Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ,ΡΑΨΩΔΙΑ Ι’,ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ


ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ,ΡΑΨΩΔΙΑ Ι’,ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ, ΞΥΛΑΓΑΝΙΩΤΗΣ ΠΑΠΠΟΥΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΕΑ ΝΕΑΡΩΝ ΞΥΛΑΓΑΝΙΩΤΩΝ: 

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα

Κι α που λέτη,μια φουρά κι κάναν κηρό,ήταν ένας Βασιλιάς που τουν έληγαν Ουδυσσέα κι ήταν που τν’Ιθάκη,άνα μουκρό νησί που τν’άλλ’ τμηριά απ’ν’Ελλάδα κι πήγαν μαζί μη άλλοι Βασιλιάδης για να πουλημήσναν την Τροία,ειπηδής Τροιώτης τσ’έκλεψναν μια γναίκα έμουρφ’ που τν’έληγαν Ελένου κι ήταν τ’Μενέλαου απού Τσ΄Σπάρτ’.

-Καλά α παππού,για μια γναίκα ξησήκουσαν πόλημου τρανό;

-Ε κι συ!Σιγά μην ήταν για μια γναίκα,ντίλαμ γι’αυτή ήρταν,αμά τα χρυσάφιατς ύρευαν να καπτίσναν.

Κι αφού τα κάπτσαν ούλα,σκώθκαν να φύβγναν σια πίσου,φόρτουσαν του καράβιτς μη φαϊτά κι παν.Ναι, αμά,στου δρόμου τσ’τσάκουση μια μπόρα γηρή κι ένα αγιάζι’,του βρακίτς δε στέγνουνη μη τίπτα κι δεν ήξηραν κατά που να τραβήξναν!Τα φαϊτάτς τηλείουσαν,νιαρό δεν είχναν..Λέει Ουδυσέας:

-Τράτη,που δω μηργιά φαγκρίζναν τα φώτα τς΄Μαρώνειας,α πάμη εικεί να ξαπουστάσουση,Βασιλιάτς Μάρουνας είνη σύμμαχους,α μας βουηθήκ’.

Κι το’κουψαν κι βγήκαν στ’Μαρώνεια στου λιμάνιτς.
Κάτ’΄Μαρουνίτδη που ήταν αϊλιάκδοι σιακεί στ’Καγγέλες τσ’ίδγιαν κι μάνι μάνι κόσιαξαν κι πήγαν στου Βασιλιάτς να τ’του πουν.

-Μάρωνα!ήρθη Ουδυσσέας που την Τροία κη υρεύει’ φαί κι κρασί!
-Μπρε λέει Μάρουνας…Τι α τσ’φκιάσου τώρα φνοι?Πως α τσ’ξηφουρτουθού?Κι φώναξη να έρθναν οι σύμβουλοιτ’ κι κειν’ ήρταν.

Πρώτ΄κι καλύτηρ’ ήρθη η Ιππαρχία ντάνταλη…Μόλις ν’είδη Μάρουνας τν’λέει: «Μαρή λαλάντρου,πάλι μπδιέσαν μεσ’στ’δρόμοι μη τουν Κράτη σαν τα σκλια?»Ά σήκου λείψει πέδου…

Λο σουφός ήταν ο Κόκκυξ (Κούκος) ο οινοπόλης.

-Να τς΄πεις πως ρώτσαμη του Μάντη μας του Μέννιπου κι είπη πως πρέπ’ να παν να πάρναν τ’Φκέντρα (Σάρισσα)τ’μπαμπάτκια τ’σουβληρή που το νιαρό που βοά (Βουίζα) που τ’χώρα των Ξύλον άγοντες (Ξυλαγανή) κι μ’αυνή να έρθναν να βγάλναν του γκαβό τ’Κύκλουπα,αλλιώς η Δίας θα τσ’μπουμπνίξ’ κιραυνοί κι θα αφανστούν!

Πουνηρός!Συ λέει,άμα παν σιακάτ’ δε γλιτώναν,θα πηράσναν πρώτα απού τ’χώρα τοις κυσί (σκλιά) μιμούμενων (προσκυνητές/Χατζηλάρι), Χατζηλαριώτ’ άμα βρουν ηυκηρία θα τς΄πετσουκόψναν,Ξυλαγανιώτ’ θα τσ’πατήσναν κι αυτοί καμιά ξλάρα καλή,κι όσοι’ γλυτώσναν α τσ’φάει Κύκλουπας!Κι έτς, τίπτα δε α τς΄δώκουμη! 
Κι απέ,έβαλη την Κουρώνατ κι πάει να δγει τουν Ουδυσσέα.

Μάρων:-Καλώς ήρθατη σύμμαχοι!Πότη θα φύγτη?

-Μάρωνα,θέλουμη να μας βουηθήεις,λέει ο Οδυσσέας, γιατί είμαστουν νησκοί κι διψάτ,να μας δωκς να φάμη κι να πιούμη κι να μας δωκς κι για του δρόμου!

-Να ξερς…Ουδυσσέα,μεις δεν έβγαλαμη φέτους τίπτα,κακή χρουνιά είχαμη,μας ρήμαξαν κι Κίκουνης να μας κλέφτναν,αλλά μεις πάλι θα σας δόκουμη π’αυτά που μας έμειναν,αλλά,πρέπ’ πρώτα να τηρήστη του χρησμό που μας είπη του μαντείου μας !
Κι ετς,τουν είπη τι πρέπ’ να φκιάσ’ κι,Ουδυσσέας που σκιάζουνταν απού τσ’Θεοί κίνση για την Ξυλαγανή μαζί μη τς΄σύντρουφοιτ.

Μαρωνίτ’ τσ’ειπαν απου που να πηράσναν –ειπήτηδης-για να τσ’πιάσ’ κατηυθείαν Κύκλουπας,αλλά,Ουδυσσέας του μυρίσκη κι το’κουψη απ’του πλάι κι παρπατώντας που μακριά, έφτασαν στου Χατζηλάρ’.
Μόλις μπήκαν στου χουργιό,ρώτσαν σιαπού να παν για να βρουν την Ξυλαγανή,κι αφού έμαθαν,καθώς τραβούσαν καρσί κατακεί,είδαν μια Ταβέρνα που τν’έληγαν «ΣΠΗΛΑΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΤΑΙΟΥ».

-Δεν κάθουμαστη καμουσούτσκου ιδώ να ζαμακώσουμη κι να φάμη; τσ'λέει Ουδυσσέας.Κι κάθουντη κι πατάν μια καλή μαμαλίνγκα,αμά κώλουτς μπαμπάτσκους, σαν άνοιξη δεν έκλεινη κι,μέτσαν κι πήραν να φκιάναν χαμένα κι πείραζαν τσ’Χατζηλαριώτδη κι τσ’γναίκητς.
Σως όμους κι μαζώθκαν Χατζηλαριώτ’ κι πήραν να τσ’πατλαντάν , ξύλου να δγιούν τα μάτιας!Τσ’μάυρισαν για τα καλά,τσ’πήραν στου κυνήγ’ κι αυτοί,όπου φυγ’φυγ’!!Τσ’περίλαβέναν με τα τιζέκια που πίσου και τα πλουκάδια,τουν Ελπήνωρα τουν τρύπσαν του κιφάλι’,τουν Αίαντα τουν πέτυχαν στην πλάτ’ κι βγήκη ώμουτ’ κι,ούλ’ μαζί κουσιάζναν κα την Ξυλαγανή.

Κάναν κηρό,φάνκη του χουργιό…Όπους πάηναν άκρα-άκρα,βλέπναν μια καλύβα κι έναν Νταή απόξου να ντουλαστάει,σκάλ’ζη κατ’ δέντρα.Τουν ζυγώναν, τουν αυλαντάν καλύτηρα κι τι να δγιούν!Ντιάντους κρατάει κι έναν μπαμπάτσκου παλιόφιδου αγκαλιά!

-Ποιοι είστη σεις α?Ρουτάει Νταής…

-Μεις είμαστη Έλληνοι κι έρχουμαστη να βρούμη του νιαρό που βουίζ’ για να πάρουμη τ’φκέντρα σας την τρανή,για να γκαβώσουμη τουν Κύκλουπα! Συ ποιος είση?

-Γω είμη Μάντης ,ο Στάικος ο Καραγατσαίος κι διαβάζου σπλάχνα κι λέου χρησμούς παρέα με τουν παλιόφιδου..Σαντέ προυσέχτη,μην τυχόν κι δεν πάρτη χρησμό,α σας χλαπανίσ’ ουλνοί!Γι’αυτό,πρέπ’ να μη δώκτη έναν χρυσό Στατήρα για να σφάξου ένα αρνί κι να σας διαβάσου του χρησμό.

-Σκέφκη ξανασκέφκη Ουδυσσέας,τι να φκιάσ’,τουν έδουκη του νόμισμα κι,καϊτεράει να δγει τι θα τσ’πει..Μάντης έσφαξη τ’αρνί,κι πήρη να τράει τα σκώτιατ…

-Σκουταργιά λέει να προυσέχτη μην πάτη απου τν’άλλη τ’μηριά κι πέστη στη χώρα των Σαμοχονταίων,που έχναν όνομα που θυμίζει Ήσυχου κι πράου,αλλά δεν είνη,είνη άγριοι κι θα σας σφάξναν(Ίμερος)!Θα γυρίστη που κει που ήρθατη!Τουν Κύκλουπα πρεπ' να τουν γηλάστη άμα τουν τσακώσ' λύσσα.

-Του γάμσαμη τ’μάνα ,σκέφτητη Ουδυσσέας,πάλι τιζέκια θα φάμη απ’τσ’Χατζηλαριώτδη..

Κι ετς,σκώθκαν κι έφκαν κι Νταής τσ’εδουκη λίγα γκόρνιτσα κι κυδώνια,αρνί χιουτσ’ γιατί απαγουρεύουνταν να φαν,ήταν σαντέ για του Μάντη.Κι όπως ζύγουναν κα του χουργιό,βλέπναν έναν να παρπατάει μ’ένα σκλι Πράσινου βαμμένου που είχη κι φιόγκου!Τα χράσκαν!Νόμσαν μην είνη κάνας Δίας καρναβάλ’ κι βγήκη να τσ’φουβηρήξ’!Κρύφκαν που πίσου απ’τα πουρνάρια!
Ναι αμά,κι γιάλλους μη του σκλι του πράσινου τσ’είδγη ,πήρη να κουσιάζ,κι πάει στουν Άρχουντα,τότης ήταν ου Αριστομένς ο Παπατασαίος ο κοπτόχειλος.

-Κόμα α!Κόμα α!Αρχόντη κι είνη πουλλοί!!

-Τι ρικάεις α,α συ γαμήσου?Ποιοι είνη α,α τσ’ γαμήσου?

-Ξένοι’ α!

-Κάτση πιες ένα νιαρό α ,α συ γαμήσου!

Γναίκα!Βάλτουν ένα τσιανάκ’ νιαρό α τουν γαμήσου.
Κι,αφού τουν είπη τι ήνκη,βγήκη όξου κι πήρη να βρουντάει του κδουνι’ για να μαζουχτούν ούλ’ στην πλατέα κι να φέραν κι τσ’φκέντρης που τσ’είχαν στείλ’ τα ξαδέρφιατς που του Ντραγκουμίρ’στ'Μακιδουνία.Κι μόλις μαζώθκαν κίνσαν να παν να δγιουν ποιοι ήταν οι ξένοι’.

Συναντήθκαν στα Καζάλια.

-Ποιος είση συ α,α συ γαμήσου?Ρουτάει Αριστουμένς..

-Είμη ου Οδυσσέας γιος τ’ Λαέρτη απού την Ιθάκη,έρχουμη που την Τροία κι πουλημάου να γυρίσου σπίτιμ.

-Συ δεν είση που σκότουσης του Βασιλιά μας του Ρήσου α συ γαμήσου?

-Ναι,αλλά έπρηπη,μη είπη Αθηνά να του φκιάσου κι τουν γέλασα.

-Κι τι υρεύς που τι μας α συ γαμήσου?

Κι τλέει τι υρεύει’,ότ’ πρέπ’ να τσ’δώκναν τ’μπαμπάτσκια τ’φκέντρα τν'ιερή που είχαν στ’Βουίζα..
Πήρη να νουνίζ’ Αριστουμένς,τσ’φουνάζ’ ουλ’ μαζί τσ’ Ξυλαγανιώτ’ τσι φκοιτ κι σκέφτουντη τι να φκιάσναν.

-Άμα δεν τσ’του δώκουμη φτο που υρεύναν,δα λα ματαέρτναν πίσου λο πουλλοί κι θα είνη σαν τα μυρμήγκια!
Που α τσ’θάψουμη δεν ξέρου,α τσ’γαμήσου!

-Στρέχουμη!Θα σας δώκουμη τ’φκέντρα μας τν’ιερή ειπηδή τνη΄θέλτη για να γκαβώστη τουν Κύκλουπα.Αμά πρόσηξη καλά,μόλις τουν γκαβώεις,κείνος δεν είνη μπουνάκς,θα κλείσ’ την πόρτα που τσ’σπηλιά κι δεν θα σας αφήκει να παέντη.Τότης,μόλις βγει του γκαβότ ,ειπηδής είνη κιαρατάς αλιργικός στα σκόρδα μας τα λυσιάρκα,θα θυσιάεις έναν σύντρουφους ,θα τουν τλύξεις καλά καλά μη τα λυσιάρκα σκόρδα που θα συ δώκουμη κι ,μόλις τα γκλατανίσ’,θα τουν τσακώσ’ σάρα κι θα παρ’να γουρλιέτη κι να ξιέτη κι να βγαν΄ αφροί που του στόματ.Θα ‘υρέψ’ να βγει να παρ’ αέρα καθαρό κι να τσιρλιστεί.Τότης κει σεις θα βγείτη όξου.

-Καλά σάνι,έτσ’ θα φκιάσουμη,είπη Ουδυσσέας.

-Άιντη τώρα α σας γαμήσου.Πάμη για γλέντ’ να σας φλιέψουμη.
Κι πήγαν ούλ’ μαζί στο φαγοποτείο «Διόνυσος»στην πλατέα που ήταν του Μασώνος.
Ικεί,ζαμάκουσαν πράμνιο κρασί Καζαλιώτκου κι λυκούντρισαν γρουνίσια λουκάνκα τηγανισμένα ση λίπους απού Βοδ’.
Ικεί ήταν κι η Βάρδους τσ’Ξυλαγανής,η γνουστός ΜΕΛΑΝΟΒΟΥΣ (Καράμπαλης) που τραούδση πουλλά γνουστά ζάφτια κι του πιο γνουστότ’, τν’ηπυτυχία «OTAN ΠΙΝΩ ΤΟΝ ΖΥΘΟΝ ΕΙΣ ΧΡΥΣΟΥΝ ΠΟΤΗΡΙΟΝ, ΕΦΟΡΑΝ ΤΕ ΣΚΥΒΑΛΑ ΠΑΣΑ ΚΑΙ ΟΥΤΙΣ ΑΙΣΤΟΝ ΠΡΟΣΕΧΩ,ΟΥΤΣΚΑ-ΜΠΑΜΠΑΟΥΤΣΚΑ ΕΚ ΜΗΤΡΙΚΟΥ»
Κι αφού έφααν κι κμήθκαν καλά,σκώθκαν να παέναν σια πίσου κι τσ’απουχαιρέτσαν Ξυλαγανιώτ’ ούλ’ μαζί κι τσ’εδουκαν κι «ΦΥΛΛΟΚΑΡΥΟΝ»(Μπακλαβά) απού τουν ΒΑΠΤΟΑΔΗΝ(Βαφειάδης) κι ΚΑΤΑΡΡΥΓΝΗΝΤΑ ΑΡΑΒΟΣΙΤΟΝ(Πατλάκια) του ΧΩΡΟΠΑΤΚΙΟΥ για να ματσαλάν στου δρόμου.

Μόλις έφκαν μακριά που την Ξυλαγανή,εκεί που παρπατούσαν κρυφά κι τρουίρου που του Χατζηλάρ,είδγιαν κατ’ ζαμπούνδη μη μακριά τριχουτά πουδάρια κι ένας απ’αφνούς κβαλούση ένα δαχτυλίδι στου λοιμότ, αλλά Ουδυσσέας σκιάχκει κι είπη στ’σύντρουφοιτ’ να κρυφτούν για να μην τσ'πάρναν χαμπάρ'.Που πίσουν συ λίγου πέρασαν κατ’ μαύρα άλουγα λυσσιαγμένα μη τσ’καβαλάρδητς πιο λυσσιαγμένοι ακόμα κι δεν είχαν κι πρόσουπα κι λο πίσουτς ένας σα γκίντσιους ξημαλλιάρς γκουρλουμάτς κι φώναζη «κώλουμ-κώλουμ»! Μπρεεε,λέει Ουδυσσέας σκιαγμένους…Τίπτα Φρυγαδες Θεοί θα ήταν,ποιος ξέρ’ τι γύρευαν σιακεί…

Κι απέ,έφτασαν στ’σπηλιά!Κι πήραν να τραν λόιρα καλά καλά μη φανεί κάνας Κύκλουπας,αλλά πθηνά δε φαίνουνταν κείνους,κι έτς,μπήκαν μέσα.Τραν σκιαγμένοι,τι να δγιούν!Όλου μπαμπάτσκα τσιανάκια για να πίναν κι να τρων διακόσ’ νουματαίοι ,κατ τιράστια κατσκαβάλια κι ντραμιτζάνης μι κρασιά πουλλές!!
Κι πλακώνουντη κι τρώναν κι πίναν κι χέσκαν ψλατς απ’του πουλύ πιουτί κι γκούρλουσαν κι πήραν να φκιάναν κείνα που δεν είνη.Δυνατό πουλύ ε ,κι τς΄χτύπση στουν πατσιά!
Ντιβίρτσαν τα τυριά,τσάκσαν τσ’ντραμιτζανης ,πήραν να κατράν παντού κι να αγουνίζουντη ποιος α κατρείς πιο μακριά.
Τζάτζαλα-μάτζαλα τα’φκιασαν!Κι ύστρα,πάτσαν κι έναν ύπνου βαθύ κι έβλεπαν ονείρατα μη την Κίρκη στου κρεβάτιτς.Ένας κμοίθκη παν’στην κουπρά που έχηση Κύκλουπας,μαλακιά ήταν,ζέστα βρήκη,πήρη ένα λουμπέτ’.

Ναι αμά,κάνα κηρό γύρση Κύκλουπας!Κι σαν έβαλη μέσα τα πρόβατατ,κλείνει μη μια στρουγγλή κουτρουνάρα μπαμπάτσκια τσ’σπηλιά κι κάθητη κι τσ’αγρικάει τι έφκιασαν.

-Ποιοι είστη σεις α;Ρουτάει κι κειν’ σκώθκαν μάνι μάνι.

-Είμαστη Έλληνης,ερχουμαστη που την Τροία,να μας πηρηποιηθείς, έτσ’ ουρίζ’ Δίας,τ’λέει Ουδυσσέας .

-Α τουν χέσου γω του Δία.Που δω δε φεύγητη.

-Τα γκαβάς τα δυό,να φκιάεις κείνου που πρέπει’ κι να ‘φήεις κείνα που ξερς!

-Τι είπης?Μη κουρουϊδεύς κιόλας που παν α κουπούκ?Τώρα θα δγήτη τι α πάθτη.Α σας ντιρλικώσου έναν –έναν!

-Κι πως συ λεν σένα α?Ποιος είση?

-Καν κάνας!

-Τι καν κάνας α?

-Κάνας α!Ετς μη λεν!

-Ουραίου όνουμα!Σένα θα συ φάου τηληυταίου…Σας γάμσα γω για λυκόρνα,που με’φαατη τα φαγιάμ κι ζαμάκουσατη του κρασίμ!
Κι καπτάει του γκραβούτσ’ που είχη για να καθαρίζ’ την κουπρά κι ουρλαντάει κι πατλαντή όποιουν προυφτάς.Κι ζαπών’ δυό συντρόφια τ’Ουδυσσέα κι τα μπαμπαλικών’.Τραβάει απέ ένα ουρκαλητό τρανό κι λέει:

-Κάθη μέρα θα τρώου που δυό σας ώσπου να σας φάου ουλνούς.

Κι απέ,τηντώνητη κι κμάτη.Κόντηψη να τς΄κφάν’ που του ρικαλιτότ.

Ουδυσσέας,τότης λέει,»Φέρτη λίουρα τ΄φκέντρα!Κι νη φέρναν κι νη ρουκώναν στ’ματάρατ κι ζλαν γηρά κι νη βγάναν.Κύκλουπας σαντέ γουρλιέτη που τουν πόνου κι σαλντάει σιαδώ σιακεί κι πουλημάει να τσ’ζαπώσ’.Ψόφση να τς΄ κυνηγάει,αμά δεν μπουρεί άλλου ,κόπκη κι λιγουθύμση που τουν πόνου.

Τν’άλλ’ τ’μέρα ,σκώθκη ψλα,τα πρόβατα ρέκαζαν κι, άνοιξη την πόρτα για να βγούν όξου,αμά φλάει καλά να μη βγουν κι Έλληνης μαζί.

-Να πάμη να δηθούμη που κατ π’τα πρόβατα ,λέει ένας στουν Ουδυσσέα,δε α μας δγει,σαντέ α χαϊδεύει’ τ’ράχητς.

-Τι μπόσκα χουρατεύς α!Συ βαστάει του πρόβατου α σαρσέμ’?Κι πήρη να νουνίζ’ να δγει τι α φκιασ’….

Τότης,Ουδυσσέας θμήθκη τι τουν είπαν Ξυλαγανιώτ’….Ποιον όμως να θυσιάσ’?Σκέφκη- ξανασκέφκη,κι,απουφάση να δώκ’τουν Ευρύλουχου.Τουν είχη μια μανία ειπηδή είχη μπουζαλίσ’ μια γκόμηνα παλιά που τν’άρηζη,γι αυτό.Κι πάει κρυφά κι του λέει στ’αλλνοί κι τουν ζαπώναν κι του τλύγναν μη σκόρδα λυσιάρκα κι,τουν πητάν στουν Κύκλουπα κι κέινους,μάνι-μάνι τουν χλαπανάει μαζί μη τα σκόρδα όπους ήταν τλυγμένους!Κι απέ,παίρνει να βγάν΄αφροί,κουκκίνση ουλόκληρους,πήρη να ξιέτη κι να γκλιέτη να ηρεύ’ να βγαλ΄του πετσίτ,τουν τσακών’ ένα Σιρλάν’ κι,μάνι –μάνι βγαν’ την κουτρώνα κι κουσί παέν’ όξου που πίσου που ένα ντρέκ’ να τσιρλιστεί κι βουγκάει.

Κι ετσ’,ουλνοί βγήκαν όξου κι κουσιάζναν κα του καράβτς κι μπάιναν μέσα κι λύναν τα σκνια λίουρα-λίουρα κι φεύγναν.Τότης,Ουδυσέας πήρη να κουρουϊδεύ’ τουν Κύκλουπα,τουν έδειχνη τουν κώλουτ’ κι έφκιανη χαμένα κι τουν φώναζη «Κύκλουπα μαλάκα σ’έχουμη για πλάκα», «του γκαβός του τρανό δεν θα του ξαναδγιώ» , «Κύκλουπα ντιλίφισεκ’ πέτα ένα τιζέκ’» κι τέτοια αχμάκικα.

Κύκλουπας είχη μια λύσσα, πήρη να τς΄πητάει κάτ΄κουτρουνάρης μπαμπάτσκης ,αμά δεν μπόρση να τσ’πυτήχ’.Τότης Πουσειδώνας που τουν άκση,ήρτη κι τουν ρουτάει,να δγει τι έπαθη.

-Τι γουρλιέση α χαμένε?

-Μη τέφλαναν μπαμπά!

-Ποιος συ τέφλανη?

-Καν κάνας!

-Τι καν κάνας α λαφρή?

-Καν Κάνας α!Ετσ’ μ’είπη ότι τουν λεν.

-Ε γαμώ του Ντιλιμπάσκους,γαμώ..Ούτη τ’όνοματ δεν ξερσ’.

Κι τότη είδγη τ’Ουδυσσέα του καράβ’ κι πάτση μια μπόρα τρανή κι Έλληνης βγήκαν Στ’Αμερική (άλλ’ λεν στν’Αυστραλία)κι τυραννιένταν να υρήσναν πίσου 10 χρόνια.
Κι γλίτουση κι Μάρουνας που δεν τσ’όδουκη τίπτα,σαντέ χρησμοί.Τζιάμπα τουν πήγη….



ΠΗΓΗ Republic of Xylagani

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου