Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟΥ.

Τα Καφενεία του Παραποτάμου.

Τότε και Τώρα






Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του
χωριού. Οι εργαζόµενοι µετά τη δουλειά τους, οι ηλικιωµένοι, οι συνταξιούχοι και γενικά οι χασοµέρηδες όλη την ηµέρα έπιαναν θέση. Οι νεώτεροι στις καρέκλες γύρω από τα µικρά τραπεζάκια, και οι γεροντότεροι στους καναπέδες, για να µάθουν τα ευχάριστα η τα δυσάρεστα νέα της ηµέρας, να συναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απολογισµό των εργασιών της ηµέρας, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέµατα πολιτικά κοινωνικά και άλλα.

Ήταν η μικρή Βουλή, εκεί ανέβαιναν και κατέβαιναν κυβερνήσεις, συζητήσεις επί συζητήσεων, τσακωμοί, αγκαλιασμοί και κεράσματα ο ένας τον άλλον.Εκεί μαζεύονταν όλοι οι χωριανοί και πέρναγαν τις ώρες τους. Εκεί γινόταν τα πανηγύρια και κάθε είδος γλεντιού. Βοηθούσε και ο αιωνόβιος πλάτανος με τον παχύ ίσκιο του. Ήταν το σήμα κατατεθέν του χωριού.


Θυμάμαι άλλα 2 καφενεία, το ένα μισογκρεμισμένο πηγαίνοντας για το σχολείο ιδιοκτησίας Γεωργίου Γκαϊτατζή
(Μπαρμπα-γιώργη) το άλλο απέναντι ακριβώς ιδιοκτησίας Νικολάου Δρόσου(κουτσός) και δίπλα το περίπτερο.



Το παλαιότερο καφενείο του Παραποτάμου πρέπει να ήταν
του Θανάση Αβραμόπουλου πρέπει να λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του ΄70 -΄80.Άνοιξε για μια 5ετία από τον Γιώργο Αβραμόπουλο σαν καφενείο ''ΥΠΑΡΧΩ'' και για 2 χρόνια σαν Καφέ''ΣΤΕΚΙ''από την Μαρία Μαυροφρύδη.

Επίσης παλιό καφενείο ήταν και του Θεοχάρη Χοκμετίδη.
Ήταν ταυτόχρονα καφενείο και ταβερνάκι της εποχής. Φημιζόταν για τα καταπληκτικά χειροποίητα σουβλάκια του,"το ξακουστό λουκάνικο του Θεοχάρη"

Το συγκεκριμένο Καφενείο ήταν και Παντοπωλείο, γεμάτο με προϊόντα της εποχής όπως: φωτιστικό πετρέλαιο, όσπρια, ζυμαρικά, μπακαλιάρος, πράσινο σαπούνι, λουμίνια, σπίρτα, φυτίλια, ρέγγα κ.α. Η πελατεία τις περισσότερες φορές ψώνιζε βερεσέ λόγω και της φτώχειας που επικρατούσε.

Η φράση που που μου έμεινε ήταν όταν μεταξύ τους οι πότες λέγανε: ‘’Βάλε μας απόνα ή φέρε μας μια γύρα’’.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το καφενείο έγινε: καφετέρια, ντίσκο, ηλεκτρονικά, ζαχαροπλαστείο, παντοπωλείο-μίνι μάρκετ και δεν ξέρω τι άλλο!
Το καφενείο αυτό το απόκτησε περίπου το ΄90 ο Νίκος Δημόπουλος ο οποίος είχε αρκετά χρόνια την ξακουστή ''ΡΟΔΑ'' (μπουζούκια-καφενείο-χώρος εκδηλώσεων γάμων,βαπτίσεων) στην είσοδο του Παραποτάμου.
Σήμερα αυτό είναι του Κώστα Δημόπουλου ακριβώς στο κέντρο της πλατείας του χωριού. Κλασικό καφενείο και ψητοπωλείο-ψησταριά''ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ''.

Παρήλασαν από εδώ αρκετά ποντιακά συγκροτήματα και τραγουδιστές. Εξαιρετική κοτοτηγανιά και σουβλάκια φημισμένα σε όλη την περιοχή! Φαγητά ημέρας για εργάτες, αγρότες, δημοσίους υπαλλήλους και όχι μόνο. Τάβλι, ξερή, μπουρλότ και καφεδάκι Ελληνικό. Η χαρά των ηλικιωμένων και των νεότερων σε ηλικία καφενόβιων.

Ας πούμε λοιπόν λίγα λόγια για τα καφενεία του, τότε!

Από τα καφενεία περνούσε απαραίτητα κάθε βράδυ ο πρόεδρος του χωριού για να συναντήσει τους ψηφοφόρους χωριανούς του, ο παπάς του χωριού για να συναντήσει αυτούς που δεν έβλεπε στην εκκλησία, οι χωροφύλακες για να είναι πάντα µέσα στα πράγµατα, ο αγροφύλακας για να ακούσει τις καταγγελίες για τις αγροτικές ζηµιές, ο γεωπόνος για να συµβουλεύσει για τις καλλιέργειες, οι γαιοκτήµονες του χωριού να κλείσουν εργάτες για την εποµένη ηµέρα η να προβούν σε πληρωμές.
Αραιά και που,στη χάση και στη φέξη που λέμε, αλλά οπωσδήποτε κοντά στις εκλογές, οι βουλευτές του νοµού για να μοιράσουν υποσχέσεις που ποτέ δεν θα πραγματοποιήσουν.

Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση, τους κουτσοµπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναµετέδιδαν κάθε είδηση ή φήµη, τους ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακολουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους, καθώς και τους χαζούς του χωριού που όλοι τους πείραζαν για να περνάνε την ώρα τους.
Μέσα στα σύννεφα και το ντουμάνι του καπνού των τσιγάρων ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις. Εκεί γινόντουσαν συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν η αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώµατα που έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασµός των καυγάδων των ζευγαριών, τα παραπατήµατα των συζύγων, και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε από το πιο σοβαρό ή αστείο έως το πιο αληθινό ή ψεύτικο.

Τα καφενεία τα κατέτασσαν σε αυτά που προσέφεραν τον καλύτερο καφέ ή τους καλύτερους ουζοµεζέδες. Σε αυτά που προσέφεραν περισσότερη ή λιγότερη ησυχία, σε αυτά που προσέλκυαν πελατεία κάτω ή άνω των 25 ετών, στα καφενεία που σύχναζαν δεξιοί κεντρώοι ή αριστεροί.

Οι πελάτες των καφενείων παράγγελναν τον καφέ ή το ούζο τους, γκρίνιαζαν πολλές φορές για τον καφέ που δεν είχε καϊµάκι ή γιατί ήταν γλυκός αντί µέτριος, για τον µεζέ του ούζου όταν δεν τους ικανοποιούσε ποιοτικά η ποσοτικά.
Ο καφετζής πάντα ανεχόταν τις ιδιοτροπίες του κάθε πελάτη και "ίσως" ζητούσε συγνώµη (σπανιότατο φαινόμενο) για κάθε κατηγόρια που του καταλόγιζαν δίκαιη ή άδικη, τηρώντας τον κανόνα, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Το πιό πιθανό θα ήταν να του έλεγε (λέω εγώ): νέπε κι πας κουντίεσαι!
Συνήθως οι πελάτες το καφέ τους τον συνόδευαν µε µία παρτίδα τάβλι, η µε µία παρτίδα πρέφας, μπουρλότ ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα παιχνίδι συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλµατα ή τις ζαβολιές των παικτών.
Την παραµονή της πρωτοχρονιάς τα καφενεία μετατρεπόταν για ένα βράδυ ή και περισσότερα σε µικρά καζίνο όπου άλλοι έπαιζαν εικοσιμία άλλοι πόκα, και οι πιο σκληροί ζάρια.
Αρκετές φορές από ασήµαντες αιτίες, άναβαν τα αίµατα µικροί
καυγάδες, και οι δυνατές φωνές που ακουγόντουσαν µάζευαν τον κόσµο από τους γύρω δρόµους που έτρεχε εκεί για να µάθει τι συνέβη. Ποιοι και γιατί µαλώνουν, και για να πάρει το µέρος του ενός ή του άλλου.
Τα καφενεία µέχρι την εποχή του 1970 ήταν χώρος αποκλεισμένος από τις γυναίκες, το καθένα ένα µικρό άβατο!
Πολλές φορές λειτουργούσαν και σαν ταβέρνες, όταν γινόντουσαν σε αυτά τα πανηγύρια του χωριού, οι γάµοι, οι αρραβώνες, και γενικά όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.Τότε αναγκαστικά δέχονταν και τις γυναίκες.

Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα µε την
προσωπικότητα και την αύρα του ιδιοκτήτη του. Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά ξύλινα ή µεταλλικά τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες µε ψάθα.
Στη µέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλόσοµπα µε τα µεταλλικά μπουριά, πηγή θέρµανσης τον χειµώνα και όχι µόνο.
Πολλές φορές στην σόµπα ψήνονταν κάστανα, ρέγκα σε αλουμινόχαρτο, κανένα λουκάνικο αλλά και ψωμί.

Στο κέντρο της οροφής κρεµόταν ένα µεγάλο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βράδια. Στο βάθος υπήρχε µια υποτυπώδης κουζίνα που περιελάμβανε ένα νεροχύτη µε παροχή νερού, ράφια στον τοίχο γεµάτα µε ποτήρια µικρά και µεγάλα, πιάτα και κουπάκια, καραφάκια ούζου και κονιάκ, µπύρες και λικέρ.
Ένα µικρό καμινέτο ή πετρογκάζ χρησίµευε για το ψήσιµο των
καφέδων και των τσαγιών. Ένα πολύ ωραίο ορειχάλκινο δοχείο (κουκουμάκι) υπήρχε πάντοτε στη σόμπα για το ζέσταµα του νερού, ένα τσαγιερό για το τσάι ή το φασκόµηλο, καφετιέρα και ζαχαριέρα, µπρίκια ορειχάλκινα µε µακρύ χέρι (τσεσβέδες), και ένα µικρό ξύλινο εργαλείο για το ανακάτεμα του καφέ.
Στο βάθος συνήθως υπήρχε ένα ψυγείο για τις πορτοκαλάδες, τις λεµονάδες, τις γκαζόζες και τις μπύρες



Σε μιά γωνιά του μαγαζιού υπήρχε και το τζούκ-μποξ με όλα τα σουξέ της εποχής.
Χώρισµα του κυρίως καφενείου µε την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλινος ο λεγόµενος µπουφές, µε δίσκους επάνω για το σερβίρισµα των ποτών, µία μεταλλική κανάτα νερού, δύο µεγάλα µπουκάλια µε ούζο και κονιάκ, γυάλες µε γλυκά κουταλιού, βύσσινο κεράσι και µαστίχα, και µία γυάλα µε λουκούµια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε µια ξύλινη κατασκευή µε µικρά χωρίσµατα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες µε τα παιγνιόχαρτα, πλάκες και κονδύλια από γραφίτη.
Ο µπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του, και τα τεφτέρια µε τα επί πιστώσει (βερεσέδια).
Στους τοίχους του κάθε καφενείου συνήθως υπήρχαν καθρέπτες, πολλές φορές µε φωτογραφίες στηριγμένες στις κορνίζες τους, πινακίδες µε απαγορεύσεις, όπως "απαγορεύεται το πτύειν", "απαγορεύεται το σπάσιμο" κλπ.
Τον διάκοσμο των τοίχων συµπλήρωναν πόστερ µε απεικόνιση ιστορικών γεγονότων, από την επανάσταση του 1821, του Βενιζέλου, του βασιλιά Παύλου και της βασίλισσας Φρειδερίκης, το πουλί της επανάστασης και τον Παπαδόπουλο αργότερα.
Φωτογραφίες παλαιών και νέων πολιτικών, και πάντα ένα μεγάλο κάδρο µε την φωτογραφία των προγόνων του καφεπώλη. Συνήθως του πατέρα καφετζή, απ' τον οποίο κληρονόμησε ο γιός το καφενείο.

Κάπως έτσι θυμάμαι τα καφενεία του Παραποτάμου που σιγά σιγά χάνουν το χρώμα τους στο βάθος του χρόνου και της ανάμνησής μου, όπως τόσα και τόσα άλλα πράγματα του χωριού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου