Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Τα παρνίκια.



 Το χωράφι.



Το σπάσιμο.



Το βελόνιασμα.




Τα σαντάλια.



Το δέσιμο

Ξημερώματα ώρα 4 και κάτι, όλο το χωριό στο πόδι. Φωνές ακούγονται στο σκοτάδι, δεν ξεχωρίζεις άνθρωπο, ζέψιμο των ζώων στο κάρο και...
...πριν φτάσουμε όμως εκεί, λίγους μήνες νωρίτερα, στο τέλος του χειμώνα κοντά στη σόμπα, έκλωθε ο σπόρος για το φυντάνι μέσα στο τσόλινο σακούλι, που από την προηγούμενη χρονιά επιμελώς είχε μαζευτεί και προσεχτικά φυλαχτεί όλο το χειμώνα.
Οι φυντανιές-παρνίκια, προσεχτικά «ανασηκωμένες» ήταν το στρώμα που θα υποδεχόταν τον σπόρο να ξυπνήσει από το χειμερινό λήθαργο, σιγά-σιγά μόλις έσκαγε ο καπνόσπορος, οι φυντανίες περίμεναν σκεπασμένες με το νάιλον να τον υποδεχτούν, ενώ στην συνέχεια ο έμπειρος στην σπορά, θα άφηνε τον σπόρο στην αφράτη κοπριά. Καθημερινά οι νοικοκυραίοι σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας τις φυντανιές, φρόντιζαν να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία. Με το ποτιστήρι, λιπάριζαν και πότιζαν το φυντάνι με τόση επιμέλεια, όση ένα μωρό παιδί, μέχρι να μεγαλώσει και να γίνει το φύτεμα στο χωράφι.
Κοντά στο μεγαλοβδόμαδο που γλύκαινε ο καιρός, ξεκινούσε το φύτεμα του καπνού. Κάθε πρωί όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Όλη η οικογένεια και οι γειτόνοι, έδιναν το παρών, στο βγάλσιμο των φυτών από τις φυντανιές, τα κρύα πρωινά. Όταν τα τσουβάλια είχαν γεμίσει μέχρι πάνω με φυντάνι, αναλάμβαναν την μεταφορά τα ζώα με το κάρο, μαζί με όλα τα «σέα» που απαιτούνταν για το φύτεμα, τα οποία είχαν φροντίσει πριν, να αυλακώσουν το αφράτο χώμα.
Σαν έφταναν εκεί, απίθωναν στον ίσκιο τα πράγματα και άρχιζαν την δουλειά. Οι άντρες πότιζαν με το νερό του χωριού τα αυλάκια και οι υπόλοιποι σκυμμένοι ολημερίς στ’ αυλάκι είτε με το δάκτυλο είτε με το ξύλινο σουβλί, έβαζαν ρίζα-ρίζα το φυτό για να πιάσει. Οι μικρότεροι της παρέας, έκαναν τα θελήματα, κουβαλώντας με προσοχή χεριές φυντάνια για να μην καθυστερήσουν εκείνοι που φύτευαν. Άλλοτε πάλι έφερναν με το παγούρι νερό για να δροσίσουν τους φυτευτάδες.
Όλοι περίμεναν πως και πως το μεσημεριανό φαγητό στον ίσκιο. Τα πράγματα ήταν δύσκολα αν το φύτεμα γίνονταν Τετάρτη ή Παρασκευή και το φαγητό ήταν νηστίσιμο. Σε καθαρή πετσέτα τυλιγμένα βρισκόταν όλα τα εδέσματα. Λίγο ψωμοτύρι, ελιές, κρεμμύδι, και όλοι χόρταιναν. Αν ήταν καθημερινή οι νοικοκυρές είχαν έτοιμο τον καλύτερο μεζέ, επιδόρπιο χαλβάς, για να πάει καλά η σοδειά.
Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος το φυντάνι γίνεται καπνός και αναλαμβάνει δράση η τσάπα, ενώ η "αγριάδα¨είχε κάνει την εμφάνιση της, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος. Οι άντρες με το ψαθάκι και η γυναίκα με το μαντήλι στο κεφάλι, πρωί απόγευμα, βοτανίζουν, σκαλίζουν και αναχώνουν τον καπνό. Το τσάπα είχε την τιμητική της. Ο ψεκαστήρας στην πλάτη των αντρών φροντίζει το καταμεσήμερο να κρατήσει σε απόσταση την μελίγκρα και τα ανεπιθύμητα έντομα.
Και έτσι σιγά-σιγά φτάνει ο καιρός για το "σπάσιμο".
Πρώτα το πατόφυλλο. Αχ αυτό το πατόφυλλο! Ήταν «χτικιό» αυτό το φύλλο. Τα χέρια σχίζονταν από τα χώματα και τις πέτρες. Σκύψιμο, ανατριχίλα από το χώμα που από την βροχή είχε κολλήσει στα φύλλα, γδάρσιμο των χεριών απ’ το χώμα! Κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο χέρι. Όμως και το κορφόφυλλο βάσανο! Το "ουτς", που λέγαν οι παλιοί.
Ξημερώματα ώρα 4 και κάτι, όλο το χωριό στο πόδι! Ο κάμπος έσφυζε από ζωή. Παντού άκουγες φωνές και πειράγματα. Το φεγγάρι γεμάτο φρόντιζε να υπάρχει άφθονο φως και όταν αυτό δεν ήταν δυνατό, το ρόλο τον αναλάμβανε η γκαζόλαμπα-λάμπα πετρελαίου. Τα μάτια νυσταγμένα έβλεπαν μόνο την αυλακιά και πολλές φορές ούτε κι αυτή, με αποτέλεσμα το εναγκαλισμό με αυτόν που πηγαινοέρχονταν για να μεταφέρει τον καπνό στους μποξάδες. Εκεί στο μάζεμα τραγουδούσαμε κάπου-κάπου για να ξυπνήσουμε και να δουλεύουμε καλύτερα!
Συμμετείχαν και τα παιδιά της οικογένειας, τα πιο μικρά ύπνο πάνω στο κάρο σκεπασμένα με παλιά ρούχα μέχρι να βγει ο ήλιος και να βοηθούν στο μάζεμα στα παστάλια
Ξημερώματα δεν ξεχνούσε η φύση να μας κάνει μούσκεμα από την δροσιά που έπεφτε και πάγωνε τα χέρια. Τα φύλλα έσταζαν νερό. Συναγωνισμός για την καλύτερη αγκαλιά καπνού που κατέληγε απαλά στο μποξά ή τα κοφίνια. Όλα όμως έπρεπε να γίνονται γρήγορα γιατί μόλις έβγαινε ο ήλιος τα φύλλα μαραίνονταν.
Ο άντρας άφηνε τους υπόλοιπους και έζεβε τα ζώα (βόδια ή άλογα) στο κάρο και φόρτωνε τους μποξάδες για το σπίτι.
Η επιστροφή στο σπίτι σήμαινε και ένα καλό πρωινό για να συνέλθουν μικροί και μεγάλοι από την «ξελιγωμάρα» της νύχτας.. Πολύ καλό πλύσιμο των χεριών με πράσινο σαπούνι για να βγει η κόλλα-νικοτίνη-του καπνού. Ζεστό γάλα από την αγελάδα με μπόλικο ψωμί ήταν το καλύτερο πρωινό ενώ μετά στρώνονταν όλοι για βελόνιασμα-μπούρλιασμα κατά άλλους.
Σταυροπόδι πάνω στο κιλίμι, ένα ματσάκι φύλλα στην αγκαλιά και η βελόνα έπαιρνε φωτιά. Άδειασμα στο ράμμα και έτοιμο για κρέμασμα στις "μασίνες" ή τα "κρεβάτια"
Το ράδιο ανοιχτό για ν’ ακουστούν οι πρώτες ειδήσεις από το πρώτο πρόγραμμα. Γύρω στις 9.30΄ οι μικροί άκουγαν το παραμύθι από τη θεία Λένα, και αργότερα οι μεγάλοι, αφοσιωμένοι στο μυθιστόρημα της Τζέιν Έιρ με τη Λάουρα και τον Λαμπίρη, περίμεναν το τρατάρισμα της οικοδέσποινας.
Η γλύκα του καρπουζιού έσμιγε με την πίκρα του καπνού. Η δύσκολη ώρα ήταν εκεί κατά το μεσημεράκι, μετά το φαγητό. Κουρασμένοι από το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά του καπνού, τη ζέστη του καλοκαιριού τα μάτια μισόκλειναν και το πέταγμα έρχονταν από το κάρφωμα της βελόνας στο δάχτυλο. Τυλίγονταν με την αυτοσχέδια γάζα, ένα καπνόφυλλο που είχε και φαρμακευτικές ιδιότητες και ο τραυματίας συνέχιζε, αφού πρώτα γεύονταν ένα δροσερό υποβρύχιο! Την γνωστή βανίλια!
Την ψυχαγωγική διάθεση ανέβαζε αργότερα Στέλιος Καζαντζίδης, η Γιώτα Λύδια, η Βούλα Πάλα, ο Κοντολάζος κ.α. στην ώρα των ακροατών από το δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΑ, ενώ παρεμβάλλονταν αστεία, ανέκδοτα, στοιχήματα για το ποιος θα φτιάξει τις περισσότερες βελόνες, ο ήχος από τα τζιτζίκια που ήταν κρεμασμένα σε όλα τα γύρω κλαριά. Στοίβα τα ράμματα, ενώ οι ψυχραιμότεροι στην ζέστη αναλάμβαναν την μεταφορά και το κρέμασμά τους.
Πύρωνε το νάιλον και με δυσκολία ανέπνεες μέσα. Τα κρεμούσαν ένα – ένα για να λιαστούν και να πάρουν ένα ωραίο χρυσοκίτρινο χρώμα. Όσο πιο χρυσό ήταν το φύλλο, τόσο ανέβαινε και η τιμή του στο «χρηματιστήριο» του καπνού. Να γίνουν «φλουριά», έλεγαν χαρακτηριστικά οι ειδικοί.
Όταν τέλειωνε το κρέμασμα-αρμάθιασμα οι πιο ξεκούραστοι, έδιναν χέρι βοηθείας στο γείτονα, που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Υπήρχε βλέπετε η αλληλεγγύη. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, έτσι ήταν κάποτε. Πλύσιμο και σκούπισμα το τσιμέντο για να φύγουν τα χώματα και να δροσίσει ο τόπος και ώρα για λίγο ύπνο.
Η νοικοκυρά αγχωμένη τους ξύπναγε όλους για το απογευματινό μάζεμα. Καφεδάκι, μπισκοτάκι κι έτοιμοι. Ντυμένοι με την πρωτότυπη φορεσιά, ότι πιο παλιό ρούχο είχαν. Οι γυναίκες με μακριά πολύχρωμα φουστάνια, τα μαντήλια στο κεφάλι, τις χουλαχού κάλτσες, τα παλιοπάπουτσα ή τις πλαστικές σαγιονάρες στα πόδια και το σακούλι με το ψωμοτύρι και το παγούρι με το νερό στον ώμο. Οι άντρες με παλιά πουκάμισα, φθαρμένα παντελόνια, χοντροπάπουτσα στα πόδια και καπέλα για τον ήλιο του μεσημεριού, ήταν αγνώριστοι. Τέτοια εποχή ο ήλιος «βαράει κατακέφαλα», τους άκουγες να λένε.
Στο "σπάσιμο" οι γυναίκες ήταν ασυναγώνιστες! Τσακ-τσακ, έσπαγαν τα φύλλα με τα δάχτυλά τους και προχωρούσαν, για να τελειώσουν το κατεβατό. Μόλις έπεφτε ο ήλιος όλοι έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής, για να αποκοιμηθούν και να επαναλάβουν το μάζεμα το επόμενο πρωί-βλέπεις ο καπνός δεν περιμένει.
Τυχερός ήσουν αν το χωριό είχε κάποιο Άγιο και έκανε πανηγύρι, (κάνα δυο μέρες για ξεκούραση) ή επίσης όταν ο καπνός ήταν αγένωτος ή η μελίγρα είχε λαδώσει το φύλλο και είχε αναλάβει δράση ο ψεκαστήρας και η βρώμα από το ταμαρόν και δεν άφηνε να πλησιάσεις.
Λίγο πολύ οι περισσότεροι είχαν τελειώσει μετά της Παναγίας και στα χωράφια είχαν μείνει αγέρωχες οι καπνόριζες. Την θέση των ανθρώπων είχαν αναλάβει τώρα τα ζωντανά για να χορτάσουν από τα ζιζάνια που είχαν φουντώσει.
Έφτασε το φθινόπωρο.
Πρωτοβρόχια, ο καιρός μαλάκωνε, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και το ξαράχνιασμα του καλουπιού ήταν γεγονός. Με ιδιαίτερη προσοχή χωρίς ο καπνός να είναι λάσπη αλλά ούτε και ξερός το καλούπι δέχονταν προσεχτικά τις χρυσές αρμάθες.
Άρχιζε το ¨δέσιμο" του καπνού.
Μισό σαντάλι και ανέβασμα στην τάβλα για να πατηθεί ο καπνός και το τσόλι να πάρει περισσότερη ποσότητα. Άλλες φορές την θέση του έμπειρου νοικοκύρη έπαιρναν τα μικρά παιδιά που χαίρονταν να πατήσουν και να χοροπηδήσουν πάνω στο καλούπι και άλλες η τσιμεντόπληθα για να γίνει διάλειμμα και συζήτηση με τον γείτονα που τελείωσε ποιο νωρίς. Η ντοματοσαλάτα, ο μεζές και το ουζάκι είχαν την τιμητική τους το απομεσήμερο! Συζήτηση με ενδιαφέρον για την τιμή του καπνού και τα πολιτικά δρώμενα της εποχής. Στους μεγαλύτερους το μυαλό επέστρεφε στα χρόνια της φτώχειας και του στρατού, μιας και γι αυτούς ήταν άθλος που υπηρέτησαν την πατρίδα και ήταν η μοναδική φορά που είχαν παραμερίσει από τον τόπο τους.
Απαιτητική εργασία το δέσιμο του καπνού γιατί παραμόνευε ο έλεγχος του μεσίτη. Μεσίτης και βαθμολογητής ήταν ο συνδετικός κρίκος της καπνοπαραγωγής και του καπνέμπορα. Ο έλεγχος και η βαθμολογία του καπνού θύμιζε το διαγώνισμα των μαθητών στο σχολείο. Απόλυτη ησυχία μέχρι το αποτέλεσμα. Γκρίνια για την χαμηλή βαθμολογία. Ευχαρίστηση για τον έπαινο του ποιοτικού καπνού, που ήταν ηθική και υλική αμοιβή, μιας και έφερνε περισσότερα χρήματα στο σπιτικό. Δεν χρειάζονταν μόνο βέβαια να είχες και άριστη ποιότητα καπνού αλλά και κολλητό τον μεσίτη ή τον φίλο του μεσίτη στο χωριό.
Τριαξονικά τεράστια περνούσαν τους δρόμους και φόρτωναν το βιός του παραγωγού. Ο έμπορας απαιτούσε τα δέματα να βγουν στο δρόμο που αποκαμωμένοι εργάτες τα έδιναν ο ένας στον άλλον για να φτάσουν ψηλά. Αξέχαστη η εικόνα του φορτωμένου φορτηγού σκεπασμένου με μουσαμά να φεύγει.
Ο παραγωγός αποχωρίζονταν το βιός του σαν να έφευγε το παιδί του για την ξενιτιά.
Η ειδοποίηση ότι η εκκαθάριση μπήκε στην τράπεζα ήταν το μοναδικό ευχάριστο γεγονός σε όλη την καλλιέργεια. Τα παιδιά περίμεναν να πάρουν παπούτσια άντε κανένα ποδήλατο, οι κυράδες κουζινικά και προικιά για τις κόρες και ο πατέρας προβληματισμένος για την σωστή διαχείριση ώστε να τα βγάλει πέρα όλη την χρονιά.
Δύσκολα χρόνια. Όμορφες αναμνήσεις. Πικρές και γλυκές μαζί. Αυτοί οι άνθρωποι τότε δεν δούλευαν με ωράριο, δε μετρούσαν καν τις ώρες. Από νύχτα σε νύχτα ασχολούνταν με τον καπνό. Λίγες ώρες ήταν ο ύπνος τους. Κι απορούσε κανείς με τόση κούραση κι αϋπνία πως έβρισκαν τη διάθεση για κουβεντολόι, καλαμπούρια και διασκέδαση με ένα μισοκάρικο ούζο στο καφενείο του χωριού.
Είναι αξιοθαύμαστη αυτή η γενιά. Αξίζει το σεβασμό και το θαυμασμό όλων μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου