η βλάβη όμως που θεωρούνταν σοβαρή, ήταν αυτή που παρουσίαζε ο μηχανισμός της να σηκώσει ή να κατεβάσει το φυτίλι και εκεί ήταν που έπρεπε να πάρεις άλλον, γιατί γιατριά δεν υπήρχε.
Για να λειτουργήσει η λάμπα καλά και να έχει καλή απόδοση σε φώς, έπρεπε το λαμπογυάλι να είναι καθαρό, και κάθε μέρα η νοικοκυρά το έπλενε με σαπουνάδα, και όταν δεν ήταν πολύ μουτζουρωμένο, το καθάριζε μ’ ένα πανί που έβαζε μέσα, και το γύριζε γύρω – γύρω μ’ ένα ξύλο. Πάντως από ότι θυμάμαι, τα λαμπογυάλια ράγιζαν πολλές φορές ξαφνικά και η λάμπα κάπνιζε και μαύριζε ολόκληρο το γυαλί, οπότε, ούτε έφεγγε και το πετρέλαιο καίγονταν τζάμπα.


  

Το καρβουνοσίδερο
Τούτα δω το λοιπόν τα καρβουνοσίδερα σιδερώματος υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα σπίτια στα χωριά. Τώρα αν ήταν εισαγόμενα και σε τι καταστήματα δηλαδή πουλιόταν μη με ρωτήσετε δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα ότι αυτά τα παλιά σίδερα για σιδέρωμα των ρούχων, έμοιαζαν με μυτερά κουτιά, όπου μέσα τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα. Ήταν κατασκευασμένα από χοντρό μέταλλο και η χειρολαβή τους ήταν από ξύλο για να μην καίει τα χέρια αυτού που το χρησιμοποιούσε.
Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη: το κάτω και το πάνω.
Το κάτω ήταν βαθουλό και μέσα έμπαιναν τα κάρβουνα.
Το πάνω ήταν λεπτό και χρησίμευε σαν καπάκι για να κλείνει το σίδερο.
Επίσης υπήρχε ένας πύρος στο κάτω μέρος που ασφάλιζε με το σύρτη στο πάνω μέρος.
Τα κάρβουνα για το σίδερο τα έπαιρναν από το τζάκι ή την σόμπα το Χειμώνα, το καλοκαίρι δε φρόντιζαν να ανάβουν τη γωνιά ή το μαγκάλι, από όπου γέμιζαν το σίδερο με αναμμένα κάρβουνα.
Η κάθε νοικοκυρά, που ήθελε να σιδερώσει, πρώτα ετοίμαζε τα κάρβουνα, κι έπειτα όλα τα’ άλλα. Έπρεπε όμως κατά το σιδέρωμα, να προσέχει τις στάχτες, που έβγαιναν από τις τρύπες και να μην κάνει απότομες κινήσεις, ιδίως όταν σιδέρωνε λευκά. Πολλές φορές, μετά από πολύωρο σιδέρωμα, τα κάρβουνα έσβηναν μέσα στο σίδερο. Κι όταν η θερμοκρασία του σίδερου άρχιζε να πέφτει, η νοικοκυρά έβγαινε στο πεζούλι της εισόδου και κουνούσε το σίδερο σαν κούνια δεξιά αριστερά για να αναζωπυρωθούν τα κάρβουνα. Το οξυγόνο εισχωρούσε από τις τρύπες που υπήρχαν στο σίδερο, τα ασπρισμένα κάρβουνα κοκκίνιζαν και άρχιζε πάλι το σιδέρωμα.
Με τον ερχομό του ηλεκτρικού μπήκαν σιγά σιγά στα νοικοκυριά και τα ηλεκτρικά σίδερα.
Την εποχή αυτή το καλύτερο δώρο για τους νεόνυμφους ήταν ένα ηλεκτρικό σίδερο και ήταν η μεγάλη χαρά της νεόνυμφης νοικοκυράς, αυτή η πρώτη συσκευή στην υπηρεσία της, που εγκαινίαζε μια νέα εποχή, την εποχή του ηλεκτρικού ρεύματος, που έφερε τόσες ανέσεις και ευκολίες στα νοικοκυριά συν το χρόνο. Βέβαια οι σιδερώστρες, αυτές οι φορητές που ξέρουμε, ήταν είδη πολυτελείας και μπήκαν πολύ αργότερα στα νοικοκυριά. Οι περισσότερες γυναίκες στο χωριό στρώναν μια παλιά κουβέρτα και ένα σεντόνι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, κι έκαναν τη δουλειά τους.
Παρ’ όλο όμως που το ηλεκτρικό σίδερο, με την πάροδο του χρόνου, έγινε προσιτό σε όλους, παρέμεινε όμως σε χρήση από μερικούς επαγγελματίες εμποροράφτες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70 το σίδερο με τα κάρβουνα.


Σκάφη. Το “πλυντήριο” της γιαγιάς. Ξύλινη ή από λαμαρίνα. Μέσα, διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Μπουγάδα με το χέρι και πράσινο ή άσπρο σαπούνι (δεν υπήρχαν άλλα απορρυπαντικά). Από τις σκληρότερες δουλειές της νοικοκυράς που δεν είχε “δούλες” (έτσι έλεγαν τις οικιακές βοηθούς) ούτε “παραδουλεύτρες”. Συχνά η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μιά και τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν ήταν και καθημερινή συνήθεια. Κάθε Σάββατο και αν… 




Αιγινήτικο κανάτι. 
Εναλλακτικός τρόπος ψύξης του νερού. Πριν ακόμη την εμφάνιση του ψυγείου πάγου (αλλά και μετά) ήταν σε χρήση το Αιγινήτικο κανάτι, για να δίνει δροσερό νερό. Η μέθοδος βασίζεται στην αρχή της φυσικής, ότι όταν ένα υγρό εξατμίζεται, απορροφά θερμότητα. Τα κανάτια ήταν από πορώδες υλικό (πηλό) που επέτρεπε μιά μικρή ποσότητα νερού να βγαίνει στην εξωτερική επιφάνεια του κανατιού. Ετσι, το κανάτι “ίδρωνε” και το τοποθετούσαν σε σημεία με ρεύμα αέρα (συνήθως στα πρεβάζια των παραθύρων). Ο αέρας προκαλούσε εξάτμιση και η εξάτμιση έριχνε τη θερμοκρασία στο εσωτερικό του και το νερό απλώς δρόσιζε κάπως, ώστε να πίνεται.




Γκαζιέρες και καμινέτα. 

Το μαγείρεμα γινόταν με γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο ή βενζίνη (σπανιότερα). Ηταν πολύπλοκα εργαλεία που οι νοικοκυρές ήταν απόλυτα εξοικειωμένες μαζί τους. Τρομπάριζαν αέρα μέσα στο δοχείο του καυσίμου, ώστε αυτό να ανεβαίνει στον καυστήρα. Συχνά βούλωναν και υπήρχαν ειδικά βελονάκια για το ξεβούλωμά τους. Υπήρχαν και οι φουφούδες, μιά κατασκευή παρόμοια με το μαγκάλι, αλλά με σχάρα, για να τοποθετείται η κατσαρόλα. Ο καφές ή τα αφεψήματα ψήνονταν στα καμινέτα που έκαιγαν μπλε οινόπνευμα. Το γκαζάκι δεν υπήρχε τότε και μόνο τα σχετικά πλούσια νοικοκυριά είχαν σύνδεση με το φωταέριο. Πολυτέλεια ήταν και οι στόφες, οι κουζίνες με ξύλα που διέθεταν και φούρνο. Τα φουρνιστά τα έστελναν στο γειτονικό φούρνο που δούλευε σε φοβερούς ρυθμούς τις Κυριακές, που ο κόσμος έτρωγε κρέας ψητό, με μακαρόνια, κριθαράκι ή πατάτες.

Μαγκάλι. 
Η θέρμανση του φτωχού…Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο έχει γίνει χρυσάφι! Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ και επάνω από το μαγκάλι έψηναν κανά κοψίδι ή φέτες ψωμί. Συχνά τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) που σκότωνε ολόκληρες οικογένειες! Βέβαια υπήρχαν και οι ξυλόσομπες, οι σόμπες με κάρβουνα, καθώς και οι σόμπες πετρελαίου, αργότερα αυτές. Κεντρική θέρμανση διέθεταν τα πλουσιόσπιτα, αλλά καύσιμη ύλη ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο και κάποιος (συνήθως το υπηρετικό προσωπικό) έπρεπε να κατεβαίνει κάθε τόσο στο υπόγειο, να τροφοδοτεί τη φωτιά. Υπήρχαν κι άλλες διαφορές στις ευκολίες, αλλά δεν έχει νόημα να μιλάμε π.χ. για ηλεκτρονικά και μέσα διασκέδασης, γιατί αυτά ήταν πολυτέλειες!

Χειρόμυλος


Ο χειρόμυλος, τα παλιά χρόνια, ήταν δείγμα νοικοκυροσύνης! Τα σπίτια που είχαν και χειρόμυλο, μαζί με άλλες απαραίτητες συσκευές, όπως ο αργαλειός, είχαν «το καθετί» τους, ό,τι χρειάζονταν για την ένδυση και την καθημερινή διατροφή της οικογένειας.
Ο χειρόμυλος αποτελείται από δύο στρογγυλές επίπεδες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη. Η κάτω πέτρα έχει ένα σίδερο στη μέση. Το σίδερο αυτό ενώνει τις δύο πέτρες, καθώς περνάει από την κάτω πέτρα στην πάνω, ενώ στην άκρη της πάνω πέτρας υπάρχει μια χειρολαβή, την οποία κρατάει η νοικοκυρά για να γυρίζει το μύλο.
Από την τρύπα στην πάνω πέτρα, οι νοικοκυρές έριχναν λίγο – λίγο τον καρπό, ο οποίος με τις στροφές της πέτρας κομματιαζόταν και έπεφτε έξω από τις πέτρες, έτοιμος πια για χρήση. Ο χειροκίνητος μύλος προοριζόταν για οικιακή χρήση. Φανταστείτε τον κόπο και τον χρόνο που θα χρειαζόταν να καταβάλλει μια νοικοκυρά για να αλέσει μεγάλες ποσότητες καρπών;

Η ΑΝΕΜΗ ΚΑΙ Η ΣΒΙΓΑ

Δύο απαραίτητα όργανα της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης ήταν η ανέμη και η σβίγα. Η ανέμη ήταν ένα ξύλινο εργαλείο, στο οποίο τέντωναν τις κούκλες του νήματος για να τις τυλίξουν σε κουβάρι ή σε μασούρι. Η ανέμη περιστρεφόταν ξετυλίγοντας το νήμα. Η σβίγα είναι κι αυτή ξύλινο εργαλείο που αποτελείται από μια ρόδα που περιστρέφεται με χερούλι. Το νήμα ξετυλίγεται από την ανέμη και τυλίγεται στο καρούλι της σβίγας.


Ρόκα, Αδράχτι, Σφοντύλι


Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια.
Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν.
Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια.
Οι ροκάδες, δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν ρόκες, αλλά και μαγκούρες για τους γέρους και ζέβλες και κρικέλια για τα αλέτρια, τα ξύλα τα ζέσταιναν στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από τα σκαριά τους και τα σουλούπια τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα – κεντίδια. Χάραζαν το όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά..
Είναι επίσης γνωστό και το δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη ρόκα.
«Πάρε Μαριώ μ` τη ρόκα σου, Ωχ, κι έλα τη φράχτη-φράχτη Βάσανα πω` χει η αγάπη! Πάρε, Μαριώ μ` τη ρόκα σου Ωχ, κι εγώ τον ταμπουρά μου Βάσανα πω `χει η καρδιά μου.»
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.
Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουδερό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους,που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.

Το γουδί.

Υπήρχε ξύλινο αλλά και μπρούτζινο. Το μπρούτζινο στα πιτσιρίκια άρεσε να το χρησιμοποιούν σαν καμπάνα, μιας και το μεταλλικό κράμα της κατασκευής του, παρόμοιο με της καμπάνας είχε αρκετά μελωδικό ήχο. Άλλωστε τα ακούσματα εκείνης της εποχής ήταν τα φυσικά και μόνο ακούσματα, χωρίς άλλες πηγές μουσικών ήχων. Όταν η νοικοκυρά ήθελε να τρίψει μαστίχα, κανέλα ή καρύδια, τα παιδιά ήταν πάντα πρόθυμα να τη βοηθήσουν, κατακτυπώντας το γουδί.


Σοφράς


Πολλές φορές ο σοφράς, ένα κυκλικό τραπέζι 30 εκατοστά ύψους, χρησίμευε για τραπέζι φαγητού στα μικρά παιδιά της οικογένειας. Η πιο συνηθισμένη όμως χρήση του ήταν η παρασκευή του ψωμιού κατά το ζύμωμα, και στην συνέχεια το κρέμασμα του από ένα καρφί στον τοίχο ώστε να διατηρείται σχετικά καθαρός για το πλάσιμο του ψωμιού.

Παρασύρα(Σκούπα)


Χαράς το πράμα, θα μου πεις… Έλα όμως που εκείνα τα χρόνια, ούτε ηλεκτρικές σκούπες υπήρχανε αλλά ούτε και ρεύμα. Δυο ειδών ήταν οι παρασύρες, δηλαδή οι σκούπες. Οι «καλές» για το σπίτι και οι «κακές» για το στάβλο ή το κοτέτσι. Άλλη ήταν και η παρασύρα για την αυλή. Πιο παλιά δεν έβαζαν και ξύλο και οι γυναίκες έσκυβαν για να σκουπίσουν, μετά «εκσυγχρονίστηκαν» και αυτές για να μην … κοψομεσιάζεται η γυναίκα!
Τις παρασύρες τις έφτιαχναν από χόρτα που έβρισκαν στα ποτάμια και τα ρυάκια τις βρούλιες ή ρούλιες ή βούρλες. Το χόρτο ήτανε κίτρινου χρώματος παρά το γεγονός ότι ανά περιοχή έχει διαφορετικό όνομα. Η γιαγιά μου πάντως μας τ'έλεγε βρούλιες ή ρούλιες.
Έπαιρναν λοιπόν τις βρούλιες τις έκαναν δεματάκια, τις κοπανίζανε με την κοπανίδα, τις γύριζαν και τις έπλεκαν.
Κόσκινο


Ένα από τα απαραίτητα εργαλεία περασμένων δεκαετιών για να καθαρίζει η νοικοκυρά το σιτάρι και το κριθάρι. Μετά βέβαια ακολουθούσε το καθάρισμα με το χέρι…
Άλλο παρόμοιο εργαλείο ήταν η κνισάρα με ψιλή ή χοντρή σίτα. Η χρήση της ήτανε για να κοσκινίζουμε το αλεύρι και να το διαχωρίσουμε από το πίτουρο.


Κόφα (Κοφίνι)


Το κοφίνι ήτανε ένα εργαλείο απαραίτητο τόσο στις φάμπρικες όσο και στο τρύγο. Το παραδοσιακό κόφινι πλεκότανε πολύ σπάνια από βίτσες από λυγιά (=λυγαριά), είτε, το συνηθισμένο, από σφάκες (σφάκα είναι η πικροδάφνη εξαιτίας της πικρής της γεύσης). Κάθε κλαδί σφάκας, 1 μέχρι 1,5 μέτρα μακρύ, σχιζότανε σε δυο μισά, και πλεκότανε το κοφίνι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου