Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

  
Τελείωσα το διθέσιο εξατάξιο δημοτικό σχολείο του χωριού.
Διάβαζα πάνω στα δέντρα, κάτω στο χώμα και το χειμώνα στο τραπέζι της κουζίνας.
Δεν είχα δραστηριότητες παρά μόνο παιχνίδι.
Δεν είχα κατοικίδιο αλλά ένα σωρό γατάκια που μπαινόβγαιναν στην αποθήκη, έτρωγαν ποντίκια, κλωτσιές και γάλα από τις αγελάδες κάθε μέρα.
Είχα το αγαπημένο μου μοσχαράκι το οποίο το άλλαζα κάθε χρόνο γιατί εκείνο της προηγούμενης χρονιάς το έτρωγε το μαχαίρι.
Είχα σκύλο χωρίς λουρί και δασκάλους και δασκάλες που μοίραζαν σφαλιάρες.
Η βίτσα φτιαγμένη από ξύλο κρανιάς την οποία την πρωτοδοκίμαζε ο ερασιτέχνης κατασκευαστής(μαθητής).


ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ
  
Χιόνιζε πάρα πολύ στο χωριό όταν ήμουν μικρός. Όταν ερχόταν πολύ χιόνι, ο ουρανός γινόταν ένα αραγές συμπυκνωμένο γκρίζο, που κατέβαινε χαμηλά λες κι ήταν ταβάνι. Τα σύννεφα ήταν βαριά, πρησμένα. Και κάποια στιγμή ξεκινούσε να χιονίζει. Βαρύ, αργό, ατελείωτο χιόνι. Η ομορφιά από τις νιφάδες που έπεφταν, ο τρόμος από τον αποκλεισμό που ερχόταν, κι όλο αυτό το απροσμέτρητο άηχο κάλλος, στοιβάζονταν παντού. Όσο περνούσε η ώρα το χιόνι κυμάτιζε στους απέναντι λόφους, και παγωμένοι θύσανοι κατακάθονταν παντού. Τα βαριά μεγάλα σύννεφα συνέχιζαν να κατεβάζουν χιόνι, μέχρι που κάλυπταν τα πάντα. Έμοιαζαν τότε όλα άχρονα. Καμιά εχθρότητα, δεν μπορούσε να νικήσει μια τέτοια ομορφιά κι ο τρόμος του αποκλεισμού που ερχόταν δεν είχε να κάνει με την δυνατότητα μετακίνησης αλλά με κάτι πολύ πιο βαθύ. Το χιόνι θα έμενε εκεί για μέρες μέχρι να λιώσει μόνο του. Οι λίγοι εκχιονιστήρες της ΜΟΜΑ, καθάριζαν τον κεντρικό δρόμο, κανένας δεν ξόδευε ούτε πετρέλαιο ούτε εργατοώρες για να ξεχιονίσει τα γύρω χωριά. Για κάποιο παράξενο λόγο επίσης κανένας δεν είχε μια τέτοια απαίτηση. Ο αποκλεισμός από το χιόνι ήταν καταχωρημένος στα αυτονόητα της ζωής τους. Όταν δεν έμενε τίποτα που να μαυρίζει, ούτε δέντρο ούτε στέγη, ήταν πολύ εύκολο να παγιδέψεις κάθε είδος πουλιού. Αλλά με τέτοιο χιόνι τα μόνα πουλιά που ερχόταν ήταν οι τσίχλες. Σκορπίζαμε τότε λίγο σιτάρι σε μια άκρη της αυλής. Το χιόνι, ήταν λευκό βαθύ και απάτητο. Σε λίγο ακουγόταν τα απαλό μεταξένιο φτερούγισμα των μικρών φτερών από τις τσίχλες που ερχόταν. Τα μάτια τους ήταν μαύρα διάφανα και λαμπερά. Τα νύχια τους ήταν σκληρά, σκούρα και σφιγμένα. Το βάδισμά τους ήταν ασταθές, και τίναζαν το κεφάλι τους δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να διακρίνουν τον εχθρό παραξενεμένα από την τόσο εύκολη λεία. Δεν ήξεραν ότι ο εχθρός ήταν η ξύλινη σκάφη που τα παγίδευε όταν πια είχαν σιγουρευτεί ότι όλα πήγαιναν καλά και είχαν αρχίσει να τσιμπολογάνε το σιτάρι. Σε λίγο ο παππούς έστριβε το λαρύγγι στα παγιδευμένα πουλιά. Στιγμιαία το κορμί τους συσπώνταν, κι ύστερα σχεδόν αμέσως τα σφιγμένα νύχια των ποδιών τους χαλάρωναν, και τα πουλάκια έμοιαζαν να μικραίνουν απότομα μέσα στην σκοτεινή δίνη των φτερών τους. Το κεφάλι τους μαζεύονταν προς τα μέσα λες κι ήταν χελώνες που προσπαθούσαν να μπουν στο καβούκι τους, αλλά τα μάτια τους συνέχιζαν να κοιτάζουν ανοιχτά, θολώνοντας σταδιακά καθώς εδραιωνόταν το αμετάκλητο του θανάτου. Στη συνέχεια τα ξεπουπούλιαζε με ζεματιστό νερό και τα έψηνε. Είναι σκληρό, το ξέρω. Ωστόσο διατηρώ ακόμα, όχι τη γευστική ανάμνηση, αλλά μια αίσθηση ηδονικής θαλπωρής, μέσα σε ένα δωμάτιο μικρό και ζεστό, όπου ακουγόταν το βουητό του βοριά, και κυριαρχούσε η εκρηκτική γλυκύτητα του ψημένου κρέατος. Αυτή του είδους η τροφή, ήταν ταυτόχρονα κι ένα μάθημα που αφορούσε τη σκληρότητα της ζωής που όσοι μεγαλώσαμε σε αγροτικές περιοχές το παίρναμε από πολύ νωρίς.
TAXIDIOTHS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου